Η Τίτσα Πιπίνου είναι Λογοτέχνης
Αν και το όνομα της είναι γένους θηλυκού, δεν ξέρω κανέναν άλλο τόπο πιο αρσενικό από ετούτο εδώ. Διατηρεί όλη τη γοητεία και την τραχιά ομορφιά του αρχέτυπου αρσενικού.
Απόκρημνα, ακατοίκητα βράχια λες και είναι βγαλμένα απευθείας από βυζαντινές αγιογραφίες, κάνουν αυτό το νησί που ορθώνεται περήφανο δυτικά της Ρόδου. Οι εύφορες εκτάσεις και τα ψηλά πευκόφυτα βουνά της Ρόδου διακρίνονται καθαρά από το λιμάνι της Χάλκης και από τα παράθυρα των περισσότερων σπιτιών της σαν προέκταση της ίδιας γης, δημιουργώντας μια αντίθεση συναρπαστική. Τα λίγα μίλια θάλασσας που χωρίζουν τις δυο στεριές, στην πραγματικότητα, χωρίζουν δύο κόσμους. Τόσο κοντά και ταυτόχρονα τόσο μακριά.
Ίσως να είναι το μικροσκοπικό της μέγεθος που την έκανε να περάσει σχεδόν απαρατήρητη από τους ιστορικούς, τους αρχαιολόγους, τους ερευνητές και τα μεγάλα πλήθη των τουριστών. Έτσι κρατά μέχρι σήμερα πολλά από τα μυστικά του παρελθόντος της άλλα θαμμένα στο λιγοστό της χώμα, άλλα στα χορταριασμένα ερείπια του ιπποτικού της κάστρου και άλλα στα άδεια σκονισμένα καλντερίμια της νεκρής της πολιτείας. Και αυτή η νεκρή αρχαία πολιτεία έρημη και ερειπωμένη, κρυμμένη πίσω από τις στροφές του ανηφορικού δρόμου για το μοναστήρι του Αι Γιάννη, δίχως ούτε μια ψυχή να την κατοικεί για πολλές δεκαετίες σαν αδειασμένη απότομα από ξαφνική απειλή. Εκεί τώρα πια το κατασκευασμένο τείνει να γίνει αναπόσπαστο μέρος του φυσικού, έτσι που τα απομεινάρια των εξωτερικών τοίχων των σπιτιών να μοιάζουν με ένα σύμφυρμα των ασβεστολιθικών πετρωμάτων που καλύπτουν το νησί. Που και που μια συκιά φυτρώνει ανάμεσα στα ντουβάρια και το πλούσιο φύλλωμα της όπως προβάλει από το εσωτερικό αντικαθιστά την σκεπή και τα πορτοπαράθυρα.
Εκεί μόνο οι σκιές των κοσμογυρισμένων καραβοκύρηδων, των ξακουστών για την ομορφιά τους γυναικών και των δοξασμένων ηρώων της ίσως τις νύχτες να αφηγούνται τις ιστορίες τους για τους αλαφροΐσκιωτους.
Είναι και τα πέτρινα σπίτια στον Ιμπορειό, την μόνη σήμερα κατοικημένη περιοχή του νησιού, που ο αέρας γδέρνει τους τοίχους τους και τα θεμέλια τους ροκανίζει η θάλασσα για πάνω από εκατό χρόνια και ακόμη στέκουν. Ανάμεσα τους κάποια ερημωμένα από τους κατοίκους τους που καζάντισαν μακριά και δεν ξαναγύρισαν ποτέ.
Τα τελευταία χρόνια επικρατεί ένας τρόπος που τα νησιά πουλάνε τους εαυτούς τους. Στους τουριστικούς οδηγούς και τις καρτ ποστάλ είναι η θάλασσα, οι παραδοσιακοί οικισμοί και τα κορίτσια με τις τοπικές ενδυμασίες. Είναι η επανάληψη των ίδιων εικόνων που δεν ξεχωρίζει το ένα νησί από το άλλο. Αυτό συμβαίνει για τα περισσότερα νησιά εκτός της Χάλκης που δίνει την εντύπωση ότι δεν θέλει να πουλήσει τίποτα απολύτως. Ότι είναι πολύ περήφανη για να παρουσιάσει τον εαυτό της με αυτό τον τρόπο. Ότι δεν υποκύπτει σε αυτά τα πρότυπα γιατί γνωρίζει καλά την αξία της.
Ωστόσο πάντα είχα την εντύπωση πως τούτος ο τόπος δεν θα αποκάλυπτε πρόθυμα και εύκολα την ιστορία του, αλλά ούτε και τις ομορφιές του στον κάθε βιαστικό επισκέπτη ή περίεργο ερευνητή παρά μόνο αν έχει υπομονή μαζί της τότε όλα θα αποκαλύπτονταν.
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο. Σε ετούτο το νησί πρέπει οπωσδήποτε να περιμένεις να πέσει η νύχτα γιατί όλα αλλάζουν διαμιάς. Γίνονται απόκοσμα, ονειρικά.
Είναι βέβαιο τότε ότι στον ουρανό της θα δεις καθαρά τα πιο πολλά αστέρια που αντίκρισες ποτέ στη ζωή σου και στη σιγαλιά θα ακούσεις μόνο τους ήχους της θάλασσας και κάποτε τον σπαραχτικό ήχο της λύρας του μοναχικού λυράρη που απόμεινε να παίζει στο καφενείο και θα έχεις την αίσθηση ότι το τοπίο που σε περιβάλει δεν είναι τίποτα άλλο παρά το αριστούργημα ενός ναΐφ ζωγράφου.