iporta.gr

Χαιρέτα μου τον πλάτανο, της Ματίνας Ράπτη-Μιλήλη

 

Ματίνα Ράπτη-Μιλήλη

 

 

 

Γειά σου κυρ πλάτανε και χαρά στο κουράγιο σου παληκάρι μου!

Ερχεται εκεί ο καθείς και σε αρχίζει στις χαιρετούρες …Και πού τους ξέρεις τώρα εσύ όλους αυτούς, μου λες!

Εισαι μια διασημότητα προφανέστατα αλλά ποτέ σου δεν κατάλαβες γιατί! Εκεί που φύτρωσες μεγάλωσες….Κάποιο ποταμάκι δίπλα σου σε ταχτάρισε και έγινες κοτζαμάν…Είδαν τα ματάκια σου, μπαρντόν, τα κλαράκια σου, ούκο λίγα τόσα χρόνια! Νύμφες να παιζουν κρυφτό στα φυλλαράκια σου, τον Δία να κάνει τα ακατανόμαστα με ότι περπατάει, πετάει και κολυμπάει μη σου πω! ΤΑ ύστερα του άλλου κόσμου! Κείνον τον βαρκάρη με την μαύρη την κουκούλα και το δίκρανο και ούτε γεια δεν έλεγε ο γάιδαρος…ίσως επειδή είχε πολλούς τουρίστες να ξεναγήσει…να μην τον αδικούμε κιόλας τον καημένο.

Και ο καιρός περνούσε και έρχονταν τα πρόβατα να πιούν νερό στην άκρη στο ποτάμι και όλο και να σε κατουράνε τα χαμένα….  Από πίσω να τρέχουν οι τζομπάνηδες να τα μαζέψουν και στο διάλειμμα έριχναν κι ένα ρεσιτάλ φλογέρας.

‘Υστερα ερχόντουσαν κι οι κοπελιές με τους κόπανους. Κάθε μιά είχε τον δικό της κόπανο, αλλά αν δεν είχε γιατί ήτανε πολύ φτωχιά και τον κάωανε στο τζάκι πέρσι που τους σώθηκαν τα ξύλα Μαρτη μήνα. δανειζόνταν της φιλενάδας της και μετά αν δεν της τον επέστρεφε άρχιζαν τα πιτσιλίσματα που σύντομα γινόταν ξεμαλιάσματα !Αν και πιστέυω πως ο κόπανος αυτός καθαυτός δεν ήταν το θέμα… Το θέμα ήταν να βγάλουν τα σκουτιά και τα μισοφόρια που τις βασάνιζαν και ήταν και Αυγουστος μήνας και κείνες στα ντουζένια τους. Τί ειδαν τα ματάκια σου και σένα!
Κουρελούδες να βασανίζονται από χωριατοπούλες, χωριατόπουλα να χαζεύουν τις χωριατοπούλες που βασάνιζαν τις κουρελούδες και ξεροστάλιαζαν στην σκιά σου για να κλέψουν ένα μαντηλάκι τους έστω!

Ηταν κι εκείνος ο Τάσος με μια Γκόλφω που απ’ τα γύρω -γύρω, τα “πιάσε με” και τα “άσε με καλέ για ποιά με πέρασες!”. σε έπιανε ο λαβύρινθος!

Τελικώς απ’ το τόσο κυνήγι έγιναν ταινία και εσένα ούτε στους τίτλους τέλους!

Αχαριστία παιδί μου!

Μετά είδες κόσμο να τρέχει να κρυφτεί στην σκιά σου, στα κλαδιά σου, στον κορμό σου. Κι άλλο κόσμο που δεν πρόλαβε να κρυφτεί και σε χαιρέτησε κανονικά, χαιρετούρα τύπου …τα ραδίκια ανάποδα, οριτζινάλε.

Ο καιρός περνούσε και ο κόσμος έπαψε να κυνηγιέται με τις κουμπούρες και άρχισε να κυνηγιέται έτσι χωρίς λόγο…ή από έρωτα και κάποιες φορές το ποταμάκι που σε πότιζε τόσα χρόνια γέμιζε με κάτι παράξενους ανθρώπους που ήταν μισοί άνθρωποι και μισοί βάρκες!

Αντί για χέρια είχαν κουπιά και στο κεφάλι τους αντί για μαλλιά είχαν φυτρώσει χρωματιστά γυαλιστερά αυγά και έκαναν μεγάλη φασαρία στο δάσος!

Πιο πολύ κι απο τις χωριατοπούλες με τους κόπανους!

‘Ολη την ώρα φώναζαν “ Ωχ Παναγιά μου θα σκοτωθούμε” και “ Τί τα θελα τα ράφτινγκ και τις μαλακίες, δεν καθόμουν σπίτι να ταςιζω τα χρυσόψαρα” και “ Δεν φοβάμαι, δεν φοβάμαι, δεν φοβάμαι ….μαμάαααααααααα μου!” κι άλλα τέτοια.

Ερχόταν βέβαια και κόσμος κανονικός, με πόδια και απ΄όλα και καθόταν αμίλητος στην σκιά σου. Εκλεβε βότσαλα απο το ποταμάκι και φωτογραφιζόταν συνεχώς! Τόσο που δεν μπορούσες να ηρεμήσεις, τσαφ τσουφ όλη την ωρα! Κανένας σεβασμός στην φωτοσύνθεση!

Με τα χρόνια γέμισες με “τατουάζ” βαθιάς κοπής! Ούτε που σε ρώτησε κανείς!Μπορώ παρακαλώ να σας χαρακώσω διότι είμαι ερωτευμένος με την Κατερινούλα και πρέπει να το ξέρουν και τα παρακείμενα τζιτζίκια …Ευχαριστώ.

Τίποτα! Χρατσα, χρούτσα, χράτσα, χρούτσα λες και η Κατερινούλα είναι σκίουρος και θα περάσει τυχαία απο κει και θα παρεξηγηθεί αν δεν δει το όνομά της σε καρδούλα με βελάκι… θεόστραβο παρεμπιπτόντως…Να τα λέμε κι αυτά…Αιντε πήρε ο καθ’ είς εκεί το κοπίδι του και την πληρώνει πάντα ο καημένος ο πλάτανος! Ο Τζόνι πήρε τ΄όπλο του κι όποιον πάρει ο χάρος ! Εξαιρούνται οι απόφοιτοι Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών ,ΒΑΚΑΛΟ και ΑΚΤΟ…του-λα-χι-στον.

Καρδούλες και ονόματα,βέλη και τηλέφωνα! Και ύστερα τους φταίει το κάρμα! Βρε άμα αλλάξεις τηλέφωνο πού θα σε βρει μετά ο έρωτας! Ασε που μερικές φορές φευγει ο ερωτας και μένει η καρδούλα και η Κατερινούλα εχει παντρευτεί απο προξενιό έναν φαρμακοποιό, έχει 4 παιδιά και μια φορά που την είδες στον δρόμο δεν την γνώρισες! Τσάμπα τα μύγδαλα!

Ανθρωποι έφαγαν στην σκιά σου, γλέντησαν, χόρεψαν και φεύγοντας ξέχασαν τα σκουπίδια τους στις ρίζες σου. Αλλά εσύ έχεις μεγάλη καρδιά και δεν κρατάς κακίες. Γι’ αυτό και ο καλός θεούλης δεν σου έστειλε το κόκκινο ζουζούνι να σε φάει και το έστειλε στους φοίνικες…Ποιός ξέρει τί αταξίες έκαναν κι αυτοί!

Ο κόσμος αλλάζει, η γη γυρίζει και συ στέκεις εκεί αγέρωχος να αποθηκεύεις στον σκληρό σου ένα σωρό ιστορίες… μέχρι να έρθει και σένα η ώρα σου να σε χαιρετήσεις ….αγαπημένε πλάτανε, αντίο, Σίγουρα θα ξαναβρεθούμε σε κάποια άλλη ζωή, σε κάποιο άλλο σύμπαν…παράλληλο ή μη, ελπίζω σίγουρα καλύτερο.

Υστερόγραφον: Αφιερωμένο σε όλα τα πλατάνια που χάθηκαν στον βωμό της ανάπλασης πλατειών και στον Δαλάι Λάμα.