iporta.gr

Βλαντ Γ΄ Δρακούλ ή Παλουκωτής: Ποιός ήταν στ’ αλήθεια;, της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου

 

 

 

 

 

 

 Δήμητρα Παπαναστασοπούλου 

 

 

 

 

 

ΒΛΑΝΤ Γ΄ ΔΡΑΚΟΥΛ Ή ΤΣΕΠΕΣ (ΠΑΛΟΥΚΩΤΗΣ)1431-1477

Πρόκειται για υπαρκτό πρόσωπο, μια προσωπικότητα που οι αρχικές έντεχνες συκοφαντίες των Οθωμανών και κατόπιν ο μύθος τη διαστρέβλωσε τόσο πολύ, ώστε την εξομοίωσε με το εξωπραγματικό, θρυλικό και άγριο πλάσμα που αποκαλούμε βρυκόλακα, κόβοντας όλα τα νήματα με την πραγματικότητα.

 

Αυτά τα νήματα θα προσπαθήσω να σας παρουσιάσω.

 

Δράκουλας (Dracula) στα ρουμανικά σημαίνει «γιός του Δράκου» και ο Βλάντ Γ΄, ο οποίος χρημάτισε τρεις φορές βοεβόδας(ηγεμόνας) της Βλαχίας(1448, 1456-1462 και 1476), ήταν δευτερότοκος γιός του Βλάντ Β΄ Δρακούλ (τον αποκαλούσαν Δράκο επειδή είχε ως έμβλημά του τον δράκο)- επίσης ηγεμόνα της Βλαχίας-και εγγονός από την πλευρά της μητέρας του( πριγκίπισσα Chneajna) του βοεβόδα της Μολδαβίας Αλέξανδρου του Καλού.

Από πολύ νωρίς, ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα του, είχε ενταχθεί στο Τάγμα των Ιπποτών του Δράκου μια μυστική οργάνωση με στόχο την προστασία της Χριστιανοσύνης και την εξόντωση των Οθωμανών. Τα μέλη της ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι. Ιδρυτής του τάγματος θεωρείται ο δεσπότης της Σερβίας Στέφανος Λαζάρεβιτς, ο οποίος είχε λάβει τον τίτλο του από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μανουήλ Β΄Παλαιολόγο- πατέρα του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα Κων/νου ΙΑ΄.

Ο πατέρας του Βλάντ αναγκάστηκε να συμμαχήσει με τους Οθωμανούς για να αποφύγει την εισβολή τους στη χώρα του. Το 1438 συνοδεύοντας τον Μουράτ Β΄στην εκστρατεία του εναντίον της Τρανσυλβανίας, προσπάθησε να προστατέψει τον τοπικό πληθυσμό από τις λςηλασίες των Τούρκων. Ο Μουράτ τον υποψιάστηκε και τον φυλάκισε στην Καλλίπολη. Για να τον ελευθερώσει(1444), ο Μουράτ απαίτησε την ομηρία των δύο νεώτερων γιών του: του Βλάντ και του Ράντου, που φυλακίστηκαν στα βάθη της Ανατολίας, στην πόλη Εγκριγκόζ.
Έτσι, τα παιδιά μεγάλωσαν ως όμηροι, φυλακισμένοι σ’ ένα χρυσό κλουβί, μακριά από όλους και όλα. Ο Ράντου δεν άργησε να εξωμοτήσει, αλλά ο Βλάντ αντιδρούσε συνεχώς στις προσταγές των Τούρκων, δημιουργούσε προβλήματα και οι τιμωρίες του ήταν πυκνές και σκληρές. Το μαστίγιο έπεφτε συχνά στο νεανικό και φλογισμένο κορμί του, ενώ έγινε κοινωνός διαφόρων βασανιστηρίων.

Ωστόσο, έμαθε τουρκικά και απέκτησε εξαιρετική στρατιωτική εκπαίδευση.

Στο μεταξύ, άρχισε να μισεί και τον Ράντου για την προδοτική στάση του, αλλά και τον ίδιο του τον πατέρα, θεωρώντας ότι είχε πατήσει τον όρκο του στο Τάγμα του Δράκου, ενώ απεχθανόταν τον πρίγκιπα Μεχμέτ (αργότερα Μωάμεθ ο Πορθητής).

 

Τον Δεκέμβριο του 1447 ο πατέρας του δολοφονήθηκε από επαναστάτες βογιάρους, κατ’ εντολήν του Ούγγρου βασιλιά Ιωάννη Ουνιάδη (John Hunyadi ή Γιάγκος της Hunedoara). Οικτρότερη ήταν η τύχη του πρωτότοκου αδελφού του Μιρτσέα, την ίδια εκείνη χρονιά που, τυφλωμένος με καυτά σίδερα από τους πολιτικούς του αντιπάλους, θάφτηκε ζωντανός.
Ήταν η εποχή που ο Βλάντ ήταν ελεύθερος να γυρίσει στον τόπο του. Πήγε μαζί με τον Τούρκο Σουλτάνο, ο οποίος εισέβαλε στη Βλαχία και τον τοποθέτησε στο θρόνο του ηγεμόνα, θεωρώντας ότι μπορούσε να τον ελέγχει. Συγχρόνως, εισέβαλε και ο Ουνιάδης, αλλά ο Βλάντ κατάφερε να ξεφύγει στη Μολδαβία, όπου έμεινε κάτω από την προστασία του θείου του Μπογκτάν Β΄μέχρι το 1451.

Όταν ο Μπογκτάν δολοφονήθηκε, ο Βλάντ ξέφυγε στην Ουγγαρία. Ο Ουνιάδης, εντυπωσιασμένος από τις γνώσεις και το απύθμενο μίσος που έτρεφε προς τον Μεχμέτ, τον χρησιμοποίησε ως προσωπικό βοηθό του.

Το 1456, τη στιγμή που οι Ούγγροι εισέβαλαν στη Σερβία για να εκδιώξουν τους Τούρκους, ο Βλάντ επιτέθηκε στη Βλαχία για να πάρει πίσω το θρόνο του. Και οι 2 πολεμοι στέφθηκαν με επιτυχία. Ο Ουνιάδης υπέκυψε από πανούκλα και ο Βλάντ έγινε ηγεμόνας της Βλαχίας, ως Βλάντ Γ΄.

 

Το 1460, όταν έφθασαν οι απεσταλμένοι από την, εδώ και επτά χρόνια αλωμένη, Πόλη για να ζητήσουν τον φόρο υποτέλειας, ο Βλάντ κάρφωσε τα τουρμπάνια στα κεφάλια τους και ξεκίνησε επίθεση στις περιοχές που κατείχαν οι Οθωμανοί, διασχίζοντας τον Δούναβη. Ο Χαμζά Μπέης που στάλθηκε με χίλιους ιππείς να τον αντιμετωπίσει κατατροπώθηκε∙ όλοι τους παλουκώθηκαν. Ήταν η αρχή του τρόμου που απλώθηκε σαν κατάρα στους Τούρκους.

Ο Μωάμεθ ο Πορθητής επιτέθηκε με εκατό χιλιάδες άνδρες- ένα τεράστιο στρατό, μπροστά στις λίγες χιλιάδες που διέθετε ο Βλάντ. Κι όμως. Με την τακτική του αντάρτικου και των αιφνιδιαστικών επιθέσεων, προκαλούσε απίστευτες απώλειες στους Τούρκους.

Ο Μωάμεθ επέμενε, ο στρατός του έφτασε στο Ταργκοβίστε, την πρωτεύουσα της Βλαχίας.

Έφτασε για να τρελαθεί από το σοκ των παλουκωμένων που είδε μπροστά του, ένα ζωντανό εφιάλτη, χειρότερο από όποια νοσηρή φαντασία και τράπηκε σε φυγή. Για άλλη μια φορά ο Δαβίδ είχε κερδίσει τον Γολιάθ…

 

Ο Μωάμεθ έφυγε, αφήνοντας πίσω του τον εξωμότη Ράντου ως διοικητή του τρομοκρατημένου στρατού. Ξαφνικά, ο πόλεμος έγινε εμφύλιος, με τα αδέλφια στις θέσεις των αρχηγών δύο αντίπαλων στρατών.

Τα πράγματα άλλαξαν. Ο μέχρι τότε αφοσιωμένος στρατός των Βλάχων, κουρασμένος από τις συνεχείς μάχες, πρόδωσαν τον Βλάντ και πέρασαν στο πλευρό των Τούρκων και του Ράντου.
Μόνος ο Βλάντ ζήτησε βοήθεια από το σύμμαχό του βασιλιά της Ουγγαρίας, Ματίας Κόρβιν(γιό του Ουνιάδη). Εκείνος, έχοντας έλθει σε συμφωνία με τον Ράντου, τον συνέλαβε(1462), τον έρριξε σ’ ένα απομονωμένο μπουντρούμι και τον ξέχασε για ένα διάστημα μεγαλύτερο των δέκα ετών.

Η σύζυγος του Βλάντ, ειδοποιημένη για την έλευση του εχθρού στο κάστρο τους, πήδηξε από το παράθυρο και πνίγηκε στα νερά του ποταμού Άργκες.

 

Όταν ο Βλάντ κατάφερε να αντικρίσει ξανά το φως της ημέρας, πέτυχε να πάρει και το αξίωμά του τον Νοέμβριο του 1476. Το τέλος, όμως, είχε σημάνει. Δύο μήνες αργότερα δολοφονήθηκε – μάλλον κατά τη διάρκεια μιας ακόμη άνισης μάχης εναντίον των Οθωμανών κοντά στο Βουκουρέστι- και η κεφαλή του στάλθηκε ως τρόπαιο στην Πόλη.

 

Ως ηγεμόνας, άσκησε αγροτική πολιτική, θέλησε να δημιουργήσει ένα κράτος δικαίου, αντιτάχθηκε έντονα στην αριστοκρατία και τους Σάξονες, αλλά ήταν πολύ σκληρός, συμπεριφορά που πολλοί απέδωσαν στα χρόνια που έμεινε όμηρος των Τούρκων. Προτιμούσε τη θανατική ποινή από όλες τις άλλες, και μάλιστα το παλούκωμα (εξού και το «παλουκωτής») ανεξάρτητα αν προοριζόταν για Οθωμανούς, ντόπιους ή άλλους.

 

Η σκόνη του χρόνου τον εξαφάνισε. Οι συκοφαντίες και οι μύθοι του τρόμου που τον μεταμόρφωσαν σε τέρας, έγιναν ψίθυροι, μέχρι που σίγησαν.

Έμεινε στην αφάνεια για αρκετούς αιώνες, μέχρι που ο εθνικός ποιητής της Ρουμανίας Μιχαήλ Εμινέσκου έγραψε το ποίημα «Οι Βρυκόλακες», την ερωτική ιστορία, του Άραλδου, βασιλιά των Αβάρων, ο οποίος δε διστάζει να ακολουθήσει την αγαπημένη του στον κάτω κόσμο, ως ζωντανός νεκρός, εμπνευσμένος από τα παραμύθια για τον Παλουκωτή.

Αυτός, όμως, που «ζωντάνεψε» χειρότερα τον Τσέπες, λίγα χρόνια αργότερα, στην εκπνοή του 19ου αιώνα( 1897) ήταν ο Ιρλανδός συγγραφέας Μπράμ Στόκερ, με το έργο του «Δράκουλας».

 

Η αλήθεια, άργησε, αλλά φανερώθηκε. Όλο και περισσότεροι αντιλαμβάνονται την σκευωρία και την παραποίηση της ιστορίας και της ζωής του.

Οι καταπατητές της ιστορίας παραμένουν οι ίδιοι, καμουφλαρισμένοι έξυπνα πίσω από ψεύτικες μάσκες για να κρύβουν την ασχήμια τους. Κάτι σαν το κρυμμένο πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέη. Μόνο που, αν θυμάστε, κι εκείνο κάποια στιγμή φανερώθηκε.