Δεν είμαι φανατικός ποδοσφαιρόφιλος, δεν είμαι οπαδός κάποιας ομάδας, παρακολουθώ μόνο τους μεγάλους αγώνες, και συνήθως από την τηλεόραση.
Δεν είμαι επίσης διανοούμενος, ώστε να μπορώ να φιλοτεχνήσω φράσεις όπως αυτή του Παζολίνι: «Το ποδόσφαιρο είναι η έσχατη ιερή παράσταση της εποχής μας. Ενώ άλλες, ακόμα και αυτή η θεία λειτουργία, βρίσκονται σε παρακμή, το ποδόσφαιρο είναι η μοναδική που μας απομένει». Ούτε είμαι έτοιμος να αποδεχτώ την πολυφορεμένη ρήση του Καμύ, ότι «όσα έμαθα στη ζωή περί τιμής και καθήκοντος, μου τα δίδαξε το ποδόσφαιρο». Δεν επίσης αρκετά πολιτικοποιημένος, για να κατανοήσω την φράση του Τσε Γκεβάρα «Το ποδόσφαιρο δεν είναι ένα ακόμη άθλημα, αλλά ένα όπλο της επανάστασης». Κατανοώ ωστόσο βιωματικά, τη φράση του ισπανού συγγραφέα Χαβιέρ Μαρίας, ότι το ποδόσφαιρο είναι «η εβδομαδιαία αναβίωση της παιδικότητας».
Υπάρχουν καλύτεροι εμού να μιλήσουν τεχνικά και κοινωνιολογικά για το ποδόσφαιρο. Έτσι κι αλλιώς έχουν ασχοληθεί με αυτό δεκάδες ερευνητές, αλλά και συγγραφείς και ποιητές, όπου γης – και μόνο στην Ελλάδα οι «εστέτ» του πνεύματος, τους αντιμετώπιζαν με σηκωμένο φρύδι.
Δικαιούμαι όμως να μιλήσω για την αδιανόητη ξινίλα που ξεχύθηκε στα social media ενάντια στον απλό κόσμο που τόλμησε να δείξει την χαρά του, να πανηγυρίσει, να κατέβει στο κέντρο της Αθήνας και των επαρχιακών πόλεων, καθώς και στις παροικίες του όπου γης, του ελληνισμού, για την πρόκριση στις 16 καλύτερες ομάδες του πλανήτη. Απλώς συνέβη αυτό που είπε ο πρωταγωνιστής της πρόκρισης, Γιώργος Σαμαράς, αλλά δεν το κατάλαβαν οι κήνσορες : Ήταν «ευκαιρία, να χαμογελάσουν και λίγο οι Έλληνες».
Ωιμέ! τόλμησαν οι έλληνες να χαμογελάσουν για το ποδόσφαιρο, να ξεχυθούν με ιαχές στις πολυκατοικίες και στις πλατείες των χωριών – οι οποίες μετατρέπονται τέτοιες μέρες σε μια τεράστια κερκίδα, όπου όλοι μαζί, σαν σε πανηγύρι, ζητωκραυγάζουν κάθε γκολ – τα ελάχιστα δηλαδή – της Εθνικής!
Κάποιοι επικριτές ανέσυραν φερ’ ειπείν από σκονισμένα ιδεολογικά μπαούλα τα παλιά τσιτάτα για το ποδόσφαιρο που είναι το «όπιο του λαού». Το οποίο όχι μόνο συμβάλει στον αποπροσανατολισμό από τα σοβαρά προβλήματά του, αλλά αναστέλλει και την αγωνιστικότητα του – αφού κατεβαίνει στους δρόμους να πανηγυρίσει για τα γκολ, αλλά δεν κατεβαίνει να αγωνιστεί για τα δικαιώματά του (σ.σ. και συ να θυμάσαι ότι τελευταία φορά που κατέβηκαν στους δρόμους για το ποδόσφαιρο – ως έλληνες, όχι ως οπαδοί ομάδων – ήταν για το «Γιούρο 2004». Από τότε όμως πέρασαν δέκα ολόκληρα χρόνια. Οι πανηγυρισμοί εκείνοι ήταν άραγε αυτό που καθήλωσε και απέτρεψε τον λαό από το αγωνιστικό πεζοδρόμιο;)
Κάποιοι άλλοι, δυσανασχέτησαν για τη νίκη, επειδή «ποιος ακούει αύριο τους ελληνοβλαβείς», ενώ ανέσυραν και γενίκευσαν, το φρικώδες σύνθημα, που ανεγκέφαλοι κάφροι – ελάχιστοι πάντως – είχαν φωνάξει το 2004, «Αλβανέ, δεν θα γίνεις έλληνας ποτέ». Πόσταραν επίσης τις βρισιές κάποιων εξ ίσου ανεγκέφαλων κάφρων στο ΦΒ της κολομβιανής Σοφίας Βεργάρα, για το «VamosColombia», στον αγώνα με την Εθνική μας. Τα γενίκευσαν γιατί εξυπηρετούσαν τις ιδεολογικές τους εμμονές, να «αποδείξουν» την …δηλητηριώδη ενστάλαξη εθνικιστικού μίσους που ασκεί η υποστήριξη προς την εθνική ομάδα και η χαρά για τη νίκη της!
Έγινε επίσης από άλλους, υπέρ το δέον αναφορά, στις ρήσεις περί «ελληνικής ψυχής», περί μεθυσιού των ελλήνων «από το νέκταρ του θριάμβου», περί «λιονταριών του Σάντος» και άλλα γραφικά παρόμοια. Αριστερό σάιτ έσπευσε αγωνιωδώς να μας γνωστοποιήσει – λες και δεν το ξέραμε – ότι «προκρίθηκε η Εθνική τους Σάντος, όχι η ελληνική ψυχή»!
Ας ησυχάσουν: Η Εθνική εκτός του «Γιούρο 2004» και του φετινού Μουντιάλ, ήταν ο καρπαζοεισπράκτορας στις διεθνείς λαμπερές ποδοσφαιρικές διοργανώσεις. Άρα δεν υπήρξε υπερκατανάλωση εθνολατρικού ποδοσφαιρικού λόγου στη χώρα τόσα χρόνια, άρα δεν ήταν αυτό που ανέδειξε την φασιστική δεξιά. Ας ησυχάσουν επίσης και οι καλόπιστα απορημένοι, για το υπερθετικό των χαρακτηρισμών.
Ο ποδοσφαιρικός λόγος σε όλον τον πλανήτη είναι ηρωικός . Παίρνει στοιχεία από την ιστορία και την μυθολογία του κάθε λαού, και τον προσαρμόζει στα ποδοσφαιρικά του δρώμενα. Μιλάει για ήρωες, θεούς, ημίθεους, μαχητές, Βίκινγκς, αετούς, πειρατές, λιοντάρια, κάστρα, γκολ κεραυνούς, επελάσεις, κανονιέρηδες κλπ. Ενδεικτικά, στο Μουντιάλ είχαμε: λιοντάρια (της Αγγλίας), αδάμαστα λιοντάρια (του Καμερούν), κόκκινη οργή (της Ισπανίας), μπλε σαμουράι (της Ιαπωνίας), δράκους (της Βοσνίας), πάντσερ (της Γερμανίας), σούπερ αετούς (της Νιγηρίας), μαύρα αστέρια (της Γκάνας), κόκκινους διαβόλους (του Βελγίου), αλεπούδες της ερήμου (της Αλγερίας), Πολεμιστές του Ταεγκούκ (της Νότιας Κορέας), και άλλα επικολυρικά παρόμοια, τα οποία είναι σύμφυτα με το άθλημα, γιατί το ίδιο είναι μια τελετουργία πολέμου. Εχει άμυνα, επίθεση, περιχαράκωση «ζωτικού χώρου» της κάθε ομάδας, στον οποίο αποτρέπεται η έξωθεν εισβολή. Εχει τέλος το γκολ που προσομοιάζει στη θανατική βολή (Είναι άκρως περιγραφική των ανωτέρων, η ρήση του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, «ο τερματοφύλακας είναι ένας μοναχικός αετός, ο τελευταίος υπερασπιστής»)!
Και φυσικά εμπεριέχει και το απρόσμενο, το άστατο, την ανατροπή της φυσικής τάξης πραγμάτων, που αποτελεί και την μέγιστη γοητεία του: Το ότι μια άτεχνη Εθνική Ελλάδας μπορεί να αναδειχθεί σε πρωταθλήτρια Ευρώπης!
Γιαυτό χαιρόμαστε πηγαία με τις νίκες της, απογοητευόμαστε από τις ήττες της, και – κυρίως- νιώθουμε τη χαρά του συνανήκειν.
Έτσι κι αλλιώς αυτά είναι προσωρινά. Μουντιάλ είναι, θα περάσει.
Γι’ αυτό, για όσο ακόμη είμαστε εκεί, Vamos εθνικάρα. Ό,τι και να γίνει απόψε, θα αναπολούμε στα μελλοντικά παιχνίδια, την ημέρα και τη χαρά της πρόκρισης στους 16, που μακάρι να γίνει στους 8.