iporta.gr

Τζάμπα μαύρος, του Χρήστου Χωμενίδη

 

 

 

 

 

 

 

 

 

* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας

 

 

 

 

 

 

 

 

“Η αδελφή σου η Έλλη ερωτεύτηκε έναν μαύρο.” “Γαύρο;” “Μαύρο, παιδί μου! Μαύρο!”

 

Στο πρόσωπο της μάνας μου, η οποία μου’ χε φέρει τα μαντάτα, ζωγραφιζόταν η έξαψη. Δεν ήμουν σίγουρος εντούτοις εάν επρόκειτο για ενθουσιασμό ή για πανικό. “Ε και;” συνέχισα ατάραχος να ξυρίζομαι. “Πρώτη φορά κάποια απ’ την οικογένειά μας μπαίνει σε τέτοια περιπέτεια! Σπάει τέτοιο ταμπού!” “Για τι λογής μαύρο πρόκειται;” ζήτησα, υπομειδιώντας, διευκρινήσεις. “Για μεταπτυχιακό φοιτητή από αμερικάνικο πανεπιστήμιο, ο οποίος ήρθε στην Ελλάδα να θαυμάσει τις αρχαιότητες; Ή για πλανόδιο πωλητή dvd από την Νιγηρία;” “Αλλάζει κάτι; Ό,τι κι αν είναι, είναι μαύρος!” “Ρατσίστρια σε βρίσκω…” “Ίσα-ίσα. Τους καμαρώσαμε τόσα χρόνια και τους λευκούς…”

 

Στο τελευταίο η μαμά δεν είχε άδικο. Εξ’απαλών ονύχων από κρεββάτι σε κρεββάτι και από εκκλησία σε δημαρχείο, η Έλλη δεν είχε δει προκοπή. Κατάπινε αμάσητα τα δολώματα του καθενός, αρραβωνιαζόταν, παντρευόταν, έστηνε νοικοκυριά και τα διέλυε κακήν-κακώς. Σπανίως ξεπερνούσαν οι σχέσεις της την τετραετία. Επέστρεφε με τσακισμένα τα φτερά στο πατρικό μας και -ύστερα από μια σύντομη περίοδο ανάρρωσης- ξανάβγαινε στο κουρμπέτι. Δεν το’ βαζε κάτω το κορίτσι. Αναζητούσε παθιασμένα το έτερον του ήμισυ.

 

Τα τελευταία ιδίως χρόνια πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Ο ένας γαμπρός μαράζωσε πριν απ’ την ώρα του, έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη, κοιτούσε μέρα-νύχτα το ταβάνι καταβροχθίζοντας κοψίδια ενώ οι λογαριασμοί φουσκώνανε στο μη παρέκει. Ο επόμενος τη φλόμωσε στις υποσχέσεις -ότι δεν είχε δήθεν τίποτα να φοβηθεί καθώς λεφτά υπήρχαν- ώσπου μπούκαρε ο δικαστικός κλητήρας με το χαρτί της κατάσχεσης. Ένας την κατηγόρησε ευθέως ότι μαζί τα φάγανε. (Ακόμα κι έτσι να’ χε συμβεί, εκείνος κρατούσε το πορτοφόλι της Έλλης.) Ένας άλλος τής ζήτησε να του εμπιστευτεί εν λευκώ την προίκα της προκειμένου να την πουλήσει και να ρεφάρουν. Και αλήθεια να έλεγε πως δεν τους έμενε άλλη λύση στο χάλι που βρίσκονταν, η Έλλη φρίκαρε. Τον μούτζωσε και τα έφτιαξε με τον “μαύρο”.

 

***

 

Μια Κυριακή πρωί ήρθε στο σπίτι να ζητήσει το χέρι της Έλλης από την μάνα μας. Εκεί, από σπόντα, τον πρωτοσυνάντησα κι εγώ. Επρόκειτο για ένα συμπαθέστατο παλικαράκι, νόστιμο και χαμογελαστό. Έδειχνε σέβας προς τη μέλλουσα πεθερά του κι έριχνε μελωμένες ματιές στην Έλλη. Όλα φάνταζαν ειδυλλιακά. Και ο πιό καχύποπτος θα πειθόταν πως ο νέος εκείνος διακατεχόταν από παθιασμένο έρωτα και εμφορούνταν από τις αγνότερες προθέσεις. Με μία διαφορά: Δεν ήταν μαύρος.

 

“Πού το ξέρεις εσύ ότι δεν είναι μαύρος;” μου επιτέθηκε η αδελφή μου. “Δεν το ξέρω. Το βλέπω. Το φούμο που’ χει απλώσει στο πρόσωπο και στα χέρια του ταιριάζει μόνο στις απόκριες. Άντε και σε κανένα ανέβασμα της “Καλύβας του Μπάρμπα Θωμά” από μαθητές του Δημοτικού. Να μην μιλήσω για την αφάνα-περούκα του!”

 

“Εμένα πάντως δεν μου φάνηκε για περούκα…” παρενέβη η μαμά. “Την επόμενη φορά θα του την τραβήξω” τις προκάλεσα. “Και για ποιο λόγο να μου παρουσιάζεται σαν κάτι που δεν είναι;” ρώτησε με εξοργιστική -και αφοπλιστική συνάμα- αθωότητα η Έλλη. “Διότι γνωρίζει προφανώς πόσο έχεις σιχαθεί τους λευκούς. Τόσο ώστε έχεις τυφλωθεί…” “Εάν δηλαδή ήταν γνήσιος μαύρος, θα τον ενέκρινες;” “Δεν ισχυρίστηκα κάτι τέτοιο. Τουλάχιστον όμως θα εκτιμούσα το γεγονός πως δεν με κοροϊδεύει κατάμουτρα.”

 

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  Δημοσιεύεται και στο capital.gr

The article expresses the views of the author

iPorta.gr