Δήμητρα Παπαναστασοπούλου
Κάθε άνθρωπος που καταφέρνει να αναδυθεί από τον πάτο μιας κοινωνίας και να γίνει διάσημος και πλούσιος έχει τους θαυμαστές, αλλά και τους πολέμιούς του. Το ίδιο συνέβη και στον γνωστότατο σε μας τους Έλληνες ως «Σαρλώ».
Ο Σερ Τσάρλς (Τσάρλι) Σπένσερ Τσάπλιν, αν και ποτέ δεν βρέθηκε το πιστοποιητικό γέννησής του, θεωρείται ότι γεννήθηκε στις 16 Απριλίου του 1889 στο Λονδίνο από γονείς (Τσάρλς Τσάπλιν και Χάνα Χάριετ Πέντλιγκχαμ Χιλ) καλλιτέχνες του μιούζικ χόλ. Ο Τσάρλι μεγάλωσε μέσα σε άθλιες συνθήκες και χωρίς την παρουσία του αλκοολικού πατέρα του, ο οποίος εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία ένα χρόνο μετά τη γέννηση του Τσάρλι. Η Χάνα υποχρεώθηκε να ζήσει μόνη με τα δύο μικρά παιδιά της, να εγκαταλείψει την καριέρα της και να δουλέψει ως ράφτρα, μετακομίζοντας σε όλο και πιο άθλια διαμερίσματα.
Το 1895 η Χάνα μπήκε ένα άσυλο φτωχών στο Λάμπεθ και ο Τσάρλι με τον αδελφό του Σίντνεϋ μεταφέρθηκαν σε σχολείο για ορφανά και εγκαταλειμένα παιδιά, μεγαλώνοντας σε φρικτές συνθήκες.
Η Χάνα δεν άντεξε και τρία χρόνια αργότερα κατέληξε στο άσυλο φρενοβλαβών του Κέϊν Χιλ. Ο πατέρας τους έκανε μια εντυπωσιακή εμφάνιση και κέρδισε δικαστικά την επιμέλεια των γιών του.
Η ζωή των παιδών δεν καλυτέρεψε. Ο πατέρας τους ψωμοζούσε με την ερωμένη του, επίσης αλκοολική, αδιαφορώντας για την τύχη των παιδιών του. Η Χάνα βγήκε για λίγο από το άσυλο, μετά ξαναμπήκε, τα παιδιά σέρνονταν μια στον έναν και μια στον άλλον γονιό τους, μέχρι που ο πατέρας τους πέθανε στα 37 του χρόνια, η μητέρα τους μπήκε ξανά στο άσυλο το 1903 και τα παιδιά έμειναν μόνα τους σε ένα φθηνό διαμέρισμα.
Η θεατρική σκηνή δέχτηκε τον μικρό Τσάρλι σε ηλικία μόλις πέντε ετών, μια βραδιά που η μητέρα του ήταν άρρωστη. Εμφανίστηκε στη θέση της, εκτελώντας με κωμικτό τρόπο ένα πολύ γνωστό τραγούδι, κάτω από καταιγισμό χειροκροτημάτων.
Με μεσολάβηση του πατέρα του, λίγο αργότερα, έγινε μέλος του παιδικού θιάσου Οι οκτώ λεβέντες του Λάνκασάϊρ, με μισθό μισή κορώνα την εβδομάδα. Τον Ιούλιο του 1903, λίγο μετά τον εγκλεισμό της μητέρας του στο άσυλο, έγινε μέλος ενός θιάσου και έπαιξε στο έργο Τζίμ, το μυθιστόρημα ενός Λονδρέζου. Υποδυόταν ένα χαμίνι στους δρόμους του Λονδίνου- βασικά τον εαυτό του…
Στη συνέχεια έπαιξε στην αστυνομική κωμωδία Σέρλοκ Χόλμς, η οποία είχε πολύ μεγάλη επιτυχία. Ο θίασος έφυγε για τουρνέ στην Αμερική τον Σεπτέμβριο του 1905, αλλά ο Τσάρλι δεν ακολούθησε. Την επόμενη χρονιά, ο Σίντνεϋ προσελήφθη να παίξει σε μιούζικ χολ και ο Τσάρλι στο θίασο Casey’s Court Circus. Δύο χρόνια αργότερα(1908), ο Τσάρλι μπήκε στο καστ του μιούζικ χόλ, στο οποίο συνέχιζε να παίζει ο Σίντνεϋ, στο ρόλο ενός μεθύστακα σε μια παράσταση παντομίμας στο Mumming Birds.
To φθινόπωρο του 1910, ο Τσάρλι ταξίδεψε με αυτόν τον θίασο στην Αμερική, όπου έμεινε σχεδόν ένα χρόνο. Επέστρεψε στην Αγγλία, μετέφερε την μητέρα του σε ένα καλύτερο ίδρυμα, και επέστρεψε με τον ίδιο θίασο στην Αμερική, όπου και παρέμεινε για πολλά χρόνια.
Τέσσερα χρόνια μετά(1914) υπέγραφε το πρώτο του συμβόλαιο με την εταιρία Κιστόουν του Μακ Σένετ, με αμοιβή 150 δολάρια την εβδομάδα και πρωταγωνίστησε στην πρώτη του κινηματογραφική ταινία Για να κερδίσει το ψωμί του, υποδυόμενος έναν απατεώνα που φορά κοστούμι λόρδου.
Στην Κιστόουν γύρισε συνολικά 35 ταινίες μικρού μήκους, σε ρόλους παραβάτη των κανόνων, έτοιμου πάντα για καυγά και ερωτύλου έως αηδίας, ενώ έκανε και μια απόπειρα σκηνοθεσίας στην ταινία Πιασμένος σε καμπαρέ.
Είναι η εποχή που ο Τσάρλι αρχίζει να διαμορφώνει τη φιγούρα που θα τον κάνει γνωστό σε όλο τον κόσμο: στενό σακάκι, μικρό καπέλο, το μουστάκι-βούρτσα, τεράστια παπούτσια και βάδισμα πιγκουϊνου…
Μόλις ένα χρόνο αργότερα(1915), ο Τσάρλι υπέγραψε συμβόλαιο με την εταιρία Εσανέϊ. Ο μισθός του ήταν 1.250 δολλάρια την εβδομάδα, είχε πριμ 10.000 δολλαρίων και κατοχύρωση της απόλυτης καλλιτεχνικής του ελευθερίας. Μαζί τους γύρισε 15 ταινίες, μεταξύ των οποίων ο Αλήτης, με την οποία καθιέρωσε το στύλ του περιπλανώμενου άνεργου και εισήγαγε ένα στοιχείο, το οποίο έμελε να το επαναλάβει πολλές φορές: ο ήρωας παρεξηγεί τη φιλία της «αγαπημένης» του, πιστεύοντας ότι τον αγαπά ερωτικά, για να εξαφανιστεί διακριτικά στο τέλος, όταν εμφανίζεται ο άνδρας που εκείνη πράγματι αγαπά.
Παρτενέρ του όσο εργάζεται για την Εσανέϊ είναι η δεκαεννιάχρονη Edna Purviance, πρώτη μούσα και ερωμένη του Τσάρλι Τσάπλιν.
Η απογείωση είχε συντελεστεί. Εκείνη τη χρονιά, ο 26χρονος Τσάρλι Τσάπλιν ήταν ο πιό διάσημος άνθρωπος στον κόσμο. Ο ουρανός τον περίμενε ανοιχτός και καταγάλανος. Εκείνος, σαν ένα πραγματικό χαμίνι που μεγάλωσε στους δρόμους, θα φρόντιζε να τον βάψει με σκουρότερες αποχρώσεις, που οφείλονταν στη συμπεριφορά του στις γυναίκες της ζωής του και στα παιδιά του.
Σύμφωνα με τον Πήτερ Άκροϋντ, ο οποίος έγραψε μια βιογραφία του Τσάπλιν το 2014, με τίτλο: Τσάρλι Τσάπλιν, Μια σύντομη ζωή, η Έντνα ήταν η πρώτη που βίωσε την άσχημη πλευρά του χαρακτήρα του, καθώς και την αδιαφορία του στο πρόσωπό της, όταν δεν τού ήταν πλέον απαραίτητη.
Τον Φεβρουάριο του 1916 υπογράφει συμβόλαιο με την εταιρία Μιούτσουαλ για 12 ταινίες, αμοιβή 10.000 δολάρια την εβδομάδα και πριμ 150.000 δολάρια. Σ’ αυτή του την συνεργασία (ο μετανάστης, ο ενεχειροδανειστής, ο τυχοδιώκτης κλπ) οι ρόλοι του χαρακτηρίζονται από τρελές καταδιώξεις σε περιορισμένο χώρο, τελειοποιεί την τεχνική της παντομίμας, τις χορευτικές του ικανότητες και τα διάφορα γκαγκ, ενώ εισέρχεται και ο σχολιασμός κοινωνικών προσβλημάτων (στην ταινία ο μετανάστης θίγεται το θέμα των άθλιων συνθηκών μετακίνησης των μεταναστών).
Τον Ιούνιο του 1917 υπογράφει με την Φέρστ Νάσιοναλ ένα συμβόλαιο 1 εκ. δολαρίων (Σκυλίσια ζωή, ο Σαρλό στρατιώτης, η μέρα πληρωμής, Προσκυνητής).
Η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους, το Χαμίνι, ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 1920. Στην αρχή δεν προσέλκυσε το ενδιαφέρον των διανομέων στην Αμερική, αλλά σημείωσε τεράστια επιτυχία στην Ευρώπη. Σ’αυτήν την ταινία, που συνδυάζει τη σάτιρα με το τραγικό στοιχείο, βρίθουν οι μνήμες της δύσκολης παιδικής ηλικίας του Τσάρλι Τσάπλιν.
Το 1925, η ταινία Χρυσοθήρας, η οποία συγκαταλέγεται στις καλύτερες όλων των εποχών, έσπασε τα ταμεία, αποφέροντας κέρδη πάνω από 5εκ. δολάρια. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν με πρωταγωνίστρια την ανήλικη Λολίτα Μακ Μάρεϋ, αλλά τελικά αντικαταστάθηκε από την Τζόρτζια Χέϊλ.
Ο δρόμος της τεράστιας προβολής και απόλυτης επαγγελματικής καταξίωσης ήταν λαμπερός: το Τσίρκο, τα φώτα της πόλης, Μοντέρνοι καιροί, ο μεγάλος δικτάτωρ- η πρώτη του ομιλούσα ταινία-, ο κύριος Βερντού(μια μεγάλη αποτυχία), τα φώτα της ράμπας, ένας βασιλιάς στη Νέα Υόρκη, η κόμισσα του Χόνγκ Κόνγκ ακολουθούν.
Το 1975, η βασίλισσα Ελισσάβετ τον ανακηρύσσει ιππότη.
Ο κοντούλης Τσάρλι Τσάπλιν χώρεσε στη ζωή του έναν σημαντικό αριθμό γυναικών: παντρεύτηκε 4 φορές και είχε πολλαπλάσιες εξωσυζυγικές σχέσεις (ό ίδιος ανέφερε ότι κοιμήθηκε με 2.000 γυναίκες!) Απέκτησε συνολικά 11 παιδιά (2 από τον δεύτερο γάμο, 8 από τον τέταρτο και 1 από τον πρώτο, που πέθανε λίγες μέρες μετά τη γέννησή του). Ο επικρατέστερος γάμος του ήταν ο τέταρτος, που κράτησε 34 χρόνια, με την Όνα Ο’ Νήλ (κόρη του Ευγένιου Ο’Νήλ), με την οποία είχε τεράστια διαφορά ηλικίας (36 χρόνια!)
Ο πρώτος σύντομος και, σχεδόν υποχρεωτικός, γάμος έγινε εσπευσμένα τον Οκτώβριο του 1918. Νύφη η 16χρονη στάρλετ Mildred Harris που νόμιζε ότι είχε μείνει έγκυος. Ο Τσάπλιν την παντρεύτηκε για να αποφύγει το σκάνδαλο, αλλά δεν είχε καμία διάθεση για οικογενειακές ευθύνες. Γρήγορα, απεδείχθη ότι δεν υπήρχε παιδί κι αυτό εξαγρίωσε τον Τσάπλιν. Έγινε απότομος και κυκλοθυμικός, εξαφανιζόταν για μέρες από το σπίτι. Τελικά, η Μίλντρεντ έμεινε έγκυος, το μωρό πέθανε μετά πό λίγες ημέρες κι εκείνη έπαθε νευρικό κλονισμό. Το 1920 πήραν διαζύγιο.
Την ίδια χρονιά (1920) ο Τσάπλιν γνώρισε ένα δωδεκάχρονο κοριτσάκι, την Lolita ή Lilita Mac Murray, η οποία θα εξελισσόταν στην γνωστή ως ηθοποιός με το όνομα Lita Grey. Ο Τσάπλιν υποχρεώθηκε να την περιμένει τέσσερα ολόκληρα χρόνια, μέχρι να γίνει 16 χρονών. Το 1924, η Λίτα, έχοντας και ένα μικρό ρόλο στην ταινία ο χρυσοθήρας, έμεινε έγκυος. Παντρεύτηκαν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας τον Νοέμβριο του 1924, για να αποφύγει ο Τσάπλιν τις όποιες ποινικές διώξεις. Στα τρία χρόνια που κράτησε ο γάμος τους απέκτησαν δύο παιδιά. Το διαζύγιο έγινε ευρέως γνωστό, ακούστηκαν πολλά άσχημα για τον Τσάπλιν και η Λίτα πήρε ως αποζημίωση το τεράστιο ποσό, για την εποχή, των 800.000 δολαρίων.
Το 1932, ο Τσάπλιν άρχισε μια σχέση με την 22χρονη ηθοποιό Paulette Goddard, με την οποία συνεργάστηκε και επαγγελματικά μέχρι το 1942. Θεωρείται τρίτος γάμος, αν και κανείς δεν φαίνεται να είναι σίγουρος. Η ερωτική σχέση άρχισε να έχει προβλήματα μετά το γύρισμα της ταινίας ο μεγάλος δικτάτορας.
Δεκαετίες αργότερα, όταν η Πωλέτ πληροφορήθηκε τηλεφωνικά τον θάνατο του Τσάπλιν, απάντησε: Και τι μ’ αυτό; Κλείνοντας απότομα το ακουστικό και αποδεικνύοντας ότι δεν τον είχε συγχωρήσει…
Το 1943, κι ενώ ο Τσάπλιν αντιμετώπιζε προβλήματα από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, με κατηγορίες ότι ήταν φιλοκομμουνιστής και ταυτόχρονα υπέρμαχος του πολέμου, η ερωτική του ζωή άνθισε ξανά. Γνώρισε και παντρεύτηκε την 18χρονη Όνα, την κόρη του γνωστού Ιρλανδού συγγραφέα Ευγένιου Ο’Νήλ. Ο σχεδόν συνομήλικος του Τσάπλιν, μέλλων πεθερός, έγινε έξαλλος και αποκλήρωσε την ατίθαση κόρη του.
Κανείς δεν πίστευε ότι αυτός ο γάμος θα στέριωνε και θα διαρκούσε μέχρι τον θάνατο του Τσάπλιν. Το ζευγάρι που βίωνε την απόλυτη ευτυχία , όπως έλεγε, απέκτησε 8 παιδιά.
Σε αρκετές βιογραφίες που γράφηκαν για τον Τσάρλι Τσάπλιν, αναφέρεται ότι μ’ αυτόν τον γάμο μεταμορφώθηκε σε πιστό και αφοσιωμένο σύζυγο. Ωστόσο, ακόμη κι αν γίνει πιστευτό ότι η συμπεριφορά του στην Όνα ήταν άψογη, όλα δείχνουν ότι ήταν απαράδεκτα σκληρός και κακότροπος σε όλα τα παιδιά του…
Ο Μάρλον Μπράντο, στην αυτοβιογραφία του, αναφέρει την σκληρή συμπεριφορά και τους δημόσιους εξευτελισμούς του Σίντνεϋ, ενός από τους γιούς του Τσάπλιν, με τον οποίο έπαιζαν μαζί στην ταινία η κόμισσα του Χόνγκ-Κόνγκ (1967). Ήταν το ίδιο παιδί που εξομολογήθηκε στον Μπράντο ότι ο πατέρας του συμπεριφερόταν πανομοιότυπα σε όλα του τα παιδιά. Και ο γνωστός ηθοποιός βαθαίνει το μαχαίρι, όταν αναφέρει ότι ακόμη και στον ίδιο ο Τσάπλιν φερόταν το ίδιο άσχημα:
«Μπροστά σε όλο το καστ, ο Τσάπλιν με επέπληξε και με ρεζίλεψε λέγοντάς μου ότι δεν είχα καμία αίσθηση επαγγελματικής δεοντολογίας και ότι ήμουν ντροπή του επαγγέλματός μου», γράφει, «επειδή είχα αργήσει 15 λεπτά στο γύρισμα. Ήταν, ίσως, ο μεγαλύτερος σαδιστής που είχα γνωρίσει ποτέ!»