iporta.gr

Τριάντα, του Αλέξανδρου Μπέμπη

 

 

Αλέξανδρος Μπέμπης

 

 

Την πρώτη φορά δεν μίλησα.”Θα ήταν τυχαίο”, σκέφτηκα.

Την δεύτερη το συζήτησα πολιτισμένα. Όπως πρέπει να είναι ο διάλογος ανάμεσα στα σύγχρονα ζευγάρια.

Την τρίτη, εκνευρίστηκα και ανεβάζοντας τόνο, επικαλέστηκα τη λογική τάξη των πραγμάτων.

Την τέταρτη, επειδή μόλις είχαμε πληροφορηθεί ότι περιμένουμε το πρώτο μας παιδί και δεν έπρεπε να διαταραχθεί η ψυχική της ηρεμία, επέλεξα σαν τακτική το χιούμορ με ισχυρή δόση αγγλικού φλέγματος.

Μέχρι να εμπεδώσω τη ζοφερή ζωή που μου επεφύλασσε το μέλλον, έμεινε έγκυος στο δεύτερο.

Ζω ένα δράμα, διότι δεν μπορώ πλέον να κρίνω αν μετά από τριάντα χρόνια μιθριδατισμού, το χιούμορ με έσωσε ή με ”έσωσε”.

 

Αλλά ας γίνουν τα πράγματα πιο συγκεκριμένα.

 

Ανοίγω το συρτάρι με τις κάλτσες και ψάχνοντας το ζευγάρι που θα ταίριαζε με το υπόλοιπο ντύσιμο, δεν βρίσκω ούτε ένα. 

Απεναντίας υπάρχουν 13 (ολογράφως δεκατρείς) μονές κάλτσες!

”Αγάπη μου, πού είναι τα ταίρια τους;”

”Εεε, δεν ξέρω τώρα.Βάλε άλλες”.

”Μα μωρό μου οι άλλες δεν ταιριάζουν με τα υπόλοιπα ρούχα”.

”Φόρεσε άλλα ρούχα”.

Λογικόν; Λογικότατον! Αφού κρατάει τριάντα χρόνια.

 

Γυρίζω από τη δουλειά κατά τις 17.30, κάθομαι να φάω και η σαλάτα είναι γεμάτη κουκούτσια λεμονιού.

”Φως μου, αφού έχουμε λεμονοστύφτη, γιατί στύβεις το λεμόνι με το χέρι και πέφτουν κουκούτσια στη σαλάτα;”

”Ε, καλά τώρα βγάλτα”.

”Μα ψυχή μου έρχομαι πεινασμένος, δεν γίνεται να βγάζ…”

”Ώχου, μη γίνεσαι φασίστας”.

Λογικόν; Λογικότατον! Αφού δεν το εννοούσε επί τριάντα χρόνια.

 

Έχει αποκοιμηθεί στον καναπέ με την τηλεόραση ανοιχτή και άφαντο το τηλεχειριστήριο. Το εντοπίζω ανάμεσα στο δεξί χέρι και το δεξί οπίσθιο.

”Πας καλά; Με ξυπνάς επειδή εσένα τώρα σου ήρθε η όρεξη;”

”Γλύκα μου, δεν σε βάζω χέρι. Το τηλεχειριστήριο ψάχνω”.

”Έκανα ζάπινγκ και αποκοιμήθηκα”.

”Το τραπεζάκι καρδιά μου είναι δίπλα σου. Κάνε ζάπινγκ με το αριστερό χέρι. Εκτός αν γουστάρεις ψαχουλεματάκι”.

”Μμμμ,το χιούμορ σου.” 

Λογικόν; Λογικότατον! Αφού κατά βάθος έτσι το σώσαμε.

 

Αρχίζω να κουμπώνω το φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο και του λείπει κουμπί.

”Καλά ρε γαμώτι μου. Τόσες φορές σου είπα μη σιδερώνεις και βάζεις στη ντουλάπα πουκάμισο που του λείπει κουμπί.
 Άστο το γαμημένο έξω. Εγώ θα το ράψω. Έχω μάθει να ράβω κουμπιά που να πάρει ο διάολος, τότε που ήμουν πρόσκοπος.”

”Καλά αγάπη μου μη φωνάζεις. Δεν μπορώ φωνές, μου ανεβαίνει η πίεση”

 

”Και η δική μου ανεβαίνει. Τριάντα χρόνια κάθε φορά η ίδια ιστορία. Δεν σ’ αντέχω άλλο”

”Τριάντα χρόνια πώς με άντεξες;”

Λογικόν; Λογικότατον! Αφού την άντεξα.

 

Τώρα φυσικά θα μου πείτε ”καλά εσύ περνιέσαι για τέλειος;”

Όχι ακόμη, αλλά έτσι που πάμε, δεν θα αργήσω να αγγίξω την τελειότητα.

 

Στο κάτω κάτω της σφαγής, αξίζει να σφαχτούμε για αυτά τα, έστω και επαναλαμβανόμενα, χαριτωμένα μικροπταίσματα;

Αφού την αγαπώ. Όπως τη πρώτη μέρα.

Λογικόν; Λογικότατον.