Το τελευταίο βιβλίο της αρθρογράφου “Από ξύλο και Ασήμι” κυκλοφορεί από την Διόπτρα
να ισχυρό παραισθησιογόνο από τον μακρινό Αμαζόνιο
Πολλοί λαοί του Αμαζονίου παίρνουν το απόσταγμα ενός βοτάνου του γένους banisteriopsis που το αποκαλούν αγιαχουάσκα (ή γιαχτσέ), και το οποίο προκαλεί αλλοιώσεις στα επίπεδα της συνείδησης, με έντονες ψευδαισθητικές εμπειρίες.
Πολλές παραδόσεις και θρύλοι αναφέρονται σ’ αυτό το ισχυρό φυτό, που είναι γνωστό και σαν «βότανο της ψυχής» ή «βότανο του θανάτου».
Σε κατάσταση μέθης, τα άτομα αισθάνονται ότι μεταφέρονται αυτόματα σε μια άλλη, μυθική ζωή. Υπό τους ήχους συγκεκριμένης μουσικής και την ακολουθία ενός ιδιαίτερου τελετουργικού, ο σαμάνος τους οδηγεί σ’ έναν μυθικό κόσμο. Τα άτομα βιώνουν την πραγματικότητα των μύθων και νοιώθουν τι σημαίνει να είναι κανείς μέλος μιας φυλής του άλλου κόσμου.
Σε κατάσταση μέθης έχουν παραισθήσεις, κατά τις οποίες εμφανίζονται μπροστά τους ισχυρές μυθικές οντότητες. Οι σαμάνοι είναι σε θέση να κατευθύνουν τις παραισθήσεις, έτσι ώστε οι μορφές των μύθων να εκλαμβάνονται ως πραγματικές. Το γεγονός αυτό ενισχύει την αίσθηση ότι τα πνεύματα και οι δαίμονες υπάρχουν πραγματικά.
Οι σαμάνοι της Ντεσάνα του Ρίο Βαουπές ανεβαίνουν σε μια σπηλιά και περιλούζονται με την ψυχοτρόπο σκόνη βιχό, για να συναντήσουν σε ένα αστρικό ταξίδι τον κυρίαρχο των ζώων. Σκοπός τους είναι να ανταλλάξουν τα ζώα που έχουν σκοτώσει στο κυνήγι με τις ψυχές των νεκρών της φυλής τους.
Ο λαός των Τουκάνο, που ανήκει στην ομάδα των Ντεσάνα, χρησιμοποιεί ένα παραισθησιογόνο ποτό που προέρχεται από το παραπάνω αναφερόμενο βότανο αγιακουάσκα, ή επί το λαϊκότερον γιαχτσέ. Μέσω ενός τελετουργικού, οι Τουκάνο έρχονται σε επαφή με την γυναίκα- γιαχτσέ, τη μητέρα και πρόγονο της φυλής τους.
Η σχέση της γυναίκας αυτής με το γιαχτσέ ερμηνεύεται από τον εξής μύθο: Κάποτε οι πρόγονοι των Τουκάνο κάθονταν στη μεγάλη μαλόκα (μεγάλος κοινοτικός χώρος). Εκεί βρίσκονταν συγκεντρωμένοι οι Ντεσάνα, οι Τουκάνο, οι Πίρα-Ταπούγια και οι Ουανάνο. Σκοπός όλων ήταν να μεταλάβουν το γιαχτσέ.
Μπροστά από τον κοινό εκείνο χώρο βρισκόταν η γυναίκα-γιαχτσέ, η οποία, αφού γέννησε το θεϊκό παιδί της, το καθάρισε με ένα φυτό, τα φύλλα του οποίου είναι κατακόκκινα από την κάτω πλευρά. (Ακόμη και σήμερα αυτά τα φύλλα χρησιμοποιούνται από τους ισχυρόταττους σαμάνους για τελετουργικούς σκοπούς).
Στη συνέχεια, η γυναίκα-γιαχτσέ προχώρησε στη μαλόκα κρατώντας το παιδί στην αγκαλιά της. Οι άντρες ζαλίστηκαν μπροστά στη θέα της γυναίκας και του παιδιού. Η γυναίκα στάθηκε στο κέντρο και ρώτησε ποιός ήταν ο πατέρας του παιδιού. Οι άντρες, όμως, λόγω της μέθης που τους προκάλεσε η θέα της, δεν μπορούσαν να απαντήσουν. Ακόμη και τα ζώα τους είχαν μεθύσει τόσο, που άρχισαν να τρώνε τις ουρές τους.
Η γυναίκα-γιαχτσέ ρώτησε ξανά: «ποιός είναι ο πατέρας αυτού του παιδιού;»
Τότε, ξεπρόβαλε από μια γωνία ένας άντρας και ισχυρίστηκε ότι εκείνος ήταν ο πατέρας. Αμέσως μετά, οι άντρες άρχισαν να μαλώνουν έντονα μεταξύ τους, καθώς όλοι πλέον διεκδικούσαν την πατρότητα.
Ύστερα, όρμησαν πάνω στο παιδί και το κομμάτιασαν. Καθένας πήρε ένα κομμάτι για λογαριασμό του λαού του και από τότε όλες οι φυλές είχαν από ένα δικό τους γιαχτσέ. Αυτά συνέβησαν στην απαρχή της δημιουργίας του χρόνου.
Πάνω στη δύναμη του παραισθησιογόνου, ο εκάστοτε σαμάνος χτίζει τη δύναμή του και κυριεύει το μυαλό και τη θέληση της φυλής. Αλήθεια, πόσο διαφέρει αυτή η παμπάλαιη, αρχαία μέθοδος από τις σημερινές μεθόδους άσκησης εξουσίας; Ίσως μόνο στο όνομα του «παραισθησιογόνου».