iporta.gr

Το τρένο της γιαγιάς, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

Ματίνα Ράπτη-Μιληλή

Το πατρικό μου σπίτι ήταν δίπλα στις γραμμές του τρένου. Έμαθα να ζω με τον ήχο των τρένων, με το τράνταγμα που ήταν ανάλογο με τον αριθμό των βαγονιών, πρίν αυτά γίνουν ηλεκτρικά και αδιαπέραστα από το βλέμμα όποιου τύχαινε να περπατά παράλληλα την στιγμή που περνούσαν.

‘Οταν ξενυχτούσα διαβάζοντας, περίμενα το μεγάλο, αυτό που πήγαινε Γερμανία, να αρχίζει να τραντάζει μελωδικά τη λάμπα πάνω στο γραφείο μου, εκείνη την κόκκινη την μεταλλική, πάντα γύρω στις τέσσερις τα ξημερώματα. Κανονικό ραντεβού!

Τα βαγόνια έμοιαζαν αμέτρητα και μέσα στην ησυχία της νύχτας ο ήχος εκκωφαντικός…το παράξενο είναι πως όλοι τον είχαν συνηθίσει και κανείς δεν ξυπνούσε πια από αυτόν! Σαν να είχαμε μαγευτεί ομαδικώς και ένα ξόρκι μας κρατούσε ανεπηρέαστους από τους περιοδικούς θορύβους κάθε δρομολογίου, μακάριους στην αγκαλιά του Μορφέα.

Στην πραγματικότητα ούτε την ημέρα καταλάβαινε κανείς πως κάθε τέταρτο σχεδόν περνούσε και ένα τρένο, μικρό ή μεγάλο, δεν είχε σημασία…

Όταν μετακόμισα πρώτη φορά δεν μπορούσα να κοιμηθώ καλά στις αρχές. Δεν ήξερα τί με ενοχλούσε… Βγήκα στην βεράντα και αφουγράστηκα την νύχτα κι εκεί γύρω στις 4 ο απόηχος μιάς ταχείας με έκανε να συνειδητοποιήσω πως μου έλειπε αυτός ο μονότονος θόρυβος που είχε τελικά μάλλον κάτι το υπνωτιστικό για όσους το έχουν ζήσει για πολλά χρόνια.

Αυτό ήταν το τρένο της γιαγιάς…’Ετσι το λέγαμε. Γιατί στην ίδια αυλή ήταν και το πατρικό του μπαμπά και η γιαγιά με τα μισοφόρια και την γκρι μαντίλα, η γιαγιά Σταματίνα, ήταν εκεί, κάτω από την κληματαριά όσο εμείς παίζαμε στην κούνια της μεγάλης καρυδιάς και ακούγαμε –μάλλον δεν ακούγαμε- τα τρένα να περνούν.

‘Ετσι είχαν τα πράγματα. Η γιαγιά δεν θυμάται μέρα στην ζωή της μακριά από τις γραμμές. Ο μπαμπάς θυμάται την εποχή που δεν υπήρχαν συρματοπλέγματα να μας προστατεύουν από το επικίνδυνο πήγαινε-έλα στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Παλιά, πριν και οι δυό πλευρές της γέφυρας φυτευτούν με πεύκα και τα συρματοπλέγματα γεμίσουν κισσούς και κόψουν την γειτονιά στα δυό, σαν μιά καταπράσινη μαχαιριά.

Κάποτε είδα τρένα να περνάνε γεμάτα φαντάρους. Καλοκαίρι επιστράτευσης το είπανε και ήμουν πιτσιρίκα αλλά θυμάμαι πως είχα τρομάξει πολύ. Οι διακοπές έληξαν βίαια εκείνο το πρωί, οι μεγάλοι έτρεχαν αναστατωμένοι και εγώ φοβήθηκα πως κάποιο τρένο μπορεί να πάρει και τον δικό μου μπαμπά μαζί με τους φαντάρους που πετούσαν χαρτάκια από τα παράθυρα των βαγονιών με τηλέφωνα των οικογενειών τους που μέσα στην αναμπουμπούλα δεν πρόλαβαν να ειδοποιήσουν…

Κάποτε κατέβηκα στις γραμμές σκαρφαλώνοντας στο φανάρι του σταθμού που είναι ακριβώς έξω από το σπίτι, για να σώσω κάτι νεογέννητα γατάκια που κλαψουρίζανε μέσα στην νύχτα απελπισμένα… Βρήκα μια τρύπα στο συρματόπλεγμα και βρέθηκα 3 μέτρα κάτω από τον δρόμο ανάμεσα στους πετρόκτιστους πλαινούς τοίχους που είχαν οι ράγες δεξιά και αριστερά.

Κόλλησα στις πέτρες με την πλάτη και δεν σκέφτηκα στιγμή πως αν εκείνη την ωρα ερχόταν τρένο δεν υπήρχε ούτε χώρος να προφυλαχτώ, ούτε χρόνος να ξανασκαρφαλώσω πάνω.΄Αγνοια κινδύνου το είπανε οι μεγάλοι και δεν το ξαναέκανα. Τα γατάκια έζησαν.

Κάποτε ο ήχος ενός τρένου που έμοιαζε να μην τελειώνει το πέρασμά του με έκανε να προσέξω ένα κάδρο στον απέναντι τοίχο που άρχισε να χορεύει παράξενα. Πράγμα που δεν είχα δει ποτέ ξανά να συμβαίνει ακόμα και με το μεγάλο, αυτό της Γερμανίας ! Χρειάστηκε λίγη ώρα μέχρι να καταλάβουμε πως ήταν σεισμός και μάλιστα μεγάλος και να πεταχτούμε με τρόμο έξω από το σπίτι.

Το αστείο είναι πως εκείνο το πρώτο βράδυ και αφού ενημερωθήκαμε περί του μεγέθους και τα ρέστα, κοιμηθήκαμε κανονικά στα κρεββάτια μας! Εκείνες τις εποχές, προ ίντερνετ και ιδιωτικής τηλεόρασης ο κόσμος δεν τρόμαζε και πολύ εύκολα…ή τουλάχιστον τρόμαζε με χρονοκαθυστέρηση. Όση έκανε και η πληροφορία να κάνει τον κύκλο της.

Το επόμενο βράδυ θυμάμαι, φιλοξενήσαμε μιά οικογένεια φίλων που έμεναν στο κέντρο της Αθήνας και φοβόντουσαν να κοιμηθούν στον 5ο όροφο της πολυκατοικίας τους.

Πέσαμε αργά για ύπνο, λίγο η κουβέντα, λίγο ο φόβος που ενώνει τους ανθρώπους, λίγο τα παϊδάκια στο τζάκι, λίγο οι μετασεισμοί… Φτιάξαμε μιά ωραία στρωματσάδα…όταν κατά τις 4 τα ξημερώματα ο μπαμπάς της φιλοξενούμενης οικογένειας πετάχτηκε έντρομος, άρπαξε την κόρη του στην αγκαλιά του και άρχισε να φωνάζει:«Παναγία μου ….σεισμόοοοος, όλοι έξω γρήγοραααα…»

Είδαμε και πάθαμε να του εξηγήσουμε…

Το ίδιο ακριβώς έπαθε χρόνια μετά και ο σύζυγος, εκείνο το πρώτο Πάσχα που πέρασε στο πατρικό μου. Το άλλο πρωί μας περιέγραφε πως νόμιζε μέσα στην νύχτα και την τρομάρα του ότι ήταν στο στρατό και έψαχνε να βρει το όπλο του! Άντρες!

Κάποτε μάθαμε πως λίγο πιο κάτω, κοντά στα δίφραχτα αυτοκτόνησε μιά κοπέλα…Την ήξερα κιόλας από το σχολείο. ‘Ενα λεπτό, πολύ χλωμό κορίτσι με φοβισμένο βλέμμα… Δεν κάναμε παρέα, δεν είχε φίλους…Την θυμάμαι σχεδόν πάντα μόνη της στο προαύλιο. Στις εκδρομές πάλι, καθόλου. ΄Ηταν όμορφη αλλά δεν το ήξερε. Με πληγώνει η σκέψη πως ποτέ δεν της είπα μια κουβέντα. Αργότερα μάθαμε πως η αυστηρότητα στο σπίτι της, ο δεσποτικός μπαμπάς…κτλ κτλ κτλ. Δεν το συζητάει κανείς. Ούτε και στο reunion που κάναμε μετά από πολλά χρόνια μίλησε κανείς για εκείνο το διάφανο πλάσμα. Σαν να μην υπήρξε ποτέ.

Κάποτε γράφαμε τα τρένα με «αι». Δυσκολεύομαι ακόμα να αναγνωρίσω τη λέξη όταν την βλέπω στο χαρτί ή στην οθόνη του υπολογιστή, έτσι κουτσουρεμένη και ορφανή. Το μάτι μου αντιδρά αλλά η λογική επικρατεί και δεν σταματάει πια το βλέμμα μου στην γραφή τους, όπως κάποτε σταματούσαν κι αυτά στο φανάρι πριν τον σταθμό για αρκετή ώρα.

Οι επιβάτες τότε σηκώνονταν να ξεμουδιάσουν και έβγαζαν τα κεφάλια τους από τα παράθυρα για να πάρουν καθαρό αέρα, να καπνίσουν, να χαζέψουν εμάς που τους χαζεύαμε από τον δρόμο.

Τα τρένα με τον χρόνο που πέρασε έγιναν ηλεκτρικά. Περνάνε σαν την αστραπή και χάνονται πριν προλάβεις να δεις έστω και μια φιγούρα πίσω από τα τζάμια τους που πια δεν ανοίγουν, για λόγους ασφαλείας μάλλον.

Σκέφτομαι πως ποτέ δεν μπήκα σε ένα από αυτά τα τρένα τα παλιά για να με πάει κάπου, οπουδήποτε. Να με πάνε μιά βόλτα νανουριστική από αυτές που δεν σκέφτεσαι τίποτα, μόνο τον δρόμο. Να χαζεύω τα τοπία που εναλλάσονται στο κάδρο του τζαμιού και τους σταθμούς να αλλάζουν ονόματα.

Να βρεθώ σε ένα «κόμβο» και να γελάσω με τα απρόοπτα και τις ατυχίες που όμως θα έχουν πάντα αίσιο τέλος, να ζήσω μια περιπέτεια από το πουθενά, να ζήσω ένα μυστήριο σαν αυτά της Αγκάθα Κρίστι, να πω την ιστορία μου σε έναν άγνωστο και να τον βλέπω να κατεβαίνει στον επόμενο σταθμό και να χάνεται παίρνοντας μαζί, αγκαλιά με την καλοδιπλωμένη καμπαρντίνα του, τις αναμνήσεις, τις χαρές, τα βάσανά μου, να αποκοιμηθώ με το κεφάλι στο θολό τζάμι και να αφήσω τις ράγες να αποφασίσουν για μένα, το πότε και αν θα τελειώσει αυτό το αναπάντεχο ταξίδι με το τρένο της γιαγιάς.

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr