Ομιλία για Λουκία Ρικάκη – Λαχανιά Ρόδος, Σεπτέμβρης 2014
“Είναι η πρώτη φορά που μιλώ για τη Λουκία μετά τον θάνατο της. Όχι ότι δεν τη σκέφτομαι, όχι ότι δεν μιλώ γι αυτήν, αλλά δημόσια είναι η πρώτη φορά.
Στην αρχή, όταν μου προτάθηκε, δίστασα να μιλήσω για μια φίλη που μάλιστα δεν βρίσκεται πια ανάμεσα μας, μετά όταν κάθισα να γράψω αυτά εδώ, είδα ότι θα μπορούσα να μιλώ για ώρες, αλλά μη τρομάξετε ήδη είχα καθορίσει τον χρόνο να μην υπερβώ τα 15 λεπτά.
Θα με συγχωρήσετε, αλλά απόψε έχω την ανάγκη να μιλήσω κυρίως σαν φίλη της.
Για αυτή την ομιλία χρησιμοποίησα σημειώσεις από κείμενα μου για την Λουκία με μία δυσάρεστη λεπτομέρεια ότι σε πολλά σημεία χρειάστηκε να αλλάξω τον χρόνο. Έτσι έγινε από Ενεστώτας, Παρατατικός και Αόριστος. Αυτά έχει όμως ο θάνατος που μεσολάβησε.
Θα ξεκινήσω λοιπόν με τις τελευταίες της διακοπές.
Ήταν η αρχή του τελευταίου καλοκαιριού της ζωής της, τότε όμως κανείς από τις δυο μας δεν το γνώριζε αν και ξέραμε ότι ήδη είχε νοσήσει με καρκίνο. Μετά τον θάνατο της έμαθα ότι η οικογένεια της γνώριζε από την αρχή ότι είχε δηλαδή μόνο οκτώ μήνες, μιας όμως και η δική μου πληροφόρηση προερχόταν από την ίδια αποκλειστικά, που αγνοούσε αυτή τη φριχτή πραγματικότητα, μου είχε μεταδώσει την αισιοδοξία της μετά το πρώτο αρχικό σοκ της διάγνωσης. Δεν είχε σταματήσει να κάνει σχέδια για ταινίες, για ταξίδια, για ζωή γενικότερα με τη αυξανόμενη αισιοδοξία του ανθρώπου που κι αυτό το δύσκολο που έτυχε θα το ξεπεράσει.
Από τα μέιλ που γράφαμε κάθε μέρα αυτό το διατήρησε μέχρι το τέλος. Είναι εντελώς αλήθεια ότι δεν λύγισε, ότι πίστευε ότι θα νικήσει, κι εγώ ξαφνιάστηκα που δεν νίκησε, και δεν σταμάτησε να κοινοποιεί καθημερινά την πορεία της ασθένειας της μέσω των blog της και με κάθε μέσο στο σύμπαν! Λέω τη λέξη σύμπαν γιατί ήταν μια αγαπημένη έκφραση της ίδιας όταν ήθελε να πει για κάτι ότι το ξέρουν όλοι! Όταν, για παράδειγμα, τη ρωτούσα για ένα γεγονός, ποιος άλλος το ξέρει, απαντούσε με έναν φυσικό, αφοπλιστικό τρόπο, «Α στην Αθήνα, το σύμπαν!» Αυτή ήταν η Λουκία, διαυγής, ειλικρινής, άμεση, αθώα, γενναιόδωρη!
Ήταν λοιπόν εκείνο το τελευταίο καλοκαίρι όταν σκέφθηκα να της προτείνω να πάμε οι δυο μας στη Χάλκη. Μπορεί πολύ βαθιά να διαισθανόμουν ότι θα ήταν πολύτιμες αυτές οι στιγμές και ίσως δεν θα είχαμε ποτέ την ευκαιρία να τις ξαναζήσουμε, όπως κι έγινε. Πέθανε μόνο τέσσερις μήνες μετά.
Της είπα για το τρικ που κάνω εγώ κάθε φορά που έχω να αντιμετωπίσω κάτι δυσάρεστο, όπως η επίσκεψη στον οδοντογιατρό ή σε γιατρό γενικότερα. Κάνω λοιπόν ότι έχω να κάνω υποχρεωτικά, αλλά στο τέλος φροντίζω να έχω πάντα κάτι ευχάριστο να με περιμένει. Από το πιο απλό και εύκολο όπως έναν καφέ με φίλη μου, μέχρι ένα ταξίδι. Η Χάλκη λοιπόν θα ήταν το ευχάριστο στο τέλος της θεραπείας να την περιμένει. Στο κάτω-κάτω έτεινα κι εγώ να πιστέψω ότι το πρόβλημα δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα αθώο ροζ συννεφάκι στον εγκέφαλο, όπως είχε χρωματίσει τη μάζα στην μαγνητική και το είχε ανεβάσει στο blog της.
Εκείνη τη νύχτα στο e-mail, της περιέγραψα ενθουσιασμένη αυτή την προοπτική. Βέβαια, της έγραψα ότι κάνει πολύ ζέστη, αλλά της υποσχέθηκα υπέροχη θέα από τη βεράντα του σπιτιού. Μου απάντησε ότι λατρεύει τη ζέστη, και ότι έχει ανάγκη από ξεκούραση και ότι ήταν καλή ιδέα. Κάπως σαν Θέλμα και Λουίζ θα είμαστε, της είπα, και μάλιστα το έβαλα για τίτλο εκείνη τη νύχτα στο e-mail.
Το πρώτο που με ρώτησε με κρυμμένη αγωνία ήταν αν θα βρίσκαμε στη Χάλκη βερίκοκα και κρεμμύδια. Της απάντησα ότι κρεμμύδια σίγουρα θα βρίσκαμε γιατί τα χρησιμοποιούν στις σαλάτες αλλά για τα βερίκοκα δεν ήμουν σίγουρη.
Η Λουκία κατέφθασε και με περίμενε σε ένα καφέ κοντά στο αεροδρόμιο που είχε το όμορφο όνομα airport view, με ένα σακίδιο γεμάτο βερίκοκα που πήρε τελευταία μέρα από τη λαϊκή για να διατηρηθούν, λίγα κρεμμύδια και λεμόνια. Όταν αργότερα της είπα ότι θα γράψω ένα κείμενο για το ταξίδι μας και τη ρώτησα αν μου επιτρέπει να αναφέρω τα βερίκοκα, μου είπε να μη ξεχάσω τα κρεμμύδια και τα λεμόνια. Έτσι, λοιπόν, στη Χάλκη φτάσαμε φορτωμένες από τη λαϊκή της γειτονιάς της.
Εκεί, πέρα από τις ατέλειωτες κουβέντες μας και εξομολογήσεις, ίσως και να είχε αυτή την ανάγκη, σκέφθηκα αργότερα, είχε ριχτεί στο διάβασμα Το μυστήριο της ίασης του Άντονι Μπλουμ και το Βάδιζε υγιαίνων του Φιλόθεου Φάρου. Ωστόσο τηρούσε με ιεροτελεστία όσα της είπε ο ομοιοπαθητικός της, ο ολιστικός γιατρός της, ο ινδός θεραπευτής ayurveda της και το κινέζικο ωροσκόπιο που δεν παρέλειπε να διαβάζει κάθε πρωί, πρώτη δουλειά, από το i-phone της.
Δηλαδή, τρώει πρώτα τα βερίκοκα, μετά σπάει τα κουκούτσια που είναι αντικαρκινικά. Συνεχίζει με γιαούρτια που ανακατεύει μία σκόνη βιταμινών και ενδιάμεσα νερό με φέτες λεμόνι. Τα κρεμμύδια θα είναι τη νύχτα στο εστιατόριο. Όλα αυτά κάθε μέρα λίγο πριν πάμε για δείπνο. Εγώ γελώ αλλά δεν πτοείται. Μόνο μου εξηγεί τις ευεργετικές ιδιότητες τους.
Βέβαια είχαμε κι ένα μικρό δράμα όταν έσπασε η οθόνη του i-phone της, αλλά τα κατάφερε μια χαρά και με σπασμένη οθόνη.
Στο μοναστήρι του Αι Γιάννη συναντήσαμε έναν καλόγερο, που δεν ήταν πραγματικός καλόγερος, και μας είπε ότι του Άγιου δεν του αρέσει να τελειώνει το λάδι στο καντήλι και του κτυπά την πόρτα του κελιού κάθε φορά που το καντήλι σβήνει. Διηγείται πως τον επισκέφθηκε ο Άγιος πολλές φορές αυτοπροσώπως. Εγώ τον κοιτώ δύσπιστα, ενώ αντίθετα η Λουκία τον ακούει σοβαρά με κατάνυξη γιατί πιστεύει στα θαύματα.
Τα τελευταία χρόνια είχε γράψει δύο βιβλία που είχα την τύχη να τα παρουσιάσω εδώ και στην Αθήνα. Και τα βιβλία της και οι ταινίες της ήταν αυτοβιογραφικές ή πιο σωστά εκεί μέσα υπάρχει ατόφια η αληθινή αυτοβιογραφία του συναισθήματος της.
Το ένα ήταν «Τα παραμύθια της Αγάπης και της Ελπίδας».
Η γνωριμία με τα παραμύθια ήταν αρχικά σαν μακροσκελή μηνύματα στο κινητό μου. Κατόπιν στην πρώτη-πρώτη τους ακατέργαστη μορφή σαν e-mail στον υπολογιστή μου. Ξέρω ότι τα έγραψε κάτω από τον καυτό ήλιο σε μια βεράντα ξενοδοχείου στην απεραντοσύνη της Νότιας Ρόδου. Στον υπολογιστή μου εμφανίστηκαν με την δαντελωτή κόκκινη υπογράμμιση γιατί από τη βιασύνη της να μη χάσει τον ειρμό ή να προλάβουν τα δάκτυλα της την έμπνευση, ξεχνούσε τόνους και σύμφωνα, αλλά σε λίγο αυτό δεν είχε πια σημασία γιατί σε συνέπαιρναν και αντιλαμβανόσουν τα διαμαντάκια που έλαμπαν στο κείμενο. Μπορεί να γράφτηκαν σε μια βεράντα στη Νότια Ρόδο, αλλά οι λέξεις μαζεύτηκαν από τα ταξίδια της σε χώρες της Ανατολής και αλλού. Διαβάζοντας τα τότε θυμήθηκα με κάποιες ενοχές, μια κουβέντα μας που της είπα ότι ταξιδεύει τόσο γρήγορα από τον ένα τόπο στον άλλο και οι εντυπώσεις εναλλάσσονται με τέτοιους ρυθμούς που δεν προλαβαίνει να συλλογιστεί πάνω στο ταξίδι. Αυτό που κάνω εγώ δηλαδή, ίσως και οι περισσότεροι άνθρωποι. Ήταν όμως φανερό ότι αυτό δεν συνέβαινε τελικά με τη Λουκία. Τις πληροφορίες για τον κόσμο τις έπαιρνε έτσι κι αλλιώς.
Αν και γνωρίζω πως γράφονται τα κείμενα μπήκα στο πειρασμό να σκεφθώ, πως γίνεται ένας άνθρωπος που είναι επιδέξιος με τις μηχανές, που αγαπά το διαδίκτυο και είναι ήδη στο αεροπλάνο για κάπου αλλού πριν κατακάτσει η σκόνη από το προηγούμενο ταξίδι, πώς γίνεται λοιπόν, να γράψει αυτά τα παραμύθια λες και στοχαζόταν ολημερίς, σαν Πέρσης σουφής, κάτω από ένα πλατάνι ατέλειωτες ώρες αργίας και δίχως να κάνει τίποτα άλλο.
Κατόπιν, θυμάμαι, οι δυο μας ένα ολόκληρο απόγευμα μέχρι αργά το βράδυ καθισμένες σε ένα καφέ να διαβάζουμε τα τυπογραφικά δοκίμια και να συζητάμε πάνω σε αυτά. Κάθε νέα τους εκδοχή ήταν καλύτερη από την προηγούμενη. Όταν πήρα το τυπωμένο βιβλίο στα χέρια μου ήταν καλύτερο από ότι το θυμόμουν. Το βιβλίο είναι απέναντι από το γραφείο μου, το ξαναπήρα στα χέρια μου πριν λίγο καιρό και διαπίστωσα από την απόσταση του χρόνου πια πόσο πραγματικά καλό είναι. Όλα ζυγισμένα με απόλυτη ακρίβεια χωρίς ούτε μία λέξη να περισσεύει ή να χρειάζεται επιπλέον.
Όσο για το βιβλίο «Κράτησε με» εμφανίστηκε κι αυτό μια μέρα στον υπολογιστή μου, και με τον τίτλο «πες γνώμη» με προέτρεπε να της πω τη γνώμη μου για τις δυο εκδοχές της ιστορίας της ταινίας της. Η μία εκδοχή ήταν καθαρά σεναριακή και η δεύτερη ήταν αυτή που έχει το βιβλίο σήμερα. Χωρίς δισταγμό επέλεξα την δεύτερη. Νομίζω και οι άλλοι που υπέβαλε το ίδιο ερώτημα θα της είπαν το ίδιο και χάρηκα όταν μου είπε ότι θα εξέδιδε το βιβλίο τελικά με αυτή τη μορφή.
Δεν είναι ένα μυθιστόρημα, δεν είναι ούτε σενάριο, αλλά ένα σύνθετο βιβλίο που γράφτηκε με αφορμή την ταινία. Θα μπορούσε να είναι ένα παιχνίδι, ένα πείραμα, κάτι σαν ομαδική ψυχοθεραπεία.
Ο αναγνώστης πρέπει να ανασυνθέσει το παζλ της μνήμης και προτρέπεται να ζήσει τη δική του ιστορία.
Το «κράτησε με», ξεκίνησε, όπως είναι γνωστό από το διαδίκτυο, με θέμα την απώλεια. Ωστόσο κάποιες φορές γίνεται η ομολογία μιας συγνώμης ή λόγων που δεν ειπώθηκαν στην ώρα τους. Έτσι γινόμαστε αποδέκτες αυτών των λόγων και σπάνιων εξομολογήσεων που κανονικά δεν μας ανήκουν. Είναι μια εξερεύνηση στο καμένο πεδίο της απουσίας της αγάπης.
Μπήκα στον πειρασμό, εδώ, να σας αντιγράψω ένα μήνυμα από το κινητό μου, που μου το έστειλε τότε μία φίλη με αφορμή το βιβλίο της Λουκίας: Ο καιρός του έρωτα, δεν είναι ποτέ καιρός χαμένος, έλεγε το μήνυμα και αυτό ήταν κάτι που η Λουκία επίσης γνώριζε καλά.
Την ηρωίδα της θα μπορούσε κάποιος βιαστικά να την χαρακτηρίσει κυνική η ακατανόητη Κάθε άλλο. Είναι απελπισμένη. Δεν είναι παρά μία κραυγή για βοήθεια για έναν αδιάφορο κόσμο, ερμητικά κλειστό και κουφό στις εκκλήσεις των πιο ευαίσθητων μελών του. Ένα κορίτσι, εν ολίγοις, σαν από παλιά ταινία του Τζέιμς Ντην, για τα οργισμένα νιάτα. Πάνω απ’ όλα είναι η πάλη της ίδιας της Λουκίας με την τραυματική και εξεγερμένη παιδική της ηλικία.
Και είναι κακό βέβαια να υπάρχουν αυτά τα τραύματα. Είναι όμως τα τραύματα, αυτά ακριβώς, που δημιουργούν τις εμμονές μας. Και χωρίς δισταγμό θα πω: ότι είναι οι εμμονές που δημιουργούν την τέχνη.
Κλείνοντας θα πω ότι διατηρήσαμε αλληλογραφία μέχρι δύο βδομάδες πριν το τέλος. Αν και τότε πια τα τελευταία της e-mail και μηνύματα ήταν ακατανόητα. Ανακατεμένα γράμματα, που ήταν αδύνατον να μαντέψεις τις λέξεις που έκρυβαν. Καταλάβαινα ότι ο όγκος μέσα σε εκείνο το έξυπνο κεφάλι μεγάλωνε και της προκαλούσε ανεπανόρθωτη ζημιά. Ωστόσο της απαντούσα λέγοντας τα νέα μου, χωρίς να αναφέρω ότι δεν έβγαζα νόημα από τα δικά της.
Όταν με πήρε ο Νίκος ο Νικολαΐδης, ο σύντροφος της, να μου πει ότι η Λουκία πέθανε δεν μπορούσα να το πιστέψω. Όσο και να το περιμένεις το τελεσίδικο, όπως ο θάνατος, έχει μια δύναμη καταλυτική. Τα mail της είναι ακόμη στον υπολογιστή μου. Όπως και το όνομα της στο κινητό μου δεν το έσβησα. Τα θέλω εκεί να υπάρχουν.”