iporta.gr

Το στοίχημα της φουρνάρισσας, του Κωστή Α. Μακρή

Εργένης ήμουνα, δουλειά είχα, λεφτά αρκετά για να ζω μόνος μου και να μην κλαίγομαι, προβλήματα πολλά δεν είχα, χρόνο είχα, αυτοκίνητο δεν είχα αλλά είχα μηχανή και έψαχνα σε διάφορους φούρνους σε ακτίνα έως και πέντε χιλιομέτρων γύρω από το σπίτι μου στην Κυψέλη να βρω ποιος κάνει το καλύτερο ψωμί. Πάντα μου άρεσε το καλό ψωμί.

Μιλάω για τη δεκαετία τού 1980.

Μια μέρα μπήκα σ’ έναν φούρνο, κάπου κοντά στη Φωκίωνος Νέγρη, για το τεστ μου. Είδα τις τακτοποιημένες φραντζόλες, τα φραντζολάκια, τα κουλούρια και τα λοιπά ομοειδή και επειδή ήταν αρκετοί πελάτες μπροστά στον πάγκο, σκέφτηκα ότι θα ήταν καλός φούρνος. Πάντα η ουρά των πελατών σε προδιαθέτει ευνοϊκά. Ειδικά όταν κινείται ζωηρά, σαν του σκύλου.

Περίμενα χαζεύοντας γύρω και όταν ήρθε η σειρά μου, την είδα.

Η σκέψη μου έτρεξε στον Φεντερίκο Φελίνι και στις φάτσες που έβρισκε για τις ταινίες του.

Αυτή όμως ήταν το κάτι άλλο.

Ήταν η φουρνάρισσα!

Θα άξιζε τον κόπο να χτίσεις ολόκληρη ταινία πάνω σ’ εκείνη τη φιγούρα.

Τι μούρη, Θεέ μου! Τι βλέμμα, τι πόζα, τι κυριαρχία πάνω στις επισιτιστικές ανάγκες της πελατείας της! Πόση εξουσία πάνω στο πιο σημαντικό τρόφιμο του κόσμου μας ―το ψωμί!― ανάβλυζε από τους μεγάλους πόρους στο λιπαρό δέρμα του προσώπου της!

Καμιά σχέση με τις «Φορναρίνες» που ήξερα απ’ τη ζωγραφική. Καμιά σχέση με όσες φουρνάρισσες ήξερα.

Αμέσως την φαντάστηκα πεθερά. Σαν κι αυτές των ελληνικών ταινιών, κάτι μεταξύ Σαπφούς Νοταρά και Σμάρως Στεφανίδου αλλά στο φριχτά πιο αγέλαστο.
Μου ‘ρθε να βάλω τα γέλια.

Από ποιο παραμύθι είχε δραπετεύσει ―έχοντας βαρεθεί να τρομάζει παιδάκια― για να θρονιαστεί πίσω από έναν πάγκο αρτοποιείου στην Κυψέλη;

Εκείνη την εποχή δεν είχα και τόσο οξυμένη την ενσυναίσθησή μου για να σκεφτώ τι βάσανα είχε η κακομοίρα, πώς ήταν τα παιδικά της χρόνια και τι ταλαιπωρίες είχε υποστεί για να φτάσει να την χαρακώσει τόσο βαθιά εκείνο το αναποδογυρισμένο γέλιο τής θλίψης.

Και τότε ξύπνησε μέσα μου ο τζογαδόρος, κληρονομιά τού συνονόματου παππού μου.

«Θα την κάνω να χαμογελάσει!» στοιχημάτισα με τον εαυτό μου.

Και έδωσα περιθώριο ενός μηνός στο στοίχημά μου. Αν έχανα τι θα γινόταν; Έλα, τώρα… Δεν θέλω ανόητα ερωτήματα! Θα ζητούσα την κόρη της ―αν είχε― σε γάμο. Να την έχω πεθερά!

Πλησίασα στον πάγκο και με χαμόγελο κρουασάν σιροπιασμένο, της μίλησα γλυκά:

― Μια μπαγκέτα, μια χωριάτικη και 300 γραμμάρια κριτσίνια απλά, είπα (ή κάτι τέτοιο).

― Μμμ…, μούγκρισε η χαριτωμένη επαγγελματίας κι άρχισε να βάζει σε σακούλα πρώτα τα κριτσίνια. Ολοκληρώθηκε η παραγγελία μου, μου είπε την τιμή, της έδωσα το χρήμα, μου έδωσε τα ρέστα και την χαιρέτησα.

Πάντα με το χαμόγελο εγώ.

Εκείνη, λες και της είχα σφάξει τον πατέρα, τη μάνα και όλο της το σόι.

Έφυγα.

Σε δυο μέρες πάλι εκεί. Πριν πάω στη δουλειά, πρωί. Το στοίχημα…

― Καλημέρα σας!

― Μμμ…

Αγορά ψωμιού, πληρωμή, «Γεια σας, καλή μέρα να έχετε», αποχώρηση.

Δεύτερη μέρα, τρίτη μέρα, τέταρτη μέρα. Δυο βδομάδες είχαν περάσει. Πάνω από 10 «συνεδρίες» χαμόγελου με το στόμα, με τα μάτια, με το κούτελό μου. Μπας και… Αλλά πού…

Και στην 17η επίσκεψη ―κόντευε να τελειώσει ο μήνας του στοιχήματος― , με το που μπαίνω χαμογελαστός, τη βλέπω να υψώνει το βλέμμα πάνω από τους πελάτες, όπως έκανε πάντα όταν έμπαινε νέος πελάτης, και να μου ρίχνει ένα βλέμμα… Τώρα, πώς να το περιγράψω; Χαμογελαστό; Μια απόπειρα, πάντως, χαμόγελου ήταν εκείνη η γκριμάτσα.

«Σε καλό δρόμο είμαστε» σκέφτηκα.

Όταν έφτασα στον πάγκο, την καλημέρισα.

― Καλημέρα, είπε χωρίς μουγκρητό. Καλά είσαι;

Απόρησα.

― Τρεις μέρες έχεις να έρθεις…, μου γκρίνιαξε.

― Δουλειές…, είπα αόριστα. Mέσα μου γιόρταζα που μέτραγε τις μέρες και που θα κέρδιζα το στοίχημα και δεν θα την έκανα πεθερά. Δεν είχα μάθει ακόμα αν είχε κόρη, αλλά λέμε τώρα.

Πριν περάσουν 25 μέρες είχα κερδίσει το στοίχημα.

Με υποδεχόταν πλέον με χαμόγελο. Όσο μπορούσε η κακομοίρα. Δεν ήταν ούτε η Βουγιουκλάκη ούτε η Ρίκα Διαλυνά ούτε η Τζούλια Ρόμπερτς. Πάντως, το χαμόγελό της ήταν χαμόγελο. Να μην είμαστε και πλεονέκτες.

Και τα ψωμιά της, τα κουλούρια της, τα τσουρέκια και όλα της τα αρτοσκευάσματα ήταν από τα καλύτερα της γειτονιάς. Μετά από λίγα χρόνια σταμάτησα να πηγαίνω τακτικά.

«Μετακόμισα…» είπα ψέματα όταν με είχε ρωτήσει.

Αλλά όποτε βρισκόμουνα εκεί κοντά, πήγαινα για ψωμί και άλλα. Να δω κι αν δούλευε ακόμα το χαμόγελό της. Και έβλεπα με χαρά ότι δούλευε. Σε μένα τουλάχιστον.

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Κάπου κάπου θυμάμαι το «στοίχημα» που είχα βάλει.

Τώρα, με την κατάθλιψη γύρω μου να σαρώνει αξίες, αρχές και χαμόγελα, προσπαθώ κι εγώ να μην της μοιάσω. Πολλοί ενοχοποιούν την οικονομική κρίση γι’ αυτό. Εγώ όχι. Τουλάχιστον όχι μόνο την κρίση. Και προσπαθώ να χαμογελάω όσο πιο συχνά μπορώ.

Χωρίς να το καταφέρνω πάντα.

 

 

Εικόνα: Πριν και μετά, ζωγραφική εικόνα που δεν έχει καμιά σχέση με υπαρκτό πρόσωπο, ΚΑΜ 07-10-2014

07 Οκτωβρίου 2014

 

Κωστής Α. Μακρής