Δεν θυμάμαι πού το είδα γραμμένο αυτό. Δεν ξέρω καν ποίος το έχει πει. Αλλά από τότε που το διάβασα μου ¨κόλλησε¨! Σαν ένα φωσφορίζον post it, καρφωμένο με μια κόκκινη πινέζα ακριβώς στο κέντρο του πίνακα ανακοινώσεων του μυαλού μου!
Κανονικά, θα έπρεπε να είναι έτσι. Μοιάζει λογικό. Μοιάζει έξυπνο. Μοιάζει ασφαλές. Ομως εγώ, όσο μεγαλώνω είναι σαν να έχω πιάσει λιμάνι σε κείνα τα γνώριμα μέρη. Ίσως να φταίει κι ο καιρός… Μπορεί να φταίνε τα μποφόρια και το απαγορευτικό του λιμεναρχείου.
Μπορεί να φταίει που κανείς δεν μου έμαθε πώς να ταξιδεύω με κύμα. Πώς να μην φοβάμαι τις τρικυμίες.
Μπορεί πάλι να είναι οι γνώριμες φάτσες και τα χαμογελαστά πρόσωπα που με καλοδέχτηκαν στα φτωχικά τους, στις ταβέρνες τους, στα εξοχικά τους, στα γλέντια τα οικογενειακά τους, στις φωτογραφίες τους, στις ζωές τους.
Μπορεί να είμαι και γω που είμαι δύσκολη στις μετακινήσεις . Κι όλα αυτά μαζί.
Μπορεί.
Εκεί στο λιμανάκι που έδεσα με περίμενε ένα κοριτσάκι με κοτσιδάκια. Με ένα κενό στα δυό μπροστινά της δόντια και μαργαρίτες πλαστικές στα καστανά μαλλιά της να κρατάνε τις άτακτα τσουλούφια. Με γόνατα γεμάτα σημάδια από τα σκαρφαλώματα και τις τούμπες. Με συμπάθησε αμέσως. Μου χαμογέλασε γέρνοντας το κεφάλι της και μισοκλείνοντας τα μάτια της στον δυνατό ήλιο. Σήκωσε το χέρι της και μου έκανε νόημα να την ακολουθήσω και το έκανα χωρίς να ρωτήσω τίποτα. Ούτε πού με πηγαίνει ούτε και γιατί.
Και κάπως έτσι βρέθηκα εδώ.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author