iporta.gr

Το νόημα της διαφθοράς, του Γιάννη Καραχισαρίδη

Γιάννης Καραχισαρίδης

Η λέξη «διαφθορά» ιδιαίτερα στα χρόνια της κρίσης έγινε αποκρουστική. Πιο πολύ μας απωθεί για ηθικούς λόγους. Η βαθιά χριστιανική παράδοση (αυτό ισχύει και για τους άθεους) έχει εμφυτεύσει στο DNA μας ισχυρούς κανόνες ηθικής, που ορίζουν τη καθημερινότητα μας συνειδητά ή υποσυνείδητα. Γι’ αυτό και οι αμαρτίες – παρ’ όλο που ευδοκιμούν – σπάνια ομολογούνται. Η λέξη «διαφθορά», μόνο στο άκουσμα και πριν χρειαστεί να εμβαθύνουμε, δημιουργεί αμέσως τον συνειρμό μιας απαγορευμένης και απεχθούς συμπεριφοράς. Η διαφθορά όμως έχει πολλά μονοπάτια που μέχρι τώρα δε φαίνεται να τα έχουμε εξερευνήσει στη λεπτομέρεια τους. Μας αρκεί να την εντοπίζουμε βιαστικά στους άλλους ή να τη φορτώνουμε ολόκληρη στους πολιτικούς, απ’ τους οποίους εύκολα μπορούμε να κρατάμε τις αποστάσεις, αθωώνοντας τον συλλογικό εαυτό μας. Όμως η διαφθορά σε μια κοινωνία δεν έχει σύνορα. Δεν μπορεί να υπάρχει σε μια περιοχή της και πουθενά αλλού. Διαχέεται σε ολόκληρο τον ιστό της υποχρεωτικά, εφ’ όσον οι δομές της διαθέτουν στεγανά, αλλά ταυτόχρονα είναι και συγκοινωνούντα δοχεία. Οπότε οι ευκαιρίες μπορούν να εμφανίζονται παντού και πάντα. Το θέμα που τελικά θα πρέπει να μας απασχολεί είναι πόσο περισσότερο ή λιγότερο διαδεδομένη είναι, ποιες είναι οι συνθήκες που την ευνοούν και τι μπορούμε να κάνουμε για να την ελέγξουμε.

Με πολλά παρακλάδια της διαφθοράς είμαστε εξοικειωμένοι και εξοπλισμένοι με ένα σωρό αθωωτικά επιχειρήματα. Από το φακελάκι του γιατρού μέχρι το διορισμό των παιδιών μας στο δημόσιο με πλαστά προσόντα. Από την φιλική ανταλλαγή παράνομων μικρών εξυπηρετήσεων – μου χρωστάς ή σου χρωστάω μια χάρη – μέχρι τη φοροδιαφυγή του είδους «δε βγαίνω αλλιώς» ή «οι φορολογικοί νόμοι είναι παράλογοι». Όλα αυτά και πολλά άλλα παραπλήσια συχνά δε τα θεωρούμε διαφθορά, αλλά δικαιωμένη, ανθρώπινη καθημερινή πρακτική. Αυτή η ενότητα των φαινομένων είναι διαδεδομένη στη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών. Σχετίζεται με τη γενικότερη κουλτούρα που μας διέπει και είναι ένα θέμα που αφορά περισσότερο την κοινωνιολογική έρευνα, παρά το κατασταλτικό δίκαιο.

Υπάρχει όμως κι ένα παρακλάδι το οποίο δεν είναι καθόλου κοινωνικά αποδεκτό και δε θα μπορούσε να είναι. Αυτό της μίζας και της κατάχρησης του δημοσίου χρήματος. Ο θηριώδης δημόσιος τομέας που σταδιακά και συναινετικά δημιουργήσαμε έφτασε ν’ απασχολεί έμμεσα ή άμεσα περισσότερο από το ένα τρίτο του πληθυσμού. Η γιγαντιαία πίτα, που το δημόσιο διαχειριζόταν ολοένα και μεγάλωνε τα τελευταία 30 χρόνια, με αποκορύφωμα την εποχή λίγο πριν μπούμε στη κρίση. Η γραφειοκρατία, που ήταν απόκοτο αυτής της γιγάντωσης είναι ένα τελείως διαφορετικό θέμα και καθόλου δε σχετίζεται με τη διαφθορά, η οποία είναι αυτοτελής κι έχει τους δικούς της νόμους. Εάν δε μελετήσουμε αυτούς τους νόμους με ηρεμία και νηφαλιότητα, τότε το μόνο που μας μένει είναι να παρακολουθούμε «αποκαλύψεις» που ξεφυτρώνουν από κάθε γωνιά της απεραντοσύνης όπου εκτείνεται – ακόμα και τώρα – ο ακατάβλητος δημόσιος τομέας.

Νόμος πρώτος: Η πολιτική διαφθορά είναι η κορυφή του παγόβουνου, αυτό που φαίνεται, που είναι ευδιάκριτο. Το κάτω μέρος του παγόβουνου, που είναι και το μεγαλύτερο, είναι η λαϊκή διαφθορά. Σε αυτή συμμετέχουν ανώνυμοι που κυκλοφορούν ανάμεσα μας και σχετίζονται φανερά ή κρυφά με το δημόσιο τομέα και τα υποσύνολα του. Απ’ την άλλη μεριά οι πολιτικοί, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, νοιάζονται κυρίως για την εξουσία. Και για να την αποκτήσουν εστιάζονται περισσότερο με τις πελατειακές σχέσεις που τους αποφέρουν ψήφους και δύναμη. Γιατί ο βασικός τους στόχος είναι η αναγνωρισιμότητα και η πολιτική καριέρα. Στο μυαλό τους κυριαρχούν οι πάσης φύσεως διορισμοί και εξυπηρετήσεις ψηφοφόρων και πολύ πιο σπάνια επιλογή είναι η κατάχρηση δημοσίου χρήματος. Όταν αποχαιρετούν τους εκάστοτε θώκους, πίσω τους μένουν όλοι αυτοί που είχαν εξυπηρετήσει. Το ίδιο κι ένα σωρό άλλοι, μετακλητοί, αποσπασμένοι ή διορισμένοι σε κάποιον απ’ τους εκατοντάδες οργανισμούς που διαβιούν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Κι ενώ οι πολιτικοί αποχώρησαν, αυτοί που έμειναν πίσω έχουν τις ευκαιρίες τους.

Νόμος δεύτερος: Όσο πιο μεγάλος και περίπλοκος είναι ένας δημόσιος οργανισμός, τόσο πιο εύκολο είναι να δημιουργηθούν θύλακες διαφθοράς. Προδιάθεση για διαφθορά υπάρχει και στους μικρούς σε μέγεθος οργανισμούς, αρκεί να παραμένουν «άγνωστοι». Μόλις πρόσφατα μάθαμε για μη κυβερνητικούς οργανισμούς με παράδοξες ονομασίες ή για άλλου τύπου μορφώματα χωρίς κανένα περιεχόμενο, αλλά με ξεχειλωμένους προϋπολογισμούς. Όλο αυτό το σύμφυρμα ήταν ενταγμένο για χρόνια στους κρατικούς προϋπολογισμούς με «νόμιμες» χρηματοδοτήσεις, αλλά ποτέ με ισοσκελισμένους απολογισμούς. Οι πολιτικοί αντέγραφαν τον πολυσέλιδο ετήσιο προϋπολογισμό copy paste, αδιαφορώντας για το περιεχόμενο (το μυαλό τους στην εξουσία, στις συμμαχίες και στις πιέσεις) και την ίδια ώρα οι ανώνυμοι (πιέζοντας και πάντα ανέλεγκτοι) συνέχιζαν το πάρτι.

Νόμος τρίτος: Είναι πασίγνωστος και φυσικά καμιά σχέση δεν έχει με την εκάστοτε πολιτική εξουσία. Πρόκειται για τη μίζα εξυπηρέτησης. Παλιότερα το λέγαμε «γρηγορόσημο» (!). «Αντίδωρα» για να σβηστούν φόροι και πρόστιμα, για να πάρει ρεύμα το αυθαίρετο και γενικότερα να δοθεί η πρέπουσα προσοχή σε θέματα του πολίτη. Αρκεί τα ποσά που διακυβεύονται να αξίζουν τον κόπο. Μπορεί όμως να είναι και μικρά τα ποσά, αλλά αθροιστικά να αξίζουν τον κίνδυνο – που σημειωτέον δεν ήταν και πολύ μεγάλος μέχρι πρόσφατα ή και τώρα ακόμα.

Νόμος τέταρτος: Η λαϊκή διαφθορά οργανώνεται πάντα σε θύλακες με περιορισμένο πεδίο δράσης και χαμηλό προφίλ. Θύλακες που λειτουργούν όσο πιο απομονωμένα γίνεται, τηρώντας την ομερτά προς τα μέσα και προβάλλοντας το πάθος για τη νομιμότητα προς τα έξω. Αρκεί κανείς να μελετήσει τη συμμορία του ΙΚΑ Καλλιθέας για να καταλάβει. Αρκεί ν’ αναζητήσει από ποιο θύλακα έπαιρναν σύνταξη αναπηρίας οι τυφλοί που έβλεπαν και οι παραπληγικοί που έκαναν τζόκινγκ. Αρκεί να αναρωτηθεί κανείς με πιο δικαίωμα και ποια νομιμοφάνεια δημόσιοι φορείς, με το κρατικό χρήμα, έκαναν ιδιωτικές ασφαλίσεις στους εργαζομένους τους, για να λαμβάνουν στο τέλος θηριώδη εφάπαξ.

Νόμος πέμπτος: Μεγάλη έφεση στη διαφθορά είχε ο αυτοδιοικούμενος δημόσιος τομέας. Σ’ αυτόν δεν περιλαμβάνεται μόνο η τοπική αυτοδιοίκηση σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, αλλά κάθε άλλους είδους αυτοδιοικούμενοι φορείς (π.χ. ανώτατη εκπαίδευση, νοσοκομεία κλπ.). Η αυτοδιοίκηση είναι ένα προηγμένο στάδιο της δημοκρατίας. αποκεντρώνει την εξουσία, δημιουργεί πιο ευέλικτες μονάδες διοίκησης και μειώνει τη γραφειοκρατία. Αυτό όμως είναι το επιθυμητό και δεν συμβαίνει υποχρεωτικά. Σ’ αυτές τις περιοχές του δημοσίου μπορούσαν πιο εύκολα να δημιουργηθούν θύλακες διαφθοράς, εφ’ όσον δεν υπήρχε κανένας μηχανισμός πραγματικού ελέγχου.

Το θέμα της λαϊκής διαφθοράς χωράει πολύ μεγαλύτερη ανάλυση, αρκεί να πάψει να είναι απαγορευμένο και να μην απασχολεί το δημόσιο διάλογο, μόνον όταν χρειάζεται να συζητηθούν συγκεκριμένα περιστατικά που βγαίνουν στη φόρα. Αποφεύγουμε να ασχολούμαστε γιατί η λέξη «λαός» συνεχίζει να καταδυναστεύει τις συνειδήσεις μας. Η υποσυνείδητη δύναμη αυτής της λέξης μας απαγορεύει να πιστέψουμε ότι άνθρωποι του «λαού» μπορεί να συγκροτούν οργανωμένες συμμορίες μικρής ή μεγάλης διαφθοράς. Κι όταν αποκαλύπτονται τέτοιες περιπτώσεις επιμένουμε να τις θεωρούμε μεμονωμένες και περιστασιακές. Ο «λαός» κατάντησε ένα τεράστιο πηγάδι όπου χωράνε όλοι, αρκεί να μην είναι επώνυμοι επιχειρηματίες ή επώνυμοι πλούσιοι και γενικότερα ξένοι. Γιατί έτσι είναι γραμμένο στο παραδοσιακό εγχειρίδιο της κοινωνικής συγκρότησης. Μας είναι πάρα πολύ δύσκολο να κατανοήσουμε ότι ο κύριος όγκος της διαφθοράς είναι γύρω μας, αυτόνομος και αποξενωμένος από το πολιτικό σύστημα (το οποίο φυσικά και δεν είναι αθώο). Και μας είναι πολύ δύσκολο να υποψιαστούμε ότι ένας όχι ευκαταφρόνητος αριθμός συμπολιτών μας μπήκε στα χρόνια της κρίσης έχοντας τσεπώσει λίγο ή πολύ δημόσιο χρήμα. Κάτι που φυσικά ποτέ κανείς δε το δήλωνε δημοσίως. Κι όλοι αυτοί συνεχίζουν να συστεγάζονται μαζί με τους αθώους κάτω απ’ την ιερή λέξη.

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr