Πόσο χρειάζεται για να φτάσεις από την Γη στη Σελήνη; Μόνο μια ματιά. Κλάσματα του δευτερολέπτου. Τόσος ήταν και ο χρόνος για να αγαπήσει αυτό το πλάσμα. Δεν χρειάστηκε περισσότερο. Τον έκλεψε το ίδιο το νεογνό στη στιγμή. Ένα λακκάκι στο μάγουλο σημείωνε την ομοιότητα. Άραγε θα ξεπεταγόταν και εκείνη η ελιά στα χείλη; Ή όχι; Γεννήθηκε την ίδια μέρα με τον πατέρα. Πόσο άλλο να του μοιάσει;
Η ιστορία δεν έχει τριαντάφυλλα σε αγκαλιές για την γέννηση του μωρού. Δεν έχει καθαρά σεντόνια σε λουξ μαιευτήριο. Δεν έχει και την χαρά της στιγμής. Είναι λυπημένη γιατί το αύριο είναι σκοτεινό. Κάθε αβέβαιο και τρομαγμένο είναι σκοτεινό. Την είχε απειλήσει πως θα της έπαιρνε το παιδί όταν γεννιόταν. Ήταν πολύ για αυτήν να είναι και μάνα. Μεγάλη η χάρη της… Το παιδί θα μεγάλωνε –αφού δεν πήγε στον απόπατο- όπως άξιζε σ’έναν Αργυρού. Με τα σχολεία του, τα σαλόνια του, τα ταξίδια του, κομπλέ! Σε όλα εκτός από την μάνα.
Η Στεφανία ανακάθισε στο φτηνό δωμάτιο. Μια μαία, παλιά καραβάνα στα γεννητούρια, την ξεγέννησε μισολογώντας και η ίδια από μέσα της «ο Θεός βοηθός…». Μες στην ατυχία της ήταν τυχερή. Δεν υπήρξαν επιπλοκές, μόνο απίθανοι πόνοι. Ε, η Στέφη ήξερε από αυτούς. Από πιτσιρίκα. Μ’ένα πατέρα άφαντο στις γκομενοδουλειές και μια μάνα ερωτευμένη μέχρι αηδίας (μα, τι γράφω τώρα;) παρίστανε την Πηνελόπη. Δεν ένοιωθε καθόλου προδομένη. «Αν δεν αγαπήσεις τόσο που να καείς, δεν έζησες», έλεγε. Το μικρό Στεφάκι μεγάλωνε με ιδιαίτερη αδυναμία στον χορό και στην Πηνελόπη-μάνα. Τον πατέρα δεν τον έβλεπε παρά μόνο αν τύχαινε να σηκωθεί την νύχτα για κατούρημα. Την ώρα που επέστρεφε από τις γκόμενες. Ήταν από τους πολύ προχωρημένους της εποχής. Όσοι τον ήξεραν μιλούσαν για άντρα μυστήριο στα σεξουαλικά του. Όχι καμιά αδελφή που έσκαγε μύτη στην Εθνική με καλσόν, περούκα και κακοβαμμένα χείλη. Τους άρεσαν τα ομαδικά παιχνίδια. Παρτουζιάρης. Έτσι τον αποκαλούσαν οι φίλοι του όταν γνωρίστηκε με την μάνα της. ‘Τι δουλειά έχεις εσύ μ’αυτόν;’, την ρωτούσαν οι φίλοι του. Εκείνη κάηκε όταν τον είδε. Και την «έπαιξε» τόσο καλά ο τύπος την ερωτευμένη και άβγαλτη Μάρθρα, που δεν είχε πισωγύρισμα. Την παντρεύτηκε στα κρυφά… και συνέχισε το σπορ. Τις παρτούζες πάσης φύσεως.
Στις οικονομικές του υποχρεώσεις προς το παιδί και την Μάρθρα ήταν άψογος. Πού δούλευε και πότε κανείς δεν ήξερε ακριβώς. όλο υποθέσεις έκαναν οι παραέξω. Μα η Μάρθρα είχε καεί από τον έρωτα, έβλεπε, άκουγε , αλλά εκεί. Ταπεινά και θλιβερά παρέμεινε η Πηνελόπη. Τόσο που στο τέλος ο ίδιος την ξαναβάπτισε: «Δεν θα σε καταλάβω ποτέ, δεν θα συμφωνήσω μαζί σου για την υπομονή σου, αλλά μου αρκεί που δεν με ζαλίζεις με γκρίνιες και μυξοκλάματα», της έλεγε και μ’ένα πεταχτό φιλί στο μέτωπο έφευγε.
Το Στεφάκι μεγάλωνε, γινόταν κούκλα και χόρευε, χόρευε, χόρευε ακόμα και με την λατέρνα στην οδό Αιόλου, όταν περνούσε για να αγοράσει κουλουράκι από τον σουσαμά και λουκουμάδες από τον πλανόδιο. Πάντοτε χόρευε, ακόμα και στον ύπνο της. Πήγε σε σχολή, σε μια από τις καλύτερες της Αθήνας. Σε ένα από τα μαθήματα που παρακολουθούσε γνώρισε την κολλητή του ομορφόπαιδου. Κάηκε κι αυτή σαν την μάνα της. Τόσο που προτού την πάει σπίτι είχε ήδη κάνει τα πάντα μαζί του. Είχε κι άλλες σχέσεις, επιπόλαιες ποτέ, αλλά όχι της καψούρας. Αντάλλαξαν αριθμούς και υποσχέθηκαν να ξαναβρεθούν. Σε ένα μήνα η Στεφανία ήταν έγκυος. Καλλιτεχνοχτυπημένη αυτή του το ανακοίνωσε χαρούμενη για να την κεραυνοβολήσει το ομορφόπαιδο.
– Γιατί;, τον ρώτησε
– Γιατί δεν σε ξέρω, της απάντησε
– Μα…
– Άκουσε κουκλίτσα μου, όλα καλά, όλα όμορφα ΗΤΑΝ, αλλά δεν σκοπεύω να ανοίξω τα χαρτιά μου. Μάθε, ρώτα, ποιος είμαι, ποια είσαι… από πού κρατάει η σκούφια σου και έλα να τα ξαναπούμε. Το παιδί, εννοείται, θα το βγάλεις. Αν μάθεις τι συμβαίνει πίσω από την πλάτη σου, θα με καταλάβεις…, της είπε και έφυγε.
Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να μάθει πως το ομορφόπαιδο είχε σεξουαλικές ιδιαιτερότητες. Η κολλητή του την πληροφόρησε χαρτί και καλαμάρι για τα καθέκαστα. Μία φορά την εβδομάδα συμμετείχε σε όργιο σε μια πολυτελή βίλλα- όπου συνήθως συμβαίνουν όλα τα ασυνήθιστα, νοσηρά, απωθημένα- και το ομορφόπαιδο έκανε ό,τι μπορούσες να φανταστείς. Διοργανωτής όλων αυτών ήταν κάποιος από την Ν. Σμύρνη. Ομορφάντρας και μαφία μεγάλη. «Εύθυμο τον αποκαλούν… έτσι συνθηματικά υποθέτω….», της είχε πει η κολλητή.
Πού να πήγαινε το μυαλό της πως ήταν ο πατέρας της. Η Στεφανία επέστρεψε στο σπίτι και βρήκε την μάνα να σιδερώνει του καρντάση τα πουκάμισα.
– Μα, πού σουλατσάρει, ρε μάνα, όλη την ημέρα;
– Έχει δουλειές…
– Που δεν ξέρουμε εμείς; Δεν ξέρεις εσύ;
– Ο πατέρας σου είναι χαρούμενος άνθρωπος. Μπον βιβέρ. Αγαπάει την ζωή και μοιράζει την χαρά. Αυτό κάνει και τον θέλουν όλοι κοντά του. Είναι πώς να στο πω… ο εύθυμος της παρέας. Πάντα!
Ο συνειρμός έγινε αυτόματα. Τον περίμενε στις 5 τα ξημερώματα που ήρθε σπίτι.
– Πού ήσουν;
– Καλώς το μικρό μου. Τι κάνεις τέτοια ώρα ξύπνια;
– Πού ήσουν;
– Με φίλους.
– Θα μου τους γνωρίσεις;
– Δεν είναι καθώς πρέπει αυτοί για κοριτσάκια καλλιτέχνες σαν εσένα Στεφακι μου.
– Τον Αργυρού πού τον γνώρισες;
Πάνιασε.
– Ποιον Αργυρού;
– Τον Λευτέρη, το ομορφόπαιδο από την Εκάλη.
– Εσύ, εσύ γνωρίζεις τον Λευτέρη; Από πού; Μακρυά…
…προσπάθησε να της πει κι άλλα, αλλά… δεν χρειάστηκε να ακούσει περισσότερο. Κατάλαβε. Άρπαξε τα κλειδιά του μικρού αυτοκινήτου και έφυγε. Πήγε στην παραλιακή. Ήσυχα, ήρεμα, αθόρυβα σχεδόν. Μέσα της είχε γίνει συμπαντική έκρηξη, αλλά η Στεφανία είχε μάθει να είναι ψύχραιμη, αντίθετα με τους περισσότερους καλλιτέχνες. Ξεσπούσε στο χορό. Αλλά, τώρα δεν ήθελε να κοπανηθεί χορεύοντας. Είχε ένα μωρό μέσα της. Σαν στραγάλι; Μπορεί… αλλά ήταν το μωρό της.
Του τηλεφώνησε καθώς ξημέρωνε. Στο ομορφόπαιδο. Του είπε για τον Εύθυμο, για τον ίδιο, για την καψούρα της για το μωρό τους. Την αποπήρε.
– Αν το κρατήσεις, θα στο πάρω. Δεν θα έχεις καμία σχέση μαζί του. Ούτε και με τον σιχαμένο τον πατέρα σου. Τι δουλειά έχουν οι νταβαντζήδες και οι παρτουζάκηδες με το σπίτι μου; Ξέχασε το. Ή το ρίχνεις ή στο παίρνω. Μην τα βάζεις μαζί μου. Θα σε βρω, όπου και αν κρυφτείς…
Έτσι γεννήθηκε στα κρυφά το μωρό. Για να μην το αρπάξει ο Αργυρού. Το σόι απ’ την Εκάλη με τις σεξουαλικές ιδιαιτερότητες. Για να μην γίνει κι αυτό θύμα της απατηλής πραγματικότητας. Ένοιωσε σαν την Παναγιά. Διωγμένη από τον τόπο της. Από όλο τον κόσμο. Κοίταξε το μωρό στα φουσκωμένα ματάκια του. «Προτιμώ να γίνεις αδελφή, παρά ανώμαλος που παριστάνεις τον νορμάλ», του είπε με παράπονο.
Σε πέντε ημέρες η Στεφανία πήρε τον μικρό και ταξίδεψε για τα Γιάννενα. Πήγε σε ένα μικρό δωμάτιο λέγοντας πως έρχεται από το εξωτερικό για να συναντήσει την χαμένη οικογένειά της από την Αλβανία. Έφτιαξε μια ιστορία συμπαθητική και αρκετά συνηθισμένη και βολεύτηκε εκεί. Τα χρήματα τα έστελνε ο Εύθυμος-πατήρ. Δεν της είχε λείψει κάτι, παρά μόνο η μάνα. Κάποια στιγμή η Πηνελόπη-μάνα ζήτησε να την δει. Τα νέα δεν ήταν καλά. Ο πατέρας της είχε βρεθεί χτυπημένος άσχημα και ίσως δεν θα την έβγαζε καθαρή. Ήταν ο Αργυρού πίσω από την επίθεση; Ήταν κάποιος άλλος; Τυχαία έγινε; Ένα … πρωινό εκεί που γυρνούσε από τα συνηθισμένα του, ένας μοτοσικλετιστής τον χτύπησε περνώντας πάνω από το πεζοδρόμιο. Το πρώτο χτύπημα έγινε σε μια κολώνα της ΔΕΗ και από κει πέφτοντας χτύπησε σοβαρά το κεφάλι του σε κείνα τα μαρμάρινα σκαλοπάτια του σπιτιού του. Η Στεφανία υπέθεσε πως ήταν ύποπτη δουλειά. Ίσως να είχε αρχίσει τους μυστήριους εκβιασμούς και … Δεν πολυέδωσε σημασία. Το μόνο που ήθελε ήταν να μείνει εκτός η ίδια , το μωρό και η μάνα της. Ζήτησε από την Μάρθα να βγάλει απευθείας εισιτήρια για Ισπανία. Θα συναντιούνταν εκεί.
– Μάνα… δεν έχω χρόνο για τρυφερότητες με κανένα τους. Ή έρχεσαι μαζί μας και εξαφανιζόμαστε από την Αθήνα για όσο χρειαστεί… ή φεύγω μόνη μου. Η προτεραιότητά μου είναι το μωρό μου. Να ζήσει αυτό και εγώ μαζί του. Να το δω να μεγαλώνει μακριά από τα βαρίδια του πατέρα του και του πατέρα μου. Θέλω να είσαι μαζί μου. Σου αξίζει να αλλάξεις ζωή. Τον είδαμε δα τον έρωτά σου. Και τον δικό μου. Αρκετά. Το χρωστώ στο παιδί μου. Μια άλλη ζωή, καθαρή, έντιμη και φανερή.
Μετά από 25 ολόκληρα χρόνια η Μάρθρα-Πηνελόπη έσπασε τον γόρδιο δεσμό. Δε τον έκοψε, τον έσπασε και πέταξε στον Καιάδα και τα κομμάτια. Έζησε τον έρωτά της με τον Εύθυμο και κάηκε. Παντού. Αρκετά έκαψε την ίδια και την κόρη της. Το μωρό έπρεπε να ζήσει αλλιώς.
Ο Εύθυμος πέθανε. Υπέκυψε, όπως είπε η ιατροδικαστική τοποθέτηση, στα τραύματά του. Το ομορφόπαιδο σκλήρυνε το βλέμμα του και ψάχνει για να βρει την Στεφανία. Όπου δει μικρό αγόρι το καλοκοιτάζει, μήπως και βρει να του μοιάζει. Σαν από ένστικτο ψάχνει για τα λακκάκια και την ελιά στα χείλη.
Μάταια. Το Στεφάκι έριξε μαύρη πέτρα στην Ελλάδα. Κάπου – κάπου σκέφτεται πως θα ήταν καλό για τον μικρό Αρίστο να γνωρίσει τον πατέρα του. Ίσως και να ‘χει αλλάξει. Η δεύτερη σκέψη επικρατεί. «Ανασταίνουμε μόνο ό,τι αξίζει. Τα σάπια επιβάλλεται να πεθάνουν. Ο Αρίστος κουβαλά που κουβαλά το άρρωστο γονίδιο. Τουλάχιστον ας μην το ζήσει. Ποτέ».
Τζίνα Δαβιλά