Σήμερα ζούμε μία αναμφισβήτητη πραγματικότητα: μεγάλες ροές κεφαλαίων ελέγχονται από ισχυρούς διεθνείς παίκτες της χρηματαγοράς. Αυτές οι ροές εικονικού χρήματος δεν μπορούν να ελεγχθούν πλήρως από εποπτικούς και ρυθμιστικούς μηχανισμούς. Στην ουσία αυτή η κατάσταση σχετίζεται με έναν οδυνηρό, για τις οικονομίες και τις κοινωνίες, συνδυασμό κυκλοφορίας χρηματιστικού κεφαλαίου και κρατικής εμπλοκής.
Στην Ελλάδα συνεχίζουμε να ζούμε υπό το ψευτοδίλημμα μνημόνια ή έξοδος από την ευρωζώνη. Δυστυχώς ελάχιστα από τα προβλήματα που απασχολούν τους πολιτικούς διαλόγους καθημερινά έχουν σχέση με το μείζον ερώτημα που η χώρα μας έπρεπε να ‘εξάγει’ προς τους εταίρους: ποιά Ευρώπη θέλουμε.
Eδώ και πολλά χρόνια θρέφεται ένα επικίνδυνο φαινόμενο: αυτό του υπερδομικού και υπερθεσμικού πατερναλισμού που εξαπλώνεται ραγδαία πάνω από τις ευρωπαικές οικονομίες, δήθεν σαν ομπρέλα προστασίας των λαών ενώ ουσιαστικά αποτελεί διάτρητο δίχτυ ασφαλείας, του οποίου την αντοχή και τα όρια οφείλουμε έγκαιρα να αντιληφθούμε.
Αναφέρομαι κυρίως στο στρεβλωτικό φαινόμενο διαμεσολάβησης του ‘Ευρωπαικού Δημοσίου’, του ’Κράτους των Βρυξελλών’ για την διάσωση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της ευρωζώνης(και όχι των κοινωνιών, όπως αποδεικνύεται).
Αυτή η πανευρωπαική υπερθεσμική διαμεσολάβηση αποτελεί ‘παράγωγο προϊόν‘ της χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας, μάλλον τοξικό για το μέλλον της, αλλά και για τις οικονομίες, τα κράτη, τις κοινωνίες τους. Το φαινόμενο γεννήθηκε ως συνεπακόλουθο της αναγκαίας αντιστάθμισης κινδύνου που ζητούσαν μανιωδώς οι μεγάλοι ρυθμιστές της ρευστότητας στις αγορές, από τα τέλη του 2008 και μετά.
Το Μεγάλο Τείχος των Βρυξελλών( δηλαδή τα κεφάλαια των πλεονασματικών χωρών όπως αυτά των Μηχανισμών Στήριξης( EFSF, ESM,ΔΝΤ) και η ρευστότητα διευκόλυνσης από την ΕΚΤ στις τράπεζες της Ευρωζώνης ) στήθηκε ακριβώς για να αναχαιτίσει τις διαρροές από το τείχος προστασίας- που υποτίθεται ότι έστησε ο χρηματοπιστωτισμός με τις πυραμίδες σύνθετων προϊόντων αντιστάθμισης κινδύνου και εργαλείων μόχλευσης εικονικών κεφαλαίων.
Είναι πλέον εμφανής η μεθοδική μεταφορά του κρατικού δανεισμού από τις απρόσωπες εγχώριες και διεθνείς αγορές, στις υπερεθνικές εξουσίες της Ε.Ε και του ΔΝΤ.
Σε αυτό το σύγχρονο ‘καθεστώς έκτακτης ανάγκης’-για να θυμηθούμε τον Agamben- αιτιολογείται από τον κυρίαρχο λόγο η αναγκαιότητα εισόδου του ‘τρεμάμενου’ υπερ-εθνικού χεριού στην οικονομία. Ένας επιλεκτικός ευρώ-κρατισμός, φαινόμενο αναγκαίο μεν αυτή την περίοδο της σύγχρονης μεγάλης ύφεσης, δυστυχώς όμως με πρόσκαιρα μόνο οφέλη για τις κοινωνίες εφ όσον δεν υπάρχουν ορθολογικές κατανομές κεφαλαίων και προτεραιοτήτων.
Αλλά πώς γίνεται άραγε και αυτό το δίχτυ προστασίας που δήθεν απλώνει η νομενκλατούρα των Βρυξελλών ρίχνει τα πλοκάμια του πάνω από τις κοινωνίες; Μήπως πίσω από τις πυραμίδες των ‘κανονικών’ παραγώγων χρηματοπιστωτικών προϊόντων της τελευταίας δεκαετίας, υπήρχε (στο μυαλό των σχεδιαστών τους) η υπερεθνική/διακρατική ρευστότητα, ως δικλείδα ασφαλείας; Μήπως δηλαδή η συνήθης τακτική της τραπεζοκρατίας είναι η επιβίωση στην κρίση δια μέσου της προσφυγής στους υπερεθνικούς εκτυπωτές χρήματος και ομολόγων;
Μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers( Οκτώβριος 2008) και την εκτόξευση της τιμής του πετρελαίου λίγους μήνες νωρίτερα στα ιστορικά υψηλά του ( 147$ το βαρέλι)- και αφού προηγήθηκε η πλήρης απορρύθμιση των αγορών κεφαλαίου και χρήματος από την τραπεζική ολιγαρχία σε Ν. Υόρκη και Λονδίνο- περάσαμε στην τεχνητά φουσκωμένη τιμολόγηση από την συναλλακτική παράνοια στα εμπορεύματα και στις πρώτες ύλες (τρόφιμα, στάρι, ρύζι, σόγια κ.α πήγαν στα ύψη και λαοί λιμοκτονούν μέχρι σήμερα σε Αφρική, και όχι μόνο).
Το διαπλανητικό πρακτορείο στοιχημάτων, αυτό των ισχυρών κωδικών ρευστότητας και μόχλευσης, συνέχισε την λειτουργία του στο ασφαλές λιμάνι των κρατικών ομολόγων, όπου παραδοσιακά ‘άραζε’ η ρευστότητα του συστήματος. Αυτός ο μεγάλος παγκόσμιος κορβανάς των κρατικών ομολόγων, για να αποφέρει κέρδη έπρεπε να παράγει υψηλές αποδόσεις. Δηλαδή, αυξημένο κόστος δανεισμού (spreads) στις χώρες που τα εκδίδουν. Και ποιες χώρες είναι αυτές ; Οι χώρες υψηλών ελλειμμάτων, χρέους, εκείνες που μπροστά στον γκρεμό επιλέγουν με το πιστόλι στον κρόταφο την προσφυγή σε μηχανισμούς στήριξης. Τα κράτη με αυτό τον τρόπο ,λειτουργώντας πλέον σαν εταιρίες εσόδων-εξόδων, υποκύπτουν στην δύναμη των αγορών και ανάλογα με την ισχύ τους, αντέχουν και πληρώνουν υψηλό κόστος (Ισπανία, Ιταλία) ενώ άλλα (Ιρλανδία, Ελλάδα, Πορτογαλία) προσφεύγουν στην αγκαλιά της υπερεθνικής ασφάλειας (ΕΕ, ΔΝΤ) με το πρόσχημα της δημοσιονομικής συμμόρφωσης.
Ποιοι είναι όμως οι άμεσα κερδισμένοι; Τράπεζες, επενδυτικές εταιρείες με funds και λοιποί θεσμικοί που ξεφορτώνονται το ρίσκο μη πληρωμής, με την βοήθεια μηχανισμών συγκέντρωσης ομολόγων (EFSF, ΕΚΤ) Το ζητούμενο είναι πλέον πόσο θα αντέξει αυτό το Μεγάλο Τείχος διάσωσης. Και φυσικά, πόσο θα αντέξουν οι κοινωνίες που βρίσκονται στην βάση, στα θεμέλια αυτού του τείχους.
Η μεγάλη κρίση χρέους στην Ευρωζώνη ας μην ξεχνάμε ότι κυοφορήθηκε σε ένα περιβάλλον με μη ομοιόμορφες κατανομές ενδο-κοινοτικού δανεισμού, μέσα από ένα σκοπίμως διογκωμένο και αλληλοσυνδεδεμένο τραπεζικό σύστημα. Μόνιμα ευνοημένοι, την περίοδο της φθηνής πίστωσης του ευρώ στις κοινωνίες, αποδείχθηκαν (όπως μαρτυρούν οι ισολογισμοί τους) οι ισχυροί τραπεζικοί παίχτες σε κάθε χώρα κυρίως αυτοί της Γερμανίας και της Γαλλίας.
Σήμερα προσπαθούν να επιβιώσουν με την γνωστή μέθοδο: κοινωνικοποίηση των ζημιών .
Μπορεί η γραφειοκρατική, υπερδομική και υπερθεσμική δράση των αρχών της Ευρωζώνης να στηρίζεται στην ανάγκη διαχείρισης του δημόσιου χρέους των κρατών, αλλά ο αληθινός επόπτης και διαχειριστής είναι το ‘μεγάλο μάτι’ των αγορών. Αυτό το αφανές βλέμμα που πανοπτικά ελέγχει ισολογισμούς νοικοκυριών, επιχειρήσεων, κρατών και εγκαθίσταται στον ατομικό ψυχισμό και στο συλλογικό ασυνείδητο. Είναι αυτός ο συγκεκριμένος τρόπος «παρακολούθησής» των κοινωνιών από τις χρηματαγορές που διαμορφώνει ένα πλαίσιο τρομοκρατικής τιμολόγησης του «κινδύνου», της αβεβαιότητας, της ανασφάλειας. Είναι αυτό το πλαίσιο που πρέπει να αναλύσουμε στις μέρες μας, ανατρέχοντας στις παρελθούσες κρίσεις, εμβαθύνοντας στην τωρινή, αλλά και στοιχειοθετώντας δομικές αναλύσεις για τις επόμενες. Διότι η περίφημη μόχλευση στα κεφάλαια των χρηματαγορών αποτελεί τον βασικό τροφοδότη της μοχλευμένης Επιθυμίας στις κοινωνίες. Στην αλυσίδα πίστωση-κατανάλωση-χρέος, πολλοί ξεχνούν την αφετηρία: τα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια των τραπεζών και των εταιρειών διαχείρισης που αναζητούν μανιωδώς την υψηλή απόδοση. Οι κοινωνίες ουσιαστικά χρησιμεύουν ως πεδία δημιουργίας τόκου από το κρατικό και το ιδιωτικό χρέος, αφού πρώτα χρησιμεύουν ως πεδία συσσώρευσης ρευστού μέσω του συστήματος καταθέσεων-αποταμιεύσεων. Ως σύγχρονοι διαχειριστές μόχθου αλλά και εικονικού οφέλους, χρηματιστές και τραπεζίτες πληκτρολογούν μεγέθη δυσανάλογα με την καθημερινότητα ενός μέσου εισοδηματία, ενός φυσιολογικού ανθρώπου. Τα τερματικά στις αγορές απεικονίζουν νούμερα ασύλληπτα με τα μέτρα και τα σταθμά της καθημερινής εργασίας ενός τεχνίτη, ενός επιστήμονα, ενός βιοπαλαιστή. Αποταμιεύσεις και υπεραξίες από εργασία και επιχειρηματικό δαιμόνιο πολλαπλασιάζονται με ρυθμούς ιλιγγιώδεις, χωρίς να μεσολαβεί μεγάλος βαθμός ανθρώπινης εργασίας, αυξημένο προσωπικό, υψηλή απασχόληση, εργοστάσια, παραγωγή. Το χρήμα αυτό-αναπαράγεται και αυτό-πολλαπλασιάζεται χωρίς να πληρώνει πολλά χέρια, μόχθο, εργάτες. Αρκεί ένας αλγόριθμος, μία μηχανική υποστήριξη συναλλαγών στην φιλοσοφία και στην τεχνογνωσία φυσικομαθηματικών (ούτε καν οικονομολόγων), ώστε να απογειωθούν οι αποδόσεις από τις στοιχηματικές αξίες.
Πίσω από το σκηνικό αυτό, διεθνείς θεσμοί όπως η Ε.Ε και το ΔΝΤ υποτίθεται ότι έπρεπε να θωρακίζουν την υγιή κυκλοφορία του κεφαλαίου, την εύρυθμη λειτουργία των αγορών και την αποφυγή στρεβλώσεων ή έντονων ανισοκατανομών κερδών και ζημιών, ώστε να αποφεύγονται κοινωνικές ανισότητες . Διότι ο εμπορικός κίνδυνος στην πραγματική οικονομίας πηγάζει από τους χρηματοπιστωτικούς κινδύνους στις αγορές και ιμάντες μεταφοράς (πίστωση, κατανάλωση, επένδυση) τον σέρνουν στην οικονομικής μας καθημερινότητα. Και όμως, οι υπερ-εθνικοί θεσμοί δεν θωρακίζουν τις κοινωνίες, και αναγκαστικά καταφεύγουν στην δημιουργία Μεγάλου Τείχους, όπως αυτό των Βρυξελλών, διότι αποτυγχάνουν στην εποπτεία και στην πρόληψη. Σαν μαύρα κουτιά ,που δεν έχουν εμφανές περιεχόμενο, οι ισολογισμοί και τα βιβλία συναλλαγών σε ιδιωτικούς οργανισμούς διαχείρισης(private equities) σε επενδυτικές εταιρείες, ακόμα και σε τραπεζικά ιδρύματα ή εταιρείες με υποχρέωση δημοσίευσης ξεκάθαρων στοιχείων, αποτελούν το κρυμμένο μυστικό του χρηματοπιστωτισμού, το καλυμμένο μυστικό της κρυμμένης ψευδο-διαφάνειας. Θρέφεται χωρίς κοινωνικό όφελος ένα τεράστιο κύκλωμα ελεγκτών και ελεγχόμενων, ένα διεθνές πολυπλόκαμο και ακέφαλο χταπόδι λογιστικών, νομικών και οικονομικών εταιρειών που πάντα καταλήγει σε κάποια κέντρα κοινών συμφερόντων –όλο και λιγότερα σε αριθμό, όλο και μεγαλύτερα σε ισχύ– ρυθμίζοντας την κυκλοφορία του παγκόσμιου χρήματος.
Ένα τέτοιο πολυπλόκαμο ‘χταπόδι’ σχεδόν παρόμοιο με το πρώην σοβιετικό και κομμουνιστικό δίχτυ του Κρεμλίνου στα χρόνια της ισχυρής ΕΣΣΔ, σχεδόν ίδιο με εκείνο το πατερναλιστικό κομματικό μοντέλο ελέγχου και εποπτείας που ασκούσε η Μόσχα για δεκαετίες, φαίνεται να απλώνεται στο ‘ευρωπαικό Κρεμλίνο’ : στις Βρυξέλλες. Ακέφαλο, πολυπολικό, χωρίς συγκεκριμένα κέντρα ισχύος –αν εξαιρέσει κανείς την γερμανο-γαλλική διεύθυνση – ουσιαστικά αποτελεί το καταληκτικό σημείο της παγκοσμιοποιημένης κυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού. Αποκορύφωμα : ο σχεδιασμός της επικείμενης Τραπεζικής Ένωσης στην Ευρωζώνη
Απροκάλυπτα πλέον, άτομα συνδεόμενα με το κυρίαρχο ‘Ευρωπαικό Δημόσιο δηλώνουν( με άλλα λόγια πάντα) το προφανές : ότι οι ηγέτες της Ευρωζώνης αποφάσισαν να δημιουργήσουν μια τραπεζική ένωση καθαρά και μόνο για να αποτρέψουν την αστάθεια και την αφερεγγυότητα των τραπεζών. Θα πει κάποιος ότι είναι αναγκαία η σταθερότητα του πιστωτικού συστήματος.
Τεχνικές σταθερότητας και εμπέδωσης κλίματος εμπιστοσύνης, μέθοδοι επαναφοράς της φερεγγυότητας στον θεσμό της τραπεζικής πίστης αλλά και αποφάσεις στήριξης της κεφαλαιακής επάρκειας πολλών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα από αυτό που προσπαθούν μεθοδικά να δημιουργήσουν στις Βρυξέλλες οι Γερμανοί τραπεζίτες, συνεπικουρούμενοι από το λονδρέζικο τραπεζικό λόμπι αλλά και την γαλλική χρηματοπιστωτική ελίτ.
Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι σε περιόδους κρίσης και κατάρρευσης της εμπιστοσύνης στο διατραπεζικό σύστημα, στα πλαίσια μιας νομισματικής ένωσης όπως η Ευρωζώνη, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την αυξημένη σημασία των κεντρικών τραπεζών στη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών συστημάτων. Αυτές οι παρεμβάσεις όμως ενδέχεται να έχουν αρνητικές παράπλευρες επιδράσεις εάν διαρκέσουν για πολύ .
Χρειάζεται να αντιληφθούμε ότι όσο αναγκαίο είναι για τις οικονομίες της Ευρωζώνης- τις σημερινές ασθμαίνουσες οικονομίες με υψηλή ανεργία και ελλείμματα- να έχουν κοινές εποπτικές αρχές, κοινά ρυθμιστικά όργανα και ενιαία δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, τόσο επικίνδυνο είναι να ξεκινήσει μια κατάσταση εξαιρετικά πολύπλοκη, τεχνικά δυσκίνητη και τελικά αμφιλεγόμενη.
Κατ αρχήν μια κοινή εποπτεία χωρίς ταυτόχρονη δημοσιονομική υποστήριξη, σημαίνει το προφανές : στο τέλος οι φορολογούμενοι κάθε έθνους θα πρέπει να πληρώσουν για τις αποτυχίες της εποπτείας της ΕΚΤ. Δεύτερο ζητούμενο που σκοπίμως δεν συζητείται και δεν αναλύεται: με ποια κριτήρια άραγε 6000 τράπεζες στην Ευρωζώνη θα μπουν στην εντατική παρακολούθηση ; Όσες πέρασαν τα περίφημα stress-tests, άραγε θεωρούνται αρκετά υγιείς , οπότε και εξαιρούνται ; Και επειδή πλέον έγινε της μόδας το περίφημο εργαλείο της bad bank , δηλαδή να πετάμε στους φορολογούμενος την τοξική πλευρά ενός ιδρύματος και στους ιδιώτες ‘σωτήρες’ το υγιές κομμάτι μιας τράπεζας, άραγε το κόστος των χρεών στις όποιες bad banks γεννηθούν, ποιους θα επιβαρύνει; Θα έχουμε ξανά περιπτώσεις όπου η φερεγγυότητα του Ελληνικού, του Ιταλικού, του Ισπανικού Δημοσίου θα τίθεται σε κίνδυνο;
Αγνοούν σκοπίμως οι ειδικοί στις Βρυξέλλες το αυτονόητο: τα εθνικά τραπεζικά συστήματα στην Ευρώπη είναι σχεδόν διαφορετικής δομής και προσανατολισμού το καθένα. Σε Πορτογαλία, Ελλάδα πχ, υπάρχουν συγκεκριμένες μετοχικές ομάδες, σχεδόν εγχώριων συμφερόντων, που ελέγχουν το παιχνίδι. Στην δε Γαλλία η διεθνής εξάπλωση των πιστωτικών ιδρυμάτων της έχει ουσιαστικά εγκαταστήσει έναν σχεδόν μόνιμο συστημικό κίνδυνο για όλη την Ευρωζώνη, το ίδιο και στην Ιταλία, ενώ οι Γερμανοί έχουν μόνο έναν πυλώνα που συγκεντρώνει τα ανοσοποιητικά στοιχεία του συστήματος: την Deutsche Bank, έναν όμιλο παγκοσμίου βεληνεκούς, και ακολουθούν κάποιες ελάχιστες μεσαίες τράπεζες με γερμανική κυρίως παρουσία ,καθώς και εκατοντάδες μικρές τοπικές τράπεζες. Όμως, οι προνοητικοί Γερμανοί έχουν έξι (!) διαφορετικά συστήματα εγγύησης των καταθέσεων, ακριβώς επειδή έχουν ανισότητες μεγεθών εντός του πιστωτικού συστήματος.
Οι κατασκευαστές του Μεγάλου Τείχους δεν πρέπει να αγνοούν την Ιστορία: οι μεγάλες τραπεζικές κρίσεις συνεπάγονται αναγκαστικές σημαντικές δημοσιονομικές δαπάνες. Σχεδόν στις μισές κρίσεις του αιώνα μας, στις προηγμένες οικονομίες, το άμεσο κόστος διάσωσης του τραπεζικού συστήματος για τον προϋπολογισμό ενός κράτους ξεπερνά το 12 % του ΑΕΠ κάθε χώρας.( http://www.bruegel.org/nc/blog/detail/article/912-the-imf-global-financial-stability-report-restoring-confidence-and-progressing-on-reforms/ Αυτό και μόνο το μέγεθος επιβάλλει το αυτονόητο σήμερα : να γίνουν άμεσα ρυθμίσεις επιμερισμού των οικονομικών βαρών πριν εμφανιστεί το κόστος στις κοινωνίες !
Η πραγματικότητα στην Ευρωζώνη δείχνει ότι έχουμε βυθιστεί σε μια ‘εποικοδομητική ασάφεια’ ,σε σχέδια για ισχυρό θεσμικό πλαίσιο, σε υπερ-δομικές οργανωτικές βάσεις, σε μαραθώνιες ασαφείς μηχανικές εφευρέσεις ( EFSF/ESM) που δήθεν λειτουργούν ως μαξιλάρια ασφαλείας και καταφύγια έσχατης σωτηρίας για τον χρηματοπιστωτικό κλάδο. Σήμερα δεν υπάρχει στην Ευρωζώνη ξεκάθαρη απεικόνιση για το εκκρεμές μεταξύ των κανονιστικών ρυθμίσεων και της επώδυνης-όπως αποδείχθηκε- απελευθέρωσης στην κινητικότητα των κεφαλαίων. Υποτίθεται ότι χρειαζόμαστε Αγορές και οργανισμούς που να είναι πιο διαφανείς, πιο απλοί και λιγότεροι μοχλευμένοι, ώστε να αποτρέψουμε το ανεξέλεγκτο: η ‘εσωτερικότητα’ σε κάποιες δράσεις από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, δηλαδή οι αδιαφανείς διοικητικές και στενά ιδιοτελείς αποφάσεις κάποιων, να μας οδηγήσουν πάλι σε ένα ασταθές χρηματοπιστωτικό σύστημα .
Στα σχέδια κοινής τραπεζικής εποπτείας και εξυγίανσης του συστήματος, είναι αναγκαίο να απαιτηθεί νομικός διαχωρισμός συγκεκριμένων ριψοκίνδυνων χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων( πχ trading ) από τις παραδοσιακές δραστηριότητες ενός τραπεζικού ομίλου. Πιο απλά: χρειάζεται η περίφημη επιτροπή Likkannen να εναρμονιστεί σε μεγάλο βαθμό τόσο με τον κανόνα Volcker στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και με την πρόταση Vickers στο Ηνωμένο Βασίλειο. Διότι μπορεί ΗΠΑ, Αγγλία, Ευρώπη να έχουν διαφορετικές δομές οικονομικών και πιστωτικών συστημάτων, αλλά έχουν το ίδιο τεράστιο πρόβλημα: ύφεση. Ο διαχωρισμός των σύνθετων τραπεζικών δραστηριοτήτων σε απλούστερα μέρη, θα επιτρέψει ώστε να επανεκτιμηθεί η πειθαρχία της αγοράς και να δούμε ξανά δύο παλιούς μύθους που μας έφεραν ως εδώ( to big to fail, to complex to price)
Ζούμε εν μέσω σφοδρής λιτότητας των κοινωνιών σε μια Ευρώπη όπου οι 20 μεγαλύτερες τράπεζες ελέγχουν περίπου το 50% του συνολικού όγκου των τραπεζικών μεγεθών . Μια μελέτη του ΟΟΣΑ (October 2012, OECD Interim Economic Assessment). δείχνει ότι οι επιδοτήσεις που λαμβάνουν οι τράπεζες αυτές με τη μορφή των ρητών ή σιωπηρών εγγυήσεων διάσωσης, αποτελούν ένα σημαντικό μέρος των ετήσιων κερδών τους. Το Μεγάλο Τείχος οφείλει να κλείσει ρωγμές και στις κοινωνίες, όχι μόνο στους ισολογισμούς των χρηματοπιστωτικών κολοσσών.