Λατρεύω το ηδύ έθιμο της λαγάνας με την ταραμοσαλάτα.
Την Καθαρή Δευτέρα ξυπνάω αργά, ελαφρά μελαγχολικός μετά τις σπονδές στον Πάνα και τον Διόνυσο της προηγούμενης μέρας. Όταν πια βγαίνω από το σπίτι, τα παντοπωλεία έχουν κλείσει. Έχω μια ελαφριά αγωνία πού θα καταφέρω να βρω τα απαραίτητα για το σπίτι. Αυτή τη συντηρητική παροιμία, που λέει για των φρονίμων τα παιδιά, την αγνοώ με περιφρόνηση. Είμαι υπερήφανος Έλληνας και με εκφράζει το ανέκδοτο που καταλήγει «ελληνική κόλαση είναι, όλο και κάτι θα γίνει στο τέλος και πάντα τη βολεύουμε».
Είμαι τελικά άξιος της μοίρας μου. Δε μου φταίει κανένας, μόνο το ξερό μου το κεφάλι. Τις προάλλες συνειδητοποίησα πόσο δυνατά γραπωνόμαστε στα οικεία κακά. Δεν κρύβουν εκπλήξεις, τον κόπο τους τον έχουμε συνηθίσει, πού να ξεβολευόμαστε τώρα…
Κολλάμε σ’ ό,τι έχουμε συνηθίσει στον ιδιωτικό μας βίο, κολλάμε και στον δημόσιο, ακόμα περισσότερο.
– Δεν είναι ώρα ακόμα.
– Κάτσε να το σκεφτούμε.
– Άστο να ωριμάσει.
– Τι τα θες τώρα!
– Δεν είναι ακόμα κατάλληλες οι συνθήκες.
– Άσε μωρέ, μπελάδες ψάχνεις;
– Όσο δουλεύει, μην το πειράζεις
– Να φτιάξει ο καιρός και βλέπουμε
– Άστο γι αύριο, έχει ο Θεός.
– Πάθαμε τίποτα τόσα χρόνια χωρίς αυτό;
– Κάτσε στ’ αυγά σου!
Έχουμε χρόνια αλλεργία στο καινούριο. Μας καθηλώνει μια οξεία δυσανεξία στην προσπάθεια που χρειάζεται για να αλλάξουμε ρότα.
Ίσως φταίει η τηλεόραση που χτίζει τη συλλογική μας συνείδηση με τις ασπρόμαυρες ταινίες του ’60. Ίσως φταίνε τα μινόρε κλαψοτράγουδα που τραγουδάμε με πάθος όταν ερχόμαστε στο τσακίρ κέφι.
Το χθες μας στοιχειώνει σα βρυκόλακας. Απαγορεύουμε να διαφημίσει η Gucci την Ελλάδα από την Ακρόπολη, ενώ η ηγεσία μας βλέπει το Ζαχαριάδη στο θέατρο.
Δεν βλέπουμε, δεν ακούμε και δεν αισθανόμαστε το τσουνάμι της Νέας Γνώσης που χτίζει το αύριο, ερήμην μας. Στο νοσοκομείο του πανεπιστημίου του Στάνφορντ και το Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης βάζουν με επιτυχία ηλεκτρόδια στον εγκέφαλο ανθρώπων με παράλυση και αυτοί μπορούν με τη σκέψη τους να πληκτρολογούν στον υπολογιστή.
Ζούμε το σήμερα χωρίς το βάθος της σκέψης του Διογένη του Κύνα. Ζηλεύοντας το γείτονα και την κατσίκα του.
Έτσι μου ‘ρχεται, φέτος, από αντίδραση, να πάρω την “παραδοσιακή λαγάνα Βαυαρίας”, που διαφημίζει ένας φούρνος στη γειτονιά μου. Μην γκρεμιστεί κι αυτός και έχουμε άλλα.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article EXPRESSES the views of the author
iPorta.gr