Pane di capo σε Ανάληψη, στάδιο Διαγόρας και Ασγούρου και Pane di capo delivery: 224100-3600. Πάντα κοντά σου!
to γκρι or not to agree
Έτσι μου ‘ρχεται – και θα το κάνω – μόλις ξαναεμφανιστεί για επιτήρηση στο γραφείο η γκρέτχεν (=έτσι αποκαλούσε τη Γερμανίδα αντρογυναίκα γκουβερνάντα που είχε ο παιδικός μου φίλος Ισαάκιος Μπακλαβατζίογλου-η πορφυρογέννητη μάνα του τον παραμύθιαζε ότι ήταν απ’ ευθείας απόγονοι του Ισαάκιου Κομνηνού- που με την προτεσταντική της πρακτική είχε επιβάλλει νόμο και τάξη στη ζωή του, αυτή που αν και ήταν πλέον μαντράχαλος εξακολουθούσε να τον βάζει για κατούρημα, επειδή ο ίδιος έμαθε να μη μπορεί, και μετά να του την τινάζει), να σηκωθώ και μπροστά της να τραβήξω μια αλά Βέγγο καρπαζιά στον μπροστινό ”και πώς τον λεν τον Ιταλό και τον τρελό τον Ισπανό να τους ρωτήσω δεν μπορώ ούτε να πα…ούτε να πάρω αέρα”(=από τους ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ του Γιάννη Μαρκόπουλου και Γιώργου Σκούρτη).
Να γίνει μπάχαλο στο γραφείο και ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΩΡΑ (=γνωστη ταινία του Κοπόλα), να τα πάρει η γκρέτχεν στο κρανίο που διασάλευσα την τάξη, να με διώξουν και να ‘ναι νύχτα -φύρδην μίγδην τα πράγματα στον σάκο, τα μισά μου έπεσαν στο δρόμο- και τσίτα τα γκάζια και τέρμα τα ντεσιμπέλ, σαν λύκος της στέπας που γεννήθηκε για να ‘ναι άγριος (=???), καρφί, με όλα τα φώτα αναμμένα, για τον Ταξιάρχη (=εξαίσια νυχτερινή ειδική διαδρομή του Ράλλυ Χαλκιδικής, τότε που η χώρα είχε πέντε αυτοκινητοβιομηχανίες, οι δύο έβγαζαν αυτοκίνητα Ελλήνων σχεδιαστών, τρεις βιομηχανίες ελαστικών, μια αρμάτων μάχης, άπειρες κλωστοϋφαντουργίες, αλευροβιομηχανίες, χαλυβουργίες που μετά την έκαναν για Βουλγαρία και Σκόπια μεριά, που τρώγαμε Ελληνικά κρεμμύδια, σκόρδα, λεμόνια, ζάχαρη, μπαρμπούνια, κρέας και πατάτες-έρμε Καποδίστρια- ναι τότε που χτυπιόταν στα ίσια ο Στρατισίνο και ο Μοσχούς με τον Φερκλέν και τον Βουνταφιέρι για την πρωτιά, για να μπορούμε, μέσα απ’ τις σκόνες από τα σπιναρίσματα, υπερήφανοι να φωνάζουμε για να ακούσουν οι Ευρωπαίοι και να λέμε ”Να! Είμαστε και εμείς εδώ”).
Και από τον Ταξιάρχη, ασταμάτητος, νύχτα ακόμη για τον Ίταμο στη Σιθωνία, να προλάβω να ακούσω από τα αηδόνια την ζωή να ξυπνάει, να δω τον ήλιο να ξημερώνει σκιαγραφώντας τη Λήμνο, για να περιλούσει και να φωτίσει όλη τη χώρα.
Όχι σαν Διογένης που αναζητά άνθρωπο ούτε Δίας να κατακεραυνώνω,αλλά για να αγναντέψω τις σκουριές.
Αυτές που σκεπάζουν ”καθ’ άπασα την επικράτεια”.
Εσύ φίλε Άκη Μπακλαβά, έτσι τον λέγαμε οι λιγοστοί φίλοι που του είχαμε απομείνει, που δεν τολμάς το chicken game, ξέρω, θα ‘ρθεις να με συναντήσεις από του Τσάνταλη (=γνωστό σημείο αφόρητου μποτιλιαρίσματος στο δρόμο για Χαλκιδική, τα καλοκαιρινά Σαββατοκύριακα της τσακίρ υστερίας του κοιλαρά και της, με αξύριστη ιδρωμένη μασχάλη, κυρίας του).
Για να σε πω, ”γέρασες και μυαλό δεν έβαλες ούτε έμαθες τι έχεις μέσα στο βρακί σου”.
Για να με πεις, ”μπέμπης γεννήθηκες μπέμπης θε να πεθάνεις που πιστεύεις ότι θα αλλάξεις τον κόσμο”.
Δεν θα σου συγχωρήσω ποτέ τη ζημιά που μου έκανες Κ.Κ. (=όσοι ξέρουν τι σημαίνουν τα αρχικά δεν χρειάζονται επεξήγηση, οι υπόλοιποι πού να τους εξηγώ).
Που με έμαθες να ονειρεύομαι όνειρα.
Που με δασκάλεψες πώς ”χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία” (=ποίηση Νίκου Καββαδία), να μη συμφωνώ, να μη συμβιβάζομαι, να μη ζητώ, να μη κάθομαι, να μην επαναπαύομαι, να μην υποχωρώ, να μην αποχωρώ και να παλεύω, ενώ η πραγματικότητα είναι μονοσήμαντα αντίστροφη.
Γκρι. Οθωμανικό γκρι.
Που ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε την απόχρωση νούμερο 194 (=2015-1821) του γκρι και εγώ να εξακολουθώ να επιμένω στο not agree.