Ξυπνούσε με αγωνία. Όχι, όχι με αγωνία, με λαχτάρα. Να ανοίξει τα παραθυρόφυλλα, να βγει στο μπαλκόνι για να δει την θάλασσα. Θα ήταν ήρεμη ή ακόμα καλύτερα, θα ήταν λάδι; Αυτό σήμαινε μακρινές βαρκάδες, αγώνες με κανό, διαγωνισμούς κολύμβησης, βουτιές από παντού και καταδύσεις στα δύο μέτρα με λάφυρα επτασφράγιστες πίνες και ορφανά κοχύλια. Εκτός πάλι κι αν είχε «προβατάκια». Αυτό σήμαινε κύματα και τρελό παιχνίδι με αυτοσχέδιες σανίδες και επικλήσεις στον Ποσειδώνα! Και κάπως έτσι, τα μποφόρ, καθόριζαν και την πορεία της κάθε νέας ημέρας των διακοπών του.
Οι διακοπές κρατούσαν σχεδόν 3 μήνες! Από την εβδομάδα που έκλειναν τα σχολεία η περιπέτεια ξεκινούσε και τελείωνε λίγο πριν ξανανοίξουν. Κανονική τηλεοπτική σεζόν! Αν και κανείς τότε δεν κλεινόταν σπίτι του για να δει τηλεόραση.
Πρωινό γάλα και βουτυρωμένο φρέσκο ψωμί με μαρμελάδα σπιτική και μετά έξω. Από μέσα μοσχοβολούσαν τα γεμιστά της μαμάς που εμφανίζονταν μαγικά στην κουζίνα όπως και όλα τα φαγητά της! Μα πότε μαγείρευε πια;! Το ξημέρωμα;!
Όσο πιο πολύ έμενε σπίτι, τόσο περισσότερο παιχνίδι θα έχανε. Για διάβασμα ούτε λόγος. Το καλοκαιρινό βιβλίο μπορούσε να περιμένει τους αέρηδες του Αυγούστου και τις ξαφνικές καλοκαιρινές μπόρες για να κάνει ντεμπούτο. Είχε καιρό ακόμα.
Το κρεβάτι του ήταν άβολο. Το έλεγαν «κομολί». ‘Έκλεινε μαγικά και ο χώρος το κατάπινε έξυπνα μέχρι το μεσημέρι που μετρούσε ξανά τις βασανιστικές ώρες της κοινής ησυχίας που έπρεπε να ξαναγίνει «όπως ένα κρεββάτι», όσο τα τζιτζίκια οργίαζαν στις πικροδάφνες και τα μεγαλύτερα παιδιά έφτιαχναν φασαριόζικα πηγαδάκια στην παραλία. Έπαιζαν ρακέτες-πραγματικά εκνευριστικό- ή έπαιζαν τάβλι –ακόμη εκνευριστικότερο- μέσα στην ησυχία του μεσημεριού που όλοι οι θόρυβοι φάνταζαν μεγαλοπρεπείς αντίλαλοι.
΄Ολο και κάποιος θα φώναζε από κάποια βεράντα ένα «σουτ, είναι μεσημέρι… πάτε σπίτια σας να κοιμηθούμε!». Θα ακούγονταν μερικά πνιχτά γελάκια, μετά ήχος από βουτιές και η παρέα θα απομακρυνόνταν με γρήγορες απλωτές προς τα δεμένα σκαφάκια με τις γυαλιστερές σημαδούρες τους…
Η θάλασσα ήταν σαν να τον καλούσε με το όνομά του. Όπως και όλα τα παιδιά της παρέας! Αισθάνονταν τουλάχιστον σαν μέλη του πληρώματος του Καλυψώ και ατρόμητοι ναύτες του Κουστώ! Λες και είχαν δώσει ένα φανταστικό ραντεβού να βρίσκονταν στην παραλία τους όλα μαζί, πάνω- κάτω την ίδια ώρα! Με μια πετσέτα στον ώμο, μιά μάσκα στο χέρι, χωρίς καπελάκια και αντιηλιακά, σέρνανε τις σαγιονάρες τους στα βότσαλα και καθώς τις αράδιαζαν, ένα βουναλάκι, όπου έβρισκαν, πετούσαν τα ξεθωριασμένα μπλουζάκια τους δίπλα στις ριγέ πετσέτες και έτρεχαν στο νερό με λαχτάρα, σαν τα χελωνάκια που μόλις είχαν σκάσει από τ΄αυγά τους!
Κι αυτά τα καλοκαιρινά μπλουζάκια που δεν ακολούθησαν ποτέ καμία μόδα! Αχ, αυτά τα ξεθωριασμένα μπλουζάκια! Αυτά που τα έλεγαν «τα μπλουζάκια των διακοπών» . Άλλα ήταν σαν την γαλανόλευκη, άλλα κάποτε ήταν μπλε ή κόκκινα ή χακί και τώρα είχαν γίνει η σκιά του εαυτού τους, γεμάτα τρυπίτσες και διάσπαρτες γαλαζωπές πιτσίλες από το αλάτι και τα πλυσίματα με το νερό του ντους, χωρίς να συναντηθούν με το πλυντήριο της μαμάς, παρά μόνο την πρώτη- πρώτη μέρα που έφτασαν στο εξοχικό φρεσκοπλυμένα και μοσχομυριστά, μέσα στην βαλίτσα των διακοπών. Κανείς δεν ήθελε ένα καινούργιο. Άλλωστε τα αγόρια δεν έδιναν και πολύ σημασία σ΄αυτά. Είδε και έπαθε να παλιώσει το δικό του!
Η συνέχεια είχε μόνο νερό. Νερό και άμμο.
Κάποιος είχε μια φουσκωτή βάρκα, ένα κανό, μια σανίδα, μια μπάλα, κάτι. Κάποιος μπαμπάς, θείος, κουμπάρος, μπορεί να είχε ένα βαρκάκι για ψάρεμα…ή και ένα σκαφάκι με δυνατή μηχανή…Αλλά και να μην υπήρχαν αυτά, η θάλασσά τους ήταν πάντα σπαρμένη με πολλές πολλές πορτοκαλί και κίτρινες σημαδούρες. Άλλες ολοκαίνουργιες και άλλες γεμάτες πεταλίδες καλοφυτεμένες πάνω σε μια παχιά πρασινωπή στρώση γλίτσας… Κι αυτές ήταν το απαράβατο όριο του υδάτινου κόσμου κάθε παιδικής παρέας που είχε την τύχη να κάνει τις διακοπές της στην ίδια παραλία.
Με το κεφάλι κάτω από το νερό τη μισή μέρα, όλο και κάποιος θα πατούσε έναν αχινό. Και το αγκάθι του αχινού θέλει, για να βγει, ένα τσιμπιδάκι και λίγο ελαιόλαδο…Μπελάς και πόνος. Οι τσούχτρες πάλι ήταν άλλη ιστορία. Πίο μεγάλη ήταν η σιχαμάρα που ένιωθαν, ειδικά τα κορίτσια! Το πιο ωραίο όμως ήταν οι διαγωνισμοί και τα παιχνίδια . Είχαν φτιάξει με τα παιδιά ένα σκάμμα στην άμμο και εμπόδια και έκαναν αγώνες που θα έμεναν στην ιστορία, αν φυσικά είχαν εφευρεθεί τα κινητά τηλέφωνα κι περήφανες μαμάδες έτρεχαν να απαθανατίσουν τα κατορθώματά των βλασταριών τους! Αλλά τότε κανείς δεν έδινε σημασία στο να μείνει στην ιστορία. Του αρκούσε να φτάσει πιο γρήγορα στην τρίτη σημαδούρα, να κάνει την καλύτερη βουτιά, να κρατήσει πιο πολύ ώρα την αναπνοή του κάτω από το νερό…Σε αυτό ειδικά ήταν πιο καλός από όλους! Αφού μια φορά, η παρέα τρόμαξε και άρχισε να φωνάζει βοήθεια. Αυτός ο πονηρός, βγήκε με μια ανάσα στο πέρα βαρκάκι, πίσω τους κι όσο δεν τον έβλεπαν να ανεβαίνει στην επιφάνεια τόσο φώναζαν! Μετά βέβαια γέλασαν όλοι, εκτός από τη μάνα του που τον έβαλε τιμωρία γιατί την λαχτάρησε, είπε, και έχασε δέκα χρόνια από την ζωή της, είπε και θα το έλεγε του πατέρα του όταν γύριζε, για να μάθει.
Ευτυχώς δεν του το είπε ποτέ, αλλά εκείνο το απόγευμα δεν έφαγε παγωτό. Αυτοί οι μεγάλοι δεν είχαν τελικά καθόλου χιούμορ.
Όλα αυτά συνέβαιναν σε ένα σύμπαν όπου όλοι οι μπαμπάδες δούλευαν κατακαλόκαιρο και γύριζαν κάθε Σαββατοκύριακο στην οικογένεια που παραθέριζε ξέγνοιαστα, ενώ αυτοί έλιωναν στην καυτή πρωτεύουσα, την εποχή που ο κλιματισμός ήταν σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Ήταν αυτοί οι μπαμπάδες που φώναζαν τα μεσημέρια «σουτ, θέλουμε να κοιμηθούμε» και ήταν οι μαμάδες που τους πήγαιναν τον ανεμιστήρα στην κρεβατοκάμαρα και κούφωναν τα παραθυρόφυλλα με αθόρυβες κινήσεις νίντζα και μετά τους έφτιαχναν απογευματινά ουζάκια με μεζέ σε κήπους και βεραντάκια σκιερά για να τους περιποιηθούν.
Και όσο όλα αυτά συνέβαιναν στον κόσμο των μεγάλων, στον κόσμο τον δικό του, ζωντάνευαν τα ποδήλατα! Με μια φέτα ψωμί με μερέντα, καθαρά ρούχα και την μπάλα ποδοσφαίρου σφηνωμένη στη σχάρα ή στα χέρια του κολλητού που τον κράταγε με το ένα χέρι από τη μέση και μάζευε κάθε λίγο τα πόδια του μην του τα πιάσει η αλυσίδα του ποδηλάτου, γραμμή για την αλάνα. Στιγμές μεγάλης δόξας διαδραματίζονταν στις καλοκαιρινές αλάνες.
Αποκρούσεις, φωνές, τρεξίματα μέχρι σκασμού…Κάποιος κυνήγαγε την μπάλα σε τίποτα ξερόχορτα και γύριζε γκρινιάζοντας γεμάτος μυρμήγκια ή κυνηγημένος από άγριες σφήκες. Και το τσίμπημα της σφήκας πονάει φριχτά! Δεν είναι αστείο.
Στο τέλος όλοι γύριζαν στις αυλές τους κατάκοποι, κατασκονισμένοι και με μικρά κοφτερά χαλικάκια σφηνωμένα στα ματωμένα τους γόνατα, τίποτα όμως που να μη γιατρεύεται με ένα παγωτό πύραυλο γίγα και ένα αναψυκτικό… Το έπαθλο!
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author