iporta.gr

Το δάσος των χαμένων ψυχών, του Μανώλη Δημελλά

 

 

 

 

 

 

 

 

Μανώλης Δημελλάς

 

 

 

Πόσο ήθελε να είναι για καβούρια, έστω για πατελίες, πέρα, πίσω από τις αμμουδιές, μακριά από τα καταραμένα ανθρώπινα χρέη, χωμένος μέσα στα κρεμά, εκείνα που μοιάζουν λίγο με το κάτω κόσμο.

Ήταν για μεγάλα πράματα ο Γιώργης, έτσι θαρρούσε, του το λέγαν άλλωστε συχνά, είναι το πιο μικρό, το στερνοπούλι, στην φαμίλια του Νικόλα και της Χρυσής.

Θα το στέλναν για σπουδές, μπόλικα γράμματα και κοντυλοφόροι, όπως όλα τα αρσενικά παιδιά, που γυρνούσαν στο νησί με πτυχία ή έστω μαστοράκια, κάποιας τέχνης.

Όμως ο πατέρας γύρισε αρρωστημένος από τις μίνες, τα ορυχεία, της Αμερικής, που ήταν για χρόνια μετανάστης.

Κάτι λέγαν για τα νεύρα του, είχε πάθει αυτήν τη νευρασθένεια, μελαγχόλησε και δεν ξαναβγήκε από το σπίτι, ξέμεινε ολομόναχος, ώσπου στο τέλος πέθανε, μόλις που πάτησε τα σαράντα και χαιρέτισε τον επάνω κόσμο.

Άφησε ένα κουρδιστό, χρυσό ρολόι και την ευχή του, προίκα στον πιτσιρίκο, για νά’ναι καλότυχος, αφού πρώτα φροντίσει τη μάνα και της τέσσερις αδελφές, που περίμεναν το γαμπρό, κλειδωμένες, αμπαρωμένες, με τους Ιταλούς κατακτητές να τις καλοβλέπουν, καθώς ήταν ορφανές, πεινασμένες μα τόσο νοστιμούλες.

 

Εκείνος πάλι δεν είχε ομολογήσει σε κανέναν τον κρυφό καημό του, μια συμμαθήτρια, το Μαριώ, τον είχε από χρόνια τσαλακώσει, τρίτη κόρη, ούτε περιουσίες, ούτε κρυφά κανακαρίκια, η φτώχεια δεν έχει σπουδαίες χαρές και το χρέος για την ορφανή οικογένεια δεν άφηνε περιθώρια για εξομολογήσεις και τρυφερούς έρωτες.

 

Δεν πρόλαβε να ξετρυπώσεις, με το νου, μερικά καβούρια και οι φωνές του επιστάτη, μπάρμπα Ζέρβα, τον έφεραν πίσω από τους χαοτικούς συλλογισμούς, -Γιώργη, βάρδα και θα ανάψουμε το φιτίλι, μην κοιμάσαι, πάρε δρόμο κακόμοιρε και θα σκάσει πάνω σου το φουρνέλο.

 

Κατέβηκε βιαστικά από την μεγάλη πέτρα, εκείνη στα δεξιά του λατομείου, που καθώς τη βγάζαν έσπασε ανάποδα στα νερά της και την παράτησαν, έρημη να χάσκει ξεστελιασμένη, έμοιαζε σα ποθαμένο ζώο.

Έτρεξε στα γρήγορα στο παράπηγμα, που τόχαν για γραφείο, έψαχνε μια δικαιολογία μα δεν βρήκε, έτσι τους είπε την αλήθεια, τη μισή αλήθεια.

Έκλεινε ένα χρόνο στα νταμάρια, μια χρονιά που στο πέρασμα της ενηλικιώθηκε, στα τελειώματα του περυσινού Φλεβάρη, ανέβηκε από τη Κάρπαθο και μόλις χθες ξεκινούσε ο επόμενος Μάρτη, του 1929.

 

-Συμπάθατε με, ξεχάστηκα, με το μυαλό μου κατέβηκα μια βόλτα στην Αθήνα, έχω κανονίσει μια δουλειά, το έχω για κρυφό αλλά θα σας αρέσει, λέω λοιπόν να κινήσω, με την άδεια σας, αύριο, μετά τη δουλειά και θα επιστρέψω με το λεωφορείο, το βραδάκι της Κυριακής.

Μπάρμπα θα κοιμηθώ στου Γιάννη, του ξαδέρφου του σπίτι, κάτω στα Καμίνια. Τώρα που μεγάλωσα, έκλεισα τα δεκαεφτά προχτές, δεν θα έχεις αντίρρηση.

 

OLYMPUS DIGITAL CAMERAΕίχε τον σκοπό του ο Γιώργης, κατέβαινε να αγοράσει μια λύρα, αυτό ήταν το μεγάλο του μυστικό, από μικρός, μέσα στο μυαλό, όλα τα έκανε στίχους και μουσική.

Ο θόρυβος από την έκρηξη σκέπασε τα λόγια του πιτσιρίκου, έσκασε το φουρνέλο και γέμισε μάρμαρο τους εργάτες, σκόνη σαν αίμα, από την πονεμένη άσπρη πέτρα.

Παράτησαν κάθε κουβέντα για την αργία και βγήκαν να δουν το κόψιμο, που θα δέσουν τα σκοινιά και που θα μπήξουν καρφιά για να τραβήξουν το μάρμαρο.

Ναξιώτες, Τηνιακοί και Καρπάθιοι ήταν κυρίως οι εργάτες στα νταμάρια του Διονύσου. Οι τελευταίοι έφευγαν κυνηγημένοι από το νησί που τότε ήταν ακόμη Ιταλικό, ήθελε διαβατήρια και διατυπώσεις για να μπεις στο καΐκι και να ταξιδέψεις, τουλάχιστον μια βδομάδα για τον Πειραιά.

Οι πρώτοι Καρπάθιοι που ανέβηκαν στην Αθήνα, χτίστες και πετράδες, γρήγορα έπιασαν τα πόστα στα λατομεία, έκαμαν το κουμάντο τους στο Διόνυσο και φτάσαν κοντά στον μπόση, στο αφεντικό, που έκαμε δυο, τρείς από αυτούς επιστάτες.

Είχαν και σύλλογο, σωματείο, με πρόεδρο τον σπουδαίο εξορύχτη, Αντώνη Σκορδαρά, που έλυνε και έδενε μέσα στο λατομείο.

Έτσι ο Γιώργης δεν έφυγε στα τυφλά από το χωριό, μα ένα χρόνο τώρα και ακόμη το χρυσό χρώμα, της εγγλέζικης λίρας, δεν το είχε χαϊδέψει, καλός ο μπάρμπα-Ζέρβας, μα όλο το μεροκάματο πήγαινε στη μαυροφόρα μάνα και στα ανοιχτά στόματα, των κοριτσιών που ψάχναν με το κερί, τους καλούς γαμπρούς.

Δέσανε, σαν μωρό, τον όγκο του μαρμάρου, το ετοίμαζαν για να το πάρουν από την αγκαλιά της μάνας γης, όταν τους έπιασε και πάλι η νύχτα. Οι εργάτες δούλευαν από το χάραμα μέχρι να πέσει η ήλιος, ήταν ο σύμμαχος τους χειμώνες που την κοπάναγε νωρίς, μα ήταν βάσανο το καλοκαίρι που θέριευε, δεν έλεγε να σβήσει.

Ξημέρωνε Σαββάτο και δεν κρατιόταν ο Γιώργης, πρώτη φορά θα κατέβαινε ολομόναχος στην Αθήνα, πρώτη, που θα περπατούσε στο δάσος του Διονύσου, θα κατέβαινε στη Ρέα, να πάρει το λεωφορείο και από εκεί στο Κέντρο, στου Ψυρρή, στο Καρπάθικο καφενείο, θα του φέρναν τη λύρα, το όργανο που είχε παραγγείλει μήνες τώρα,
στον ξάδερφο του, Γιάννη και μαζί θα κατέληγαν κάτω στα Καμίνια.

Όμως τίποτε δεν τον ένοιαζε για το μετά, τίποτε δεν έβλεπε μπρος του, μοναχά άκουγε μουσική, κουρδίσματα και ξεκουρδίσματα.

 

Η νύχτα έφερε πάλι μια Μαρτιάτικη ψύχρα, γύρω από τη σόμπα ένα σωρό εργάτες, κουβέντιαζαν θέματα, άλλα ντ΄άλλων, εργατικό δίκαιο και μάσα, Αξιώτικα λαδοτύρια με συνοδεία ρετσίνας, αλλά και κάτι μισακές κουβέντες για το διπλανό δάσος, το φαρμακωμένο, που δεν έπρεπε, λέει, να το περπατούν οι μαρμαράδες.

Ο Γιώργης στάθηκε στην παρέα που κουβέντιαζε το περίεργο θέμα, έφερε τον χαλβά που ζήτησαν νωρίτερα οι μαστόροι και στρώθηκε κατάχαμα, δίπλα στο πυρωμένο σίδερο για να τους ακούσει.

-Δεν είναι που τους ανεβάζουν εδώ πάνω, είναι που τους αφήνουν λέφτερους, να τριγυρνούν μέσα στο βουνό, όχι πως κάνουν κακό, αλλά αν μας κολλήσουν την αρρώστια;

Είναι που με τον αέρα μπαίνει στα πνεμόνια και σε σακατεύει αυτό το διαβολόπραμα.

Ο Συμιακός μάστορας, καθισμένος πάνω σε ένα μισοδιαλυμένο, ξύλινο καφάσι φρούτων, μιλούσε και πεταγόταν το καρύδι από το λαιμό του, φαινόταν και το λιπόσαρκο κορμί, μέσα από ένα στραπατσαρισμένο, λαδί επενδύτη, το φορούσε, όπως όλοι οι εργάτες, μόλις έβγαζαν τα στράτσα ρούχα, της δουλειάς.

Όλοι οι λατόμοι είχαν ένα καλό κουστούμι, η περιουσία τους ένα σακάκι, ένα πανταλόνι και μια μονόχρωμη γραβάτα.

 

Είχαν και από δυό-τρια καβουράκια, καπελάκια, μα αυτά ήταν φτηνά και δεν πιάναν στο περιουσιολόγιο.

 

Ο Γιώργης κατέληξε στο κρεβάτι φορτωμένος σκοτεινές σκέψεις, από την μια οι φοβίες για τους φθισικούς, ενώ από την άλλη είχε χαλαστεί με τις κουβέντες για το δάσος. Μήνες τώρα οργάνωνε την μουσική του προπόνηση, μέσα στην καρδιά του δάσους, απομονωμένος, εκεί, για να μην ακούνε τα φάλτσα του, μα έτσι θα γινόταν μουσικός, κάποτε ίσως θα μπορούσε να μιλά με τις μαντινάδες και το δοξάρι του, που θα έσταζε μέλι.

Μα ήταν σημαδιακό, ο μπάρμπας, του πάσαρε ένα πορτοφολάκι γεμάτο, γελούσαν τα απλωτά μουστάκια του, μετρούσε και ξαναμετρούσε, δυο πενηντάρικα, και πέντε ολόκληρα εικοσάρικα. Διακόσιες δραχμές, μα φαίνεται πως ο γέρος ήξερε για το χούι του ανιψιού, ο κόσμος το έχει τούμπανο και ο μικρός Γιώργης κρυφό καμάρι.

 

Το χάραμα μετά τα τσάγια και τους τούρκικους καφέδες, τα μαστόρια έπλεξαν μερικά τσιγάρα και ετοιμάστηκαν να σύρουν βίαια το μάρμαρο, δεν είχε δυναμίτες και φουρνέλα, παραμονή αργίας, περίμεναν με το μάτι στο ρολόι, να φτάσει μεσημέρι για να ξαμοληθούν στις προσωπικές δουλειές.

Ο Γιώργης δεν κρατιόταν, έψησε τον μπάρμπα να φύγει νωρίτερα, για να κάνει τον εφοδιασμό του μαγειρείου, το μπακάλικο στην είσοδο του λατομείου, δεν είχε μερικά από τα εφόδια που ήταν απαραίτητα για τους εργάτες, άσε που ήταν και πανάκριβο, έτσι με μια σκισμένη κόλα χαρτί στο χέρι, γλίστρησε αθόρυβα, πριν το σχόλασμα, για τη στάση του λεωφορείου.

Όσο περπατούσε τα βήματα τον έβγαζαν μέσα στο δάσος, είχε και άλλο δρόμο να πάρει, λίγο πιο μακρινός ο αμαξωτός, όμως το δάσος σαν να τον καλούσε.

Μπήκε και σάστισε με την εικόνα, δέντρα ψηλά σαν να έξυναν το μπλέ του ουρανού και στα πόδια τους παντού απλωμένα κόκκαλα, μεγάλα κόκκαλα ζώων, σαν να τα είχε πλύνει κάποιος, να τα είχε ξασπρίσει και να τα πέταξε, έτσι ολόασπρα, πάνω στο καφέ της γης.

Περπάτησε απορημένος πιο βαθειά, ώσπου συνάντησε κόσμο, μια παρέα, αγόρια κορίτσια, σχεδόν τις ηλικίας του, καθισμένοι πάνω στις πέτρες, απορροφημένοι διάβαζαν τα βιβλία τους.

Στάθηκε ο Γιώργης και τους καλημέρισε, δεν έδειξε απορία για εκείνους, όμως τους ρώτησε για τα μαζεμένα κόκαλα, για το παράξενο δάσος και για τους φθισικούς, μα τι τέρατα ήταν πια αυτοί οι φθισικοί, που τρόμαζαν τους εργάτες.

Τον προσκάλεσαν να κάτσει λίγο παραδίπλα, φτωχοντυμένοι και ταλαίπωροι όμως όχι ακατάδεχτοι, κατέβασαν τα βιβλία και ο μεγαλύτερος πήρε πρωτοβουλία.

Εμείς είμαστε οι άρρωστοι, οι φτισικοί, μας έφεραν να πεθάνουμε στο μεγάλο κτήριο, στο σανατόριο του Αποστολίδη και τα κόκαλα είναι τα απομεινάρια από την κουζίνα μας, από τα φαγητά μας.

Δεν έχουν κρέας, για να μας μαγειρέψουν, σκέτα κόκαλα μας τα βράζουν, καζάνια με σούπα, ότι απομένει το βλέπεις, είναι πεταμένο ολόγυρα σου.

Όσο για την αρρώστια που μας δάγκωσε, δεν υπάρχει γιατρειά, περιμένουμε να μας αποτελειώσει, είναι όμως κολλητική και για αυτό λένε να αποφεύγει ο κόσμος το δάσος, για να μην πέφτει πάνω μας.

 

Μπροστά στα μάτια του Γιώργου ξεδιπλώθηκε όλη η ιστορία, ο φόβος, ο τρόμος των εργατών, για την αρρώστια, ήταν που γεννούσε τέρατα μέσα στο μυαλό τους, δεν άργησε να τους παραστήσει και την προσωπική διαδρομή του. Μίλησε για το λατρεμένο νησί του , μα και την καινούρια ζωή στο νταμάρι.

Έκαμε να φύγει, μόλις κατάλαβε πως θα έχανε το λεωφορείο και στην ερώτηση γιατί είναι τόσο βιαστικός δεν κρατήθηκε, του βγήκε αυθόρμητα, πως πήγαινε να αγοράσει μια λύρα, η μουσική ήταν το πάθος της ζωής του και ήταν οι πρώτοι που το μάθαιναν.

Από τότε και σχεδόν κάθε Κυριακή, έκλεβε λίγο χρόνο και πήγαινε στο δάσος, να παίξει τη λύρα του και είχε πάντα για κοινό τους φθισικούς, άλλοι πέθαιναν, μα άλλοι καινούριοι, ερχόντουσαν και μαγευόντουσαν από το δοξάρι και τη φωνή του.

Στους μαστόρους της πέτρας έλεγε πως πήγαινε μονάχος, για να προπονηθεί, για να είναι έτοιμος στο μεγάλο γλέντι του Άη Γιώργη, τη μεγάλη γιορτή που έκαναν όλοι οι λατόμοι, κάθε Κυριακή του Θωμά. Στην εκκλησία που είχαν χτίσει Καρπάθιοι, από το 1905, γινόταν κοσμοχαλασμός, ξεπερνούσαν τους 2000 οι καλεσμένοι και η επόμενη χρονιά, το 1930, θα ήταν όλη δικιά του, σε εκείνη ο Γιώργης θα παρουσίαζε το σπάνιο, πηγαίο ταλέντο του.

Το μυστικό του για το δάσος και τους αρρωστημένους φίλους του, ήταν για τα καλά κρυμμένο, ήξερε με το μικρό όνομα σχεδόν όλους τους φθισικούς, εκείνοι πάλι περίμεναν την Κυριακή, για να ακούσουν λίγο από τη λύρα του, να ξεχαστούν.

Όσο περνούσε το καλοκαίρι τόσο γινόταν και πιο επιδέξιος, γλυκές οι δοξαριές του, παρέσυραν και τον ίδιο να φανερώνει πιο άνετα τις σκέψεις του.

Άρχισε να μιλά για το Μαριώ, για το κορίτσι που ήθελε να είναι το δικό του, το προ τόπε στον μπάρμπα του, μα εκείνος του αγρίεψε, έπρεπε πρώτα να στεφανώσει τις αδελφές του, να προικίσει και τις τέσσερις, αφού θα κάνανε γάμους, έπειτα, τελευταία, ερχόταν η σειρά του.

Δεν το έβαλε κάτω, ήρθαν και τα διπλώματα, οι άδειες εργασίες, του ξεσκαρωτού μαρμάρων και του γομωτή, πυροδότη φουρνέλων και ο Γιώργης φούσκωνε πια, σαν παγώνι.

Ετοιμάστηκε, στις χριστουγεννιάτικες γιορτές θα έκανε την πρώτη, ανοικτή εμφάνιση, μπροστά σε όλο το νταμάρι, στους εργάτες, που μήνες των παρακαλούσαν αλλά δεν ένιωθε έτοιμος.

Μια παγωμένη Κυριακή πήγε ξανά για πρόβα μες το δάσος, λιγοστοί θεατές από το σανατόριο, μα σκεφτόταν πάλι καλά είναι.

Πάνω στο τσάκισμα του δεύτερου σκοπού, στον αλέντι, έπιασε ένα βλέμμα, μια γνώριμη ματιά, να μπαίνει αδιάντροπα μέσα του, να τον διαβάζει. Σκέφτηκε πως είναι αδύνατο, είναι μια ψευδαίσθηση. Μια ανόητη, θεόχαζη ομοιότητα, αδύνατον να είναι η πέρδικα του, το Μαριώ, μα δεν γίνεται τέτοιο λάθος.

Στο κακό όμως δεν χωράνε μπερδέματα και λάθη.

Χλωμή και αδύναμη περιέγραψε όλη τη διαδρομή της, πριν ένα χρόνο οι Ιταλοί απέλασαν από το νησί τον πατέρα της. Ανέβηκαν ρημαγμένοι, οικογενειακά στην Αθήνα, όμως η ατελείωτη φτώχεια και οι κακουχίες έφεραν το θανατικό μέσα στο σπίτι, πρώτη έσβησε η μάνα της.

Η Μαρία κόλλησε την αρρώστια και την μετέφεραν στο Διόνυσο, εκεί κάπου σταμάτησε να περιγράφει και έμπηξε τα κλάματα, δίχως κανένα ήχο, κυλούσαν χοντρά δάκρυα, το όνειρο του λατόμου, καλλιτέχνη, από τις Μενετές Καρπάθου, ήταν μια φθισικιά που περίμενε την αγκαλιά του Χάρου.

Ο Γιώργος δεν έβγαλε λέξη, δεν φανέρωσε τον κρυφό του έρωτα, κρατήθηκε γερά και δεν έβγαλε μπροστά της ούτε μια στάλα πάθους. Έκαμε να πιάσει το χέρι της, μα εκείνη τραβήχτηκε, για να μην μεταδώσει το χτικιό.

Γυρνώντας προς το νταμάρι, έβγαλε από τη δερμάτινη θήκη τη λύρα, κάθισε σε μια πέτρα και την χάϊδεψε, της έδωσε ένα τρυφερό φιλί και την έσπασε, την έκαμε χίλια κομμάτια, πάνω σε κάτι ξεχασμένα, ολόλευκα μάρμαρα έπνιξε για πάντα το τραγούδι του.