Το τελευταίο βιβλίο της αρθρογράφου “Από ξύλο και Ασήμι” κυκλοφορεί από την Διόπτρα
Πριν από εβδομήντα ένα χρόνια, ξημερώνοντας η 17η Αυγούστου, δύο μέρες μετά τον εμπόλεμο εορτασμό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, η Κοκκινιά βάφτηκε για άλλη μια φορά κόκκινη. Όχι από το χώμα, όχι από τις παπαρούνες που στόλιζαν τις αλάνες της, αλλά από ανθρώπινο αίμα, ελληνικό αίμα.
Ας θυμηθούμε τι έγινε και ας κλείνουμε το γόνυ σ’ εκείνους τους ανθρώπους που δεν υπολόγισαν τις ζωές τους, πολεμώντας για την ελευθερία της πατρίδας.
Οι Γερμανοί, ιδιαίτερα σ’ αυτούς τους τελευταίους μήνες του πλέμου, θεωρούσαν «εχθρικό» τον απλό λαό που στήριζε τους ανθρώπους του, οι οποίοι αντιστέκονταν, και επομένως προέβαιναν σε συλλογικά αντίποινα στον άμαχο λαό. Είχαν ήδη κάνει μεγάλες εκκαθαρίσεις στα Καλάβρυτα και στο Δίστομο, εκκαθαρίσεις που είχαν το μέγεθος ολοκαυτώματος και η Κοκκινιά είχε ήδη στην πλάτη της την λεγόμενη «Μάχη της Κοκκινιάς» τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου. Μια μάχη που άφησε σημάδια στους κατοίκους, που ετοιμάζονταν για μια ακόμη θυσία, γνωρίζοντας και βλέποντας ότι οι ταγματασφαλίτες έκαναν «μπλόκα» για να εντοπίσουν τους αντιστεκόμενους Κοκκινιώτες. Ωστόσο, με τους μήνες που μεσολάβησαν από τον Μάρτιο, οι προφυλάξεις χαλάρωσαν…
Την ημέρα του εορτασμού του Δεκαπενταύγουστου, οι Γερμανοί επιχείρησαν να εισέλθουν στην Κοκκινιά από τη γειτονική προς νότον συνοικία Μανιάτικα. Ο κόσμος τους είδε και οι οδομαχίες άρχισαν, πρώτα στις άκρες και αργότερα, όσο προχωρούσε η μέρα, προς το κέντρο της Κοκκινιάς. Οι πολυάριθμοι Γερμανοί, βοηθούμενοι και από τους προδότες, κυριάρχησαν και οι πρώτοι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν με φορτηγά στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου.
Η 17η Αυγούστου διένυε μόλις την τρίτη της ώρα, ο ήλιος αργούσε να βγει και μέσα στα σκοτάδια, με τον κόσμο να κοιμάται, η πρώτη πράξη του δράματος ξεκίνησε. Δεκάδες γερμανικά καμιόνια περικύκλωσαν ασφυκτικά την περιοχή, 3000 Γερμανοί και προδότες εισέβαλαν βαριά οπλισμένοι στην Κοκκινιά.
Τα ρολόγια δείχνουν 6 το πρωί, όταν ακούγονται εντολές να παρουσιαστούν αμέσως στην πλατεία Οσίας Ξένης όλοι οι άνδρες από 14 έως 60 ετών, προειδοποιώντας ότι θα γίνουν έλεγχοι στα σπίτια και όσοι βρεθούν εκεί θα τουφεκιστούν επί τόπου.
Όλα γίνονται γρήγορα, ταυτόχρονα. Οι Κοκκινιώτες τρέχουν προς την πλατεία και οι πρώτοι άτυχοι πεθαίνουν μπροστά στα μάτια των μανάδων, αδελφών, γυναικών. Οι δρόμοι είναι αδιάβατοι, ο πανικός κυριαρχεί. Οι γυναίκες δέονται μπροστά στα αναμένα καντήλια και τα εικονίσματα.
Στην πλατεία, οι άνδρες υποχρεώνονται να μείνουν γονατιστοί με το κεφάλι ψηλά. Όσες γυναίκες έτρεξαν ξοπίσω τους και προσπάθησαν να τους δώσουν λίγο νερό, κακοποιήθηκαν από τους θυμωμένους Γερμανούς. Οι προδότες, κρυμμένοι πίσω από τις κουκούλες, δείχνουν όσους θεωρούν αντάρτες. Δείχνουν αυτούς που θα τουφεκιστούν μετά από λίγο, λίγα μέτρα πιο πέρα. Αυτούς που η τελευταία τους λέξη θα είναι «ελευθερία». Ο σωρός των νεκρών αυξάνει κάτω από τον ζεστό αυγουστιάτικο ήλιο, το χώμα ποτίζεται με το αίμα τους.
Στις 6 το απόγευμα, μετά από δώδεκα ατελείωτες ώρες θανάτου, οκτώ χιλιάδες όμηροι παίρνουν το δρόμο για το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, ενώ μια τραγική πομπή από μάνες, συζύγους και αδελφές βαδίζει πίσω από τα καμιόνια, ακούραστα, αδιαφορώντας για τη ζέστη, κουβαλώντας λίγα ρούχα, λίγα τσιγάρα, λίγο νερό για τους δικούς τους.
Το τελευταίο αίμα θα πέσει σαράντα μέρες αργότερα, στο μνημόσυνο των πεσόντων από τα γερμανικά πολυβόλα.