Τις πεταλούδες δεν τις λέμε πια ψυχές
― Χάλασε η πεταλούδα μου!
Και κλάμα και οδυρμός και θρήνος και κοπετός!
― Ε, καλά! Θα πάρουμε άλλη! Μην κάνεις έτσι!
― Εγώ αυτή θέλω! Και τώρα χάλασε…
― Καλά, καλά… Θα την πάμε στον παππού να τη φτιάξει. Σταμάτα να κλαις.
― Εντάξει! Να την πάμε στον παππού…, κόπηκε το κλάμα.
…
Αυτά τα έμαθα μετά. Αφού είχε φτάσει στα χέρια μου η ξεφτερουγιασμένη πεταλούδα. Μεταφερμένη από τη γυναίκα μου χωρίς εξιστόρηση των τραγικών λεπτομερειών.
― Της Ε. είναι. Μπορείς να τη φτιάξεις;
― Μπορώ.
Κάποια στιγμή, την έφτιαξα. Αφού ξεκόλλησα και το άλλο φτερό, που ήταν ετοιμόρροπο, και τα ξανακόλλησα καλά και τα δύο.
Την έδειξα στη γυναίκα μου.
― Καινούρια έγινε. Το βράδυ που θα έρθουν, να της τη δείξεις εσύ, μου είπε και μου αποκάλυψε όλα όσα είχαν προηγηθεί.
Το κλάμα και την άμεση διακοπή του μετά το: «Θα τη φτιάξει ο παππούς».
― Σε εμπιστεύεται, μου λέει.
Κι εγώ…
Ευθύνη. Δέσμευση. Χαρά. Υποχρέωση. Όλα ανακατεμένα μέσα μου. Και να είναι Μεγάλη Πέμπτη.
Και μαζί μια σκέψη.
«Φαντάσου να τις λέγαμε ακόμα ψυχές τις πεταλούδες… Τι θα έλεγε το κορίτσι; “Χάλασε η ψυχή μου!”; Και ποιον θα εμπιστευόταν να της τη φτιάξει;»
― Ευτυχώς που τις πεταλούδες δεν τις λέμε πια ψυχές, λέω φωναχτά και χαμογελάει συγκαταβατικά η γυναίκα μου.
― Θα έρθεις μαζί μας το βράδυ; η ερώτησή της.
Δεν με εμπιστεύεται παρ’ όλο που συνήθως την ακολουθώ αυτή τη μέρα.
― Θα έρθω… Μαζί σας…
Σχεδόν κάθε Μεγάλη Πέμπτη πάμε μαζί στην εκκλησία.
Είναι εκεί ο Χριστός που είπε «άφες αυτοίς…».
Και το είπε σαν άνθρωπος βασανισμένος, πονεμένος, φριχτά ταπεινωμένος. Δεν το είπε σαν Θεός. Κι αυτό εμένα μου φτάνει.
― Τι λες; Να ανοίξω και δυο κονσέρβες καλαμαράκια το βράδυ; συμπληρώνει.
Ξέρει ότι το στομάχι μου είναι κομμάτι της σκέψης μου.
…
― Την έφτιαξες! φωνάζει η Ε. μόλις βλέπει την πεταλούδα της.
Η επιβεβαίωση της υπόσχεσης της μαμάς της.
Ούτε ευχαριστώ, ούτε τίποτα. «Την έφτιαξες!» Πάντα το αληθινό «ευχαριστώ» των παιδιών λάμπει πελώριο μέσα στα μάτια τους.
Κι εγώ ξανασκέφτομαι: «Ίσως θα έπρεπε να ξαναπούμε ψυχές τις πεταλούδες…»
Κάποιος άνθρωπος που θα έχει τη δύναμη να πει «άφες αυτοίς…» στους βασανιστές του, να μπορούσε κάτι να κάνει όταν χαλάνε τα φτερά τους. Και να μπορούνε να (ξ)αναστηθούν στα πόδια τους. Με δύναμη να πετάξουν. Με δύναμη να παρηγορούν, να συγχωρούν και να αγκαλιάζονται. Με δύναμη να μοιράζονται τα αγαθά… Με αγάπη…
― Τι σκέφτεσαι; με ρωτάει η συντρόφισσά μου.
― Σκέφτομαι… Με τόσους Θεούς, πόσες πεταλούδες και πόσες ψυχές έχουμε χαλάσει…
Μεγάλη Παρασκευή
10 Απριλίου 2015