iporta.gr

«Τι θα πάρω μαζί μου φεύγοντας»: παρουσίαση του βιβλίου, του Μάνου Κοντολέων

  

Ο Μάνος Κοντολέων είναι συγγραφέας.

 

 

 

 

 

 

Νίκη Κάντζου – Φιλλιώ Νικολούδη

«Τι θα πάρω μαζί μου φεύγοντας»
Έκδοση «Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης»

Καθώς το θέμα των προσφύγων που συνεχώς φτάνουν στη χώρα μας παραμένει πάντα έντονα πικρό και ιδιαίτερα σκληρό και καθώς μέρος της ελληνικής κοινωνίας (ευτυχώς μικρό, μα σίγουρα επικίνδυνα δυναμικό) στέκεται με μια αρνητική διάθεση απέναντί στους ανθρώπους αυτούς που έχουν χάσει τα πάντα, η έκδοση βιβλίων που πλησιάζουν τον τρόπο ζωής των προσφύγων και κυρίως των παιδιών, αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία και είναι υποχρέωση όλων μας να βοηθήσουμε την διάδοσή τους.

Μια τέτοια έκδοση είναι και το βιβλίο αυτό.

Γραμμένο από δυο εκπαιδευτικούς που αντιμετωπίζουν την εκπαιδευτική πράξη ως μία , με την πλατιά έννοια του όρου, πολιτική παρέμβαση, διαθέτει και το απαραίτητο συναισθηματικό φορτίο ώστε να αγγίξει τους μικρούς αναγνώστες του, αλλά και μια ποικίλη και ενδιαφέρουσα πρόταση δημιουργικής απασχόλησης των παιδιών.

Με το εύρημα μιας βαλίτσας που συμβολίζει την ταυτότητα κάθε άνθρωπου, με μια σειρά εικόνων που έχουν ζωγραφιστεί από μαθητές Νηπιαγωγείων, αλλά και με φωτογραφίες όπου συνδέουν ιστορικά γεγονότα του χτες με τα όσα σήμερα συμβαίνουν, το «Τι θα πάρω μαζί μου φεύγοντας» είναι ένα πολύτιμο βοήθημα στον κάθε ενήλικο που θέλει να ευαισθητοποιήσει τις γενιές του αύριο πάνω στο διαχρονικό πρόβλημα της προσφυγιάς.

Σύμφωνα με αυτές τις σκέψεις, αποδέχτηκα να είμαι ένας από τους παρουσιαστές της έκδοσης και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον το κράτησα στα χέρια μου και με ειλικρινή συγκίνηση κατέγραψα τα παρακάτω κείμενο:

 

Πρέπει να ήταν στα πρώτα μου χρόνια στο Γυμνάσιο όταν αποφάσισα κι εγώ να ακολουθήσω το παράδειγμα άλλων συμμαθητών και συμμαθητριών μου και να φτιάξω ένα Λεύκωμα και να ζητούσα από φίλους και γνωστούς να απαντήσουν –κι εκείνοι όπως κι εγώ- στις ερωτήσεις που εκεί μέσα θα είχα γράψει.

Ανάμεσα στις ερωτήσεις που με πολύχρωμα και καλλιγραφικά γράμματα είχα σχεδιάσει ήταν και αυτή – «Τι θα πάρετε μαζί σας φεύγοντας για μακρινό ταξίδι;»

Οι φίλοι και οι γνωστοί που απαντήσανε, έγραψαν ο καθένας λίγα ή περισσότερα αντικείμενα –το κουκλάκι μου, το βιβλίο μου, τη φωτογραφία της καλής μου, το δώρο του πατέρα μου στα πρώτα μου γενέθλια κλπ. Κάποιοι περιγράψανε αφηρημένες ιδέες –τις αναμνήσεις μου, το τραγούδι της αγάπης μου, τις εικόνες όσων αγαπώ…

Εγώ…

Εγώ δεν απάντησα ποτέ σε αυτή την ερώτηση. Όχι γιατί δεν είχα κάτι που θα ήθελα να έπαιρνα μαζί μου, αλλά γιατί ήταν τόσα πολλά αυτά που δεν μπορούσα να σκεφτώ πως έστω και ένα τους θα ήμουνα αναγκασμένος να αποχωριστώ.

Και –θυμάμαι – πως είχα σκεφτεί ότι οι φίλοι με πολύ άνεση είχαν δώσει τις απαντήσεις τους. Με άνεση;… Με επιπολαιότητα μάλλον!

Να διαλέξεις από ότι συνθέτουν μια ζωή, κάποια μόνο!

Δεν είναι απλό, μήτε εύκολο. Ίσως αδύνατο!

Αυτά όλα σκέφτηκα καθώς διάβασα σε μια σελίδα αυτού του βιβλίου που γράψανε η Νίκη Κάντζου και η Φιλιώ Νικολούδη την εντολή της μητέρας:

«Ξεκινήστε να μαζεύετε τα πράγματά σας! Ο καθένας θα πάρει μόνο μια βαλίτσα»

Και μια, δυο σελίδες παρακάτω, είδα πως όπως τότε εγώ είχα αναρωτηθεί το τι θα έπαιρνα μαζί μου, το ίδιο αναρωτήθηκε και η μικρή πρωταγωνίστρια της ιστορίας η Nur.

Αλλά αν εγώ τελικά δεν είχα αποφασίσει γιατί ασφαλώς δεν είχε χρειαστεί να πιέσω τον εαυτό μου να κάνει τις επιλογές του, η μικρή Nur έπρεπε να κάνει τις δικές της – είναι πρόσφυγας.
Και επέλεξε λίγο χώμα, ένα βότσαλο, μια πάνινη κούκλα…

Επέλεξε μνήμες που πάνω τους θα στήριζε την προσωπικότητά της καθώς θα μεγάλωνε. Την προσωπικότητά της, την ταυτότητά της.

Την ίδια στιγμή, φαντάζομαι πως ο πατέρας και η μητέρα στις δικές τους βαλίτσες πρώτα θα παραχώνουν ζεστά ρούχα για τα παιδιά τους και για εκείνους, κοσμήματα και χρήματα για να μπορέσουν αντιμετωπίσουν τις βιολογικές τους ανάγκες και τις απαιτήσεις κάποιων που διόλου αφιλοκερδώς θα προσφερθούν να τους βοηθήσουν στο μακρύ ταξίδι της προσφυγιάς.
Πικρός ο δρόμος της προσφυγιάς. Άγριος. Το ίδιο πικρός και το ίδιο άγριος και για έναν ενήλικα και για ένα παιδί.

 

Αλλά με διαφορετικό τρόπο βιώνει την πίκρα ο ένας και με διαφορετικό ό άλλος.
Αυτό σκέφτομαι καθώς παρακολουθώ, σελίδα τη σελίδα τις βαλίτσες των ανθρώπων (τις ψυχές τους δηλαδή) να προσπαθούν να ξεπεράσουν δυσκολίες, να επιβιώσουν.
Και να που πάλι σταματώ την ανάγνωση και μια άλλη ανάμνηση με κυριεύει.
Και οι δυο γονείς μου ήταν σμυρνιοί. Και οι δυο ήρθαν πρόσφυγες μετά την μικρασιατική καταστροφή.

Παλικαράκι ο πατέρας μου, πεντάχρονο κοριτσάκι η μητέρα μου.
Και ήταν εκείνη που εγώ –στα δικά μου πέντε και έξι και επτά χρόνια- την άκουγα να μου αφηγείται για το λιμάνι της Σμύρνης και τις φλόγες που κάνανε μέρα καρβουνιασμένη τη νύχτα και το βαπόρι που τους έπαιρνε μακριά από την πολιτεία που η φωτιά την ρήμαζε.

 

«Και το σπίτι σας κάηκε;» την ρωτούσα εγώ.
«Κάηκε!» μου απαντούσε η μητέρα.
«Και όλα σου τα παιχνίδια;»
«Όλα…»
«Κι όλα σου τα ρούχα;»
«Όλα! Μόνο το φορεματάκι που φορούσα… Ακόμα και το βρακάκι μου έχασα μιας και είχε σπάσει το λάστιχο και ολοένα μου έπεφτε στα πόδια!»

 

Γούρλωνα τα μάτια και ανατρίχιαζα.

Στη θέση της μητέρας μου προσπαθούσα να μπω. Ίσως έτσι πιο πολύ να την αγαπούσα. Να κατάφερνα να την αγαπήσω τόσο όσο εκείνη αγαπούσε εμένα.

Μα ξαφνικά θυμόμουνα κάποιες άλλες αφηγήσεις της.

«Και το αρνάκι που τις άλλες μου είχες πει πως το είχατε από το Πάσχα και πως ο πατέρας σου είχε κάνει το χατίρι και δεν το είχε σφάξει… Αυτό το αρνάκι, η Κικίτσα, τι έγινε;» ρωτούσα κι ενώ ήξερα την απάντηση, έπρεπε να την ακούσω για να συνειδητοποιήσω το μέγεθος της καταστροφής, το δράμα του πρόσφυγα.
«Κάηκε…» σιγανά έλεγε η μητέρα κι ήταν σαν να απολογιότανε που ενώ εκείνη είχε σωθεί, το αρνάκι της είχε πεθάνει.

Κάηκε!

 

Λοιπόν, μέσα στην ψυχή ενός πεντάχρονου, επτάχρονου αγοριού όλο το δράμα της μικρασιατικής καταστροφής το περιέγραφε ένα βρακάκι που του είχε σπάσει το λάστιχο και ένα αρνάκι που είχε καεί μέσα στην αυλή σπιτιού μιας συνοικίας κοσμοπολίτικης πολιτείας.
Τόσο απλός, τόσο μικρός, τόσο βαθύς ο τρόπος που ένα παιδί συλλαμβάνει το νόημα των γεγονότων.

Εκείνη η Κικίτσα ίσως είναι για μένα το θεμέλιο που πάνω του έστησα την ιδεολογία μου –όχι βία, όχι ξεριζωμός. Όχι προσφυγιά.

Σε ένα σημερινό παιδί τον ίδιο κεντρικό, θεμελιώδη ρόλο μπορεί να παίξει μια βαλίτσα που μέσα της ένα κορίτσι πρόλαβε να παραχώσει γιασεμί και αρμπαρόριζα, χρώματα για να ζωγραφίζει τα όνειρά της…

 

Η ιστορία της μητέρας μου έγινε κάπου στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα.
Η ιστορία της Nur συμβαίνει στα πρώτα χρόνια του 21ου.
Δεν άλλαξαν οι καιροί; Δεν άλλαξαν οι άνθρωποι;
Δεν ξέρω…
Διαβάζω τον Σεφέρη…

 

…Πάλι τα ίδια και τα ίδια, Θα μου πεις, φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος…

 

Είμαι –τολμώ να είμαι αισιόδοξος.
Κι αυτό γιατί εκείνη την πίκρα του αποχωρισμού που κάποιο παιδί άκουγε μια μητέρα να του την αφηγείται, τώρα την ίδια πίκρα τη διαβάζουν πολλά παιδιά – μιλώ με παραμύθια και παραβολές!

Κι ακόμα –κυρίως αυτό- υπάρχουν άνθρωποι που σκύβουν και προσφέρουν σε ένα κοριτσάκι ένα βρακάκι με γερό λάστιχο, και την βαλιτσούλα με τις αναμνήσεις του φροντίζουν να μη χαθεί, αλλά πάντα δίπλα του να υπάρχει.

Μνήμη και ταυτότητα –αυτά που παίρνει κανείς μαζί του στην προσφυγιά.

 

 * Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr