Η Ιστορία ποτέ δεν επαναλαμβάνεται, οι άνθρωποι όμως συχνά επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη. Γίνεται συζήτηση ότι ενδεχομένως τον Ιούλιο του 2017 θα συμβούν τα γεγονότα του 2015. Θα αναβιώσουν τα ίδια αδιέξοδα διλήμματα, καθώς και η πιθανότητα εξόδου από το ευρώ. Πολλοί προλέγουν ότι μπορεί να έχουμε και δημοψήφισμα. Μόνο που η Ιστορία ποτέ δεν επαναλαμβάνεται. Αν η κυβέρνηση κάνει το ίδιο λάθος και ωθήσει τις εξελίξεις στα άκρα, τότε τα γεγονότα θα είναι πολύ διαφορετικά απ’ ότι το 2015 και οι επιπτώσεις απρόβλεπτες.
Το εθνικό νόμισμα και η ψευδαίσθηση της ανεξαρτησίας. Μια χρεοκοπημένη χώρα ουσιαστικά δεν έχει νόμισμα. Μια χρεοκοπημένη χώρα στην πραγματικότητα συναλλάσσεται με ένα ξένο ισχυρό νόμισμα. Μια χρεοκοπημένη χώρα δεν έχει ίχνος ανεξαρτησίας όσα νομίσματα κι αν αλλάξει. Εάν τώρα γυρίζαμε στη δραχμή, ευκατάστατοι θα γίνονταν όσοι θα είχαν αποταμιεύσει ευρώ, δολάρια ή χρυσό. Νομίσματα που θα διακινούνταν στη μαύρη αγορά, όπως ακριβώς γίνονταν στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Ήδη με την εσωτερική υποτίμηση έχουμε πάρει μια πρώτη γεύση από το πώς θα είναι η κατάσταση αν πάμε σε εθνικό νόμισμα. Για παράδειγμα ένας που έχει δέκα σπίτια και κανένα άλλο εισόδημα είναι σήμερα απολύτως φτωχός. Η μετάβαση στη δραχμή δεν είναι μπαμπούλας. Θα μπορούσε να συμβεί αν η χώρα κατάφερνε να περάσει στην ανάπτυξη και να αποκτήσει αξιόπιστη διεθνώς οικονομία. Αλλά προς το παρόν τέτοια προοπτική δεν υπάρχει. Για την ώρα είμαστε πολύ απασχολημένοι με το να τρωγόμαστε με τους θεσμούς, τα μνημόνια, το ΔΝΤ, το Σόιμπλε και τις άγονες διαπραγματεύσεις, κυνηγώντας την ουρά μας.
Η οικουμενική διακυβέρνηση είναι ένα μεταφυσικό όνειρο. Οι περισσότεροι νομίζουμε ότι δεν υπάρχει κουλτούρα συνεργασίας. Άλλοι λένε ότι υπάρχουν ιδεολογικές και πολιτικές αντιπαλότητες. Τελικά όλα αυτά είναι λόγια του αέρα. Στη πραγματικότητα συνεργασίες δεν υπάρχουν γιατί είμαστε εθισμένοι σε γενικολογίες και αοριστολογίες. Μας αρέσει η ενασχόληση με ιδεολογικές φανφάρες και με πολιτικά παιχνίδια που μοιράζουν εξουσίες. Μας έλκουν τα οράματα και μας απωθούν οι λύσεις. Δεν μπορούμε να συνεργαστούμε όχι γιατί διαφωνούμε, αλλά γιατί δεν έχουμε εξειδικευμένες και τεκμηριωμένες απόψεις. Για παράδειγμα αναρωτιέται ένας αναλυτής, γιατί δε μπορεί να γίνει ένα ενιαίο μέτωπο με όλες τις προοδευτικές δυνάμεις, τη στιγμή που οι στόχοι είναι ίδιοι για όλους. Όλοι είναι κατά της λιτότητας, υπέρ του κοινωνικού κράτους και κατά των κοινωνικών ανισοτήτων. Γι’ αυτόν τον αναλυτή και για πολλούς άλλους είναι αρκετές αυτές οι γενικότητες για να δημιουργήσουν πλατφόρμα συνεργασίας. Καμιά όμως συνεργασία δε μπορεί να κτιστεί με ωραία λόγια και με παραινέσεις του αέρα. Επτά χρόνια σερνόμαστε στη κρίση κι ακόμα τεμπελιάζουμε, εκστομίζοντας τέτοιου είδους φράσεις, που δεν έχουν κανένα νόημα. Είναι σα να λέμε «δικαιοσύνη για όλους» και μετά να γυρίζουμε πλευρό, νομίζοντας ότι η δικαιοσύνη απονέμεται.
Έχουμε εθιστεί στα μνημόνια. Η μεγαλύτερη αυταπάτη είναι να νομίζουμε ότι θα μας προσφέρονται μνημόνια εσαεί. Ότι για πάντα θα υπάρχουν δανειστές που θα μας παρέχουν χρήματα με ελάχιστο επιτόκιο. Τα μνημόνια είναι προσωρινές λύσεις. Έχουν μοναδικό σκοπό να δώσουν χρόνο σε μια χώρα, που έχει αποκλειστεί από το παγκόσμιο σύστημα δανεισμού, να ανακάμψει. Τώρα αν αυτή η χώρα δεν εκμεταλλευτεί το χρόνο και αρνείται να ανακάμψει, τότε κάποια στιγμή θα εγκαταλειφθεί να επιλέξει το μέλλον μόνη της. Εμείς όμως έχουμε συνηθίσει να ζούμε με τις αξιολογήσεις, τις δημοσιονομικές προσαρμογές και τις δόσεις που αναμένονται. Γκρινιάζουμε, φωνασκούμε και διαπληκτιζόμαστε. Αντιστεκόμαστε σε χίμαιρες, αντί να συγκεντρωθούμε αποκλειστικά στον τρόπο που θα πετύχουμε ανάπτυξη. Δυστυχώς όμως θα ‘ρθει κι εκείνη η ώρα που αυτός ο κύκλος θα κλείσει και μνημόνια θα σταματήσουν να μας παρέχονται. Και τότε ανέτοιμοι όπως πάντα και σε συνθήκες εξαθλίωσης, πάλι θα ψάχνουμε για ενόχους.
Το «βάρβαρο» ΔΝΤ. Για να επιβεβαιώσουμε τη συλλογική μας πεποίθηση ότι το ΔΝΤ φταίει για όλα έχουμε συμφωνήσει στο εξής: Ότι το ΔΝΤ σε όποια χώρα κι αν πήγε, απέτυχε κι άφησε ξοπίσω του έρημη γη. Ίσως κάποιος να πρέπει να μας εξηγήσει αναλυτικά πώς το ΔΝΤ απέτυχε στη Μεγάλη Βρετανία (το 1976), στη Ρωσία, στη Τουρκία, στην Ισλανδία, στην Ιρλανδία, στη Πορτογαλία, στη Κύπρο. Όλες αυτές οι χώρες πέρασαν από μνημόνια και σύντομα πέτυχαν την επιδιωκόμενη ανάκαμψη. Και μάλλον είναι δύσκολο να αποδείξει κάποιος ότι αυτές οι χώρες είναι τώρα κατεστραμμένες. Χρησιμοποίησαν τα μνημόνια τους το πολύ για δύο-τρία χρόνια. Εμείς σερνόμαστε επί επτά χρόνια κι ακόμα καμιά ανάκαμψη δε φαίνεται στον ορίζοντα. Κι αντί να δούμε τι κάνουμε λάθος, μας βολεύει να τα φορτώνουμε όλα στο ΔΝΤ. Αλλά είπαμε. Όποιος ψάχνει για βαρβάρους, ας είναι σίγουρος ότι θα τους βρει στον καθρέφτη.
Το νόημα του συμβιβασμού. Συμβιβασμός σημαίνει μια λύση που και τα δύο συμβιβαζόμενα μέρη έχουν όφελος. Κανείς δεν παίρνει όλα όσα ήθελε, αλλά και κανείς δε χάνει. Συμβιβασμός χωρίς κάποιο κέρδος δεν υπάρχει. Ο συμβιβασμός είναι εξ ορισμού αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων, εφ’ όσον οι δύο συνομιλητές έχουν διαφορές. Για παράδειγμα με συμβιβασμό θα μπορούσαν να επιλυθούν οι ελληνοτουρκικές διαφορές. Στη περίπτωση των μνημονίων όμως δεν υπάρχει αντικείμενο διαπραγματεύσεων. Υπάρχει μόνο αντικείμενο συνεργασίας. Και οι δύο πλευρές έχουν κοινό στόχο. Την ανάκαμψη της οικονομίας μιας χώρας που βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Ποτέ στο παρελθόν ανάμεσα σε μια χώρα και στο ΔΝΤ δεν υπήρξαν διαπραγματεύσεις. Τα δύο μέρη επεξεργάστηκαν από κοινού ένα πρόγραμμα και σύντομα ήρθε η ανάκαμψη και το μνημόνιο ολοκληρώθηκε. Στη δική μας περίπτωση – μοναδική στον κόσμο – γίνονται διαπραγματεύσεις γιατί η πλευρά μας δεν έχει σκοπό την ανάκαμψη, αλλά τη διατήρηση των κεκτημένων, τα οποία μας οδήγησαν και στη κρίση. Και φυσικά όταν διατηρείται μια κρίση επί επτά χρόνια, όταν επί επτά χρόνια καμιά ανάκαμψη δε διαφαίνεται, τότε είναι φυσικό μια χώρα να βιώνει όσα βιώνουμε εμείς.
Τα ασυμβίβαστα δεν συμβιβάζονται. Η αριστερά – αυτή που είναι στη κυβέρνηση – φαινομενικά έχει εγκαταλείψει το σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό όνειρο. Τώρα μιλάει για δίκαιη ανάπτυξη. Αυτό είναι μια έμμεση αποδοχή της ελεύθερης οικονομίας, στην οποία όμως προσπαθεί να προσδώσει ένα σοσιαλιστικό φωτοστέφανο. Η αριστερά ονειρεύεται μια ελεύθερη οικονομία με κομμουνιστικά χαρακτηριστικά. Δηλαδή αβάσταχτη φορολόγηση της επιχειρηματικότητας και απαγόρευση του ιδιωτικού πλουτισμού μέσω της προσωπικής ικανότητας και της καινοτομίας. Πρόκειται για μια προσπάθεια να συγκεντρωθεί ο πλούτος στο κράτος, το οποίο θα γιγαντώνεται και θα ελέγχεται. Ωραία ιδέα, αλλά απολύτως αντιαναπτυξιακή, που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη χρεοκοπία. Καμιά ελεύθερη οικονομία δε μπορεί να επιβιώσει υπό τέτοιες συνθήκες, γιατί απλούστατα θα έχει πάψει να είναι ελεύθερη. Και καμιά επιχείρηση δε θα ‘χει κίνητρο να αναπτυχθεί, όταν γνωρίζει ότι τα κέρδη της θα πρέπει να τα αποδώσει στο κράτος. Κανείς δεν είναι διατεθειμένος να αναλάβει επιχειρηματικούς κινδύνους για να κερδίσει ένα μεροκάματο. Αυτή η νεόκοπη ιδέα της αριστεράς είναι ο ορισμός της ουτοπίας. Και η επιδίωξη μιας ουτοπίας δεν ενέχει κανενός είδους γοητεία. Γιατί εξ ορισμού ουτοπία είναι η επιδίωξη του αποδεδειγμένα ανέφικτου. Κι έχει αποδειχθεί ανέφικτη η άνθηση της ελεύθερης οικονομίας σε συνθήκες κρατικού σοσιαλισμού. Είναι το ίδιο σα να λες ότι αύριο το πρωί θα ξυπνήσεις και θα πας μια βόλτα στον πλανήτη Δία, για καφέ. Ουτοπία το ένα, ουτοπία και το άλλο.
Στη παγίδα της μετά – αλήθειας. Σχετικά πρόσφατα εμφανίστηκε στο δημόσιο διάλογο ένας νεολογισμός. Η «μετά-αλήθεια» (post-truth). Με αυτόν τον όρο οι ορθολογιστές χαρακτηρίζουν τις απόψεις των λαϊκιστών, θεωρώντας ότι τα επιχειρήματα τους κατασκευάζουν μια αλήθεια που δεν ισχύει. Και πιστεύουν – οι ορθολογιστές – ότι όσοι πείθονται και εμπιστεύονται τους λαϊκιστές, ουσιαστικά εμπιστεύονται μια μετά-αλήθεια, που δεν πατάει στη πραγματικότητα. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά. Χωρίς να το συνειδητοποιούν και οι ορθολογιστές πέφτουν στην ίδια παγίδα και δημιουργούν τη δική τους μετά-αλήθεια. Η εποχή μας έχει αναδείξει τρία μεγάλα προβλήματα, τις επιπτώσεις της αναπόφευκτης παγκοσμιοποίησης, τη μετανάστευση και τη τρομοκρατία. Και προς το παρόν σ’ αυτά τα προβλήματα δεν έχουν απαντήσει ούτε οι ορθολογιστές, ούτε οι λαϊκιστές. Οπότε οι περιφερόμενες μετά-αλήθειες, απ’ όπου κι αν προέρχονται απλά επιβεβαιώνουν τη σύγχυση και την αμηχανία της εποχής μας.
Και οι ανθρωπιστές έχουν τις δικές τους μετά-αλήθειες. Η Σούζαν Σάραντον και η Τζέσικα Λανγκ είναι δύο σπουδαίες ηθοποιοί του Χόλυγουντ, που είναι τώρα 70 χρονών. Σε μια συνέντευξη τους δήλωσαν ότι δεν είναι ανθρώπινο η κινηματογραφική βιομηχανία να παραπετάει τους ηθοποιούς όταν φτάνουν στη τρίτη ηλικία. Θεωρούν οι εκλεκτές κυρίες ότι θα έπρεπε να είχαν τις ίδιες ευκαιρίες μ’ εκείνες που είχαν στα νιάτα τους. Και δε περνάει απ’ το μυαλό τους ότι κανείς δεν έχει τη πρόθεση να τους βάλει στο περιθώριο, αλλά ότι αυτή είναι η φυσική ροή των πραγμάτων. Ο δυτικός κόσμος χρησιμοποιεί κατά κόρον την αναπτυγμένη συναισθηματολογία και τον προσχηματικό ανθρωπισμό για να κατασκευάζει πεποιθήσεις και «αλήθειες» που καμία σχέση δεν έχουν με τη πραγματικότητα.
Η άλωση του ΔΟΛ. Η αριστερά είχε πάντα στο στόχαστρο τον Οργανισμό Λαμπράκη. Πάντα τον θεωρούσε την επιτομή της διαπλοκής και της διαφθοράς, παρ’ όλο που δεν είναι λίγοι οι αριστεροί που ευνοήθηκαν από το συγκρότημα, όλα αυτά τα χρόνια. Ερχόμενοι στην εξουσία οι «ανανεωτές» της Αριστεράς έβαλαν στόχο την άλωση του MEGA και των εντύπων του συγκροτήματος. Τα γεγονότα είναι γνωστά. Η τακτική τους όμως καλά σχεδιασμένη. Επιδίωξαν να κλείσουν αυτά τα μέσα με τη μέθοδο της ασφυξίας, εφ’ όσον η δημοκρατία απαγορεύει αυτό να συμβεί με μια απλή κυβερνητική απόφαση. Έτσι σιγά-σιγά δημοσιογράφοι αποχωρούσαν, επειδή δε μπορούσαν άλλο να εργάζονται χωρίς να πληρώνονται. Και στα πλαίσια αυτής της προσχηματικής δημοκρατίας εμφανίστηκε στα ΝΕΑ και το πρώτο άρθρο που απηχεί ευθέως απόψεις του ΣΥΡΙΖΑ, με την υπογραφή του «αριστερού» πανεπιστημιακού Νίκου Μουζέλη. Ένα άρθρο που καθόλου δεν ενδιαφέρει τους σταθερούς αναγνώστες της εφημερίδας, να μη πω ότι τους εκνευρίζει με την αμετροέπεια του. Η τακτική είναι εξαίρετη, αλλά συνοδεύεται από την αφέλεια ότι η εφημερίδα θα διατηρήσει τις πωλήσεις της και ως παράρτημα της ΑΥΓΗΣ.
ΥΓ. Στην αρχή της σχολικής χρονιάς, στο Κολλέγιο Αθηνών, έδιναν το τετράδιο σημειώσεων και μελέτης. Στο οπισθόφυλλο είχε ένα σχόλιο: «Αυτή η επιστολή είναι πιο μακροσκελής απ’ ό,τι έπρεπε, γιατί δεν είχα το χρόνο να την κάνω συντομότερη»
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr