iporta.gr

Τετράδιο σημειώσεων και μελέτης 7η σελίδα – Δεκέμβριος 2016, του Γιάννη Καραχισαρίδη

Γιάννης Καραχισαρίδης

Αποχαιρετώντας τον χρόνο που έφυγε. Πάντα υπάρχει ένας ανεπίκαιρος τρόπος για να κάνουμε τον ετήσιο απολογισμό. Ο Johnny Cash εμφανίζονταν στις συναυλίες του πάντα με μαύρα ρούχα. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν ήδη ήταν στη κορυφή, έγραψε ένα τραγούδι με τίτλο «Ο άνθρωπος με τα μαύρα» (Man in black). Το τραγούδι ήταν μια αφηγηματική μπαλάντα και ξεκινούσε με τα λόγια: «Αναρωτιέστε, γιατί φοράω πάντα μαύρα, γιατί ποτέ δε βλέπετε φωτεινά χρώματα επάνω μου. Ναι, υπάρχει λόγος για όλα αυτά». Κι ανάμεσα σε άλλα, εξηγεί παρακάτω: «Φοράω μαύρα για τους φτωχούς και γι’ αυτούς που ηττήθηκαν. Γι’ αυτούς που το άτυχο ταξίδι τους, τους άφησε στο κρύο. Γι’ αυτούς που ζουν σ’ εκείνη τη πλευρά της πόλης, όπου δεν υπάρχει ελπίδα. Γι’ αυτούς που πέθαναν νομίζοντας πως όλοι εμείς ήμασταν στο πλευρό τους». Και πιο κάτω καταλήγει: «Εμείς περνάμε καλά, μες στα ωραία μας αυτοκίνητα και τα ωραία μας ρούχα. Αλλά για να μη ξεχνάμε αυτούς που έμειναν πίσω, θα πρέπει πάντα να υπάρχει ένας άνθρωπος που να φοράει μαύρα». Αποχαιρετώντας το φευγάτο 2016, δε χρειάζεται να ψάξουμε εκείνον που φοράει μαύρα, για να μας θυμίσει τις σκοτεινές πλευρές της πόλης. Στην περίπτωση μας αρκεί να ρίξουμε μια ματιά μόνοι μας.

Ο Προμηθέας πυρφόρος. Το έμβλημα του Πολυτεχνείου είναι ο Προμηθέας πυρφόρος. Κατά το μύθο ο Προμηθέας έκλεψε τη φωτιά απ’ τους Θεούς και τη χάρισε στους ανθρώπους. Για να τον τιμωρήσει ο Δίας τον αλυσόδεσε στις πλαγιές του Καυκάσου. Η φωτιά συμβόλιζε τη γνώση. Και ο ίδιος ο Προμηθέας έγινε σύμβολο αντίστασης απέναντι στο κατεστημένο. Την περίοδο των γιορτών νέα παιδιά, με κουκούλες και βόμβες μολότοφ έκαψαν τρία τρόλεϊ, έξω από το Πολυτεχνείο. Πίστευαν ότι αντιστέκονταν στο κατεστημένο με τη πράξη τους. Ίσως στη φαντασία τους η φωτιά που κρατούσαν να έμοιαζε με τη φωτιά του Προμηθέα. Μόνο που ο Προμηθέας παρέδωσε το φως της γνώσης, ενώ εκείνοι μόνο τρία καμένα τρόλεϊ. Οι καιροί άλλαξαν, o tempora, o mores… Η εποχή του Προμηθέα μοιάζει – προς το παρόν – πολύ μακρινή. Ίσως στο μέλλον να την ξανασυναντήσουμε.

Τελικά οι αγορές συμβολίζουν τη σωτηρία και για τους αριστερούς. Ποιος να το πίστευε πριν δύο χρόνια, ότι το να βγει η χώρα μας στις αγορές θα γινόταν ο κεντρικός στόχος της Αριστεράς. Μόλις πρόσφατα ήταν απεχθής αυτός ο μηχανισμός που επενδύει σε κρατικά ομόλογα ανά τον κόσμο. Οι αγορές που συμβόλιζαν τον πυρήνα ενός εχθρικού καπιταλισμού, τώρα συμβολίζουν τη σωτηρία της χώρας. Μέσα σ’ αυτό το ξένο περιβάλλον, το μόνο που έχει κρατήσει το προπατορικό DNA της Αριστεράς είναι η ελεημοσύνη στους αδυνάτους. Ίσως πάλι στο πίσω μέρος τους μυαλού τους να κατοικεί ακόμα η πίστη ότι η Ευρώπη θα αλωθεί τελικά από τον σοσιαλισμό, όπως αυτοί τον αντιλαμβάνονται. Κι αυτή τη φορά για να μη καταπέσει ως αυταπάτη αυτή η επιδίωξη, να διατηρείται στη κατάψυξη, ως ένα μελλοντικό όνειρο.

Το χαμένο νόημα της απεργίας. Η απεργία ήταν άγνωστη λέξη την εποχή της φεουδαρχίας. Μπήκε στο λεξιλόγιο μας με τη βιομηχανική επανάσταση. Και για πολλές δεκαετίες το νόημα της απεργίας ήταν η διεκδίκηση δικαιωμάτων και καλύτερου μεροκάματου κυρίως στις μεγάλες βιομηχανίες. Ο σημερινές πολιτισμένες κοινωνίες χρωστάνε πολλά σ’ εκείνους τους εργατικούς αγώνες. Τώρα πια δεν υπάρχουν στην Αγγλία όσα έβλεπε ο Μαρξ στην εποχή του. Δεν υπάρχουν δεκάχρονα παιδιά που δουλεύουν 12 ώρες στο κάρβουνο. Οι καιροί όμως άλλαξαν, όπως συμβαίνει πάντα. Και σήμερα – τουλάχιστον στη χώρα μας – η συντριπτική πλειοψηφία των απεργιών γίνονται στη θαλπωρή του δημόσιου τομέα. Εκεί που η δουλειά είναι εξασφαλισμένη και δε κινδυνεύει. Μια νέα γενιά απεργιών χωρίς κανένα ρίσκο. Που προβάλλουν ανέφικτα και δήθεν «πολιτικά» αιτήματα. Αιτήματα που τεμπέλικα επαναλαμβάνονται ίδια κι απαράλλαχτα σε κάθε περίσταση.

Η φαντασίωση της πολιτικής λύσης. Μεταπολεμικά και κυρίως μεταπολιτευτικά η πολιτική υπέστη πολλές στρεβλώσεις στη ζωή μας. Συνδέθηκε ευθέως και απόλυτα με την ενασχόληση με τα κοινά. Έτσι θα έπρεπε να νιώθει ντροπή όποιος δεν είχε πολιτική σκέψη, γιατί αυτό αυτόματα θεωρούνταν περιφρόνηση για τη κοινωνία. Στο επάνω ράφι της πολιτικής εμπλέκονταν τα κόμματα, τα οποία με τη πρακτική τους δημιούργησαν αντιπάθειες. Έτσι σιγά-σιγά ξεχωρίσαμε την άχραντη πολιτική από τη κομματικοποίηση, που είχε οπαδικό χαρακτήρα. Μπορεί να μισήσαμε τα κόμματα, αλλά μας άρεσε το πολιτικό παιχνίδι. Ήταν μια ενδιαφέρουσα ενασχόληση, γιατί περιείχε συνομωσίες, κρυφές ατζέντες κι όλα τα συναφή στοιχεία του μυστηρίου και του θρίλερ. Η πολιτική σ’ αυτό το επίπεδο μας γοήτευε, γιατί μας προκαλούσε να αποκρυπτογραφήσουμε κινήσεις και να προβλέψουμε εξελίξεις. Έτσι λοιπόν φτάσαμε να επεξηγούμε τα πάντα με όρους πολιτικής. Αυτό κάνουμε και σ’ όλη τη διάρκεια της επταετούς κρίσης. Γι’ αυτό και πάντα ελπίζαμε στη πολιτική λύση. Μια πολιτική λύση που ποτέ δεν ερχόταν, αλλά εμείς πάντα επιμέναμε ότι θα έρθει. Λέγαμε η Αμερική πιέζει τους Γερμανούς κι εκείνοι θα υποχωρήσουν. Λέγαμε η Ευρώπη τρομοκρατήθηκε από το αγγλικό δημοψήφισμα και θα μαλακώσει απέναντι στη χώρα μας. Λέγαμε τα μεγάλα προβλήματα των ιταλικών τραπεζών θα πάρουν το βλέμμα από πάνω μας. Λέγαμε η προσφυγική κρίση θα κάνει την Ευρώπη πιο διαλλαχτική. Ή ακόμα κάποιοι έλεγαν (η πλειοψηφία πάντως) ότι το ηχηρό «όχι» στο δημοψήφισμα θα τρομοκρατήσει την Ευρώπη. Οι συνεχείς ματαιώσεις δε μας έβαλαν μυαλό. Να καταλάβουμε ότι η πραγματική λύση είναι πολύ μακριά από τη πολιτική. Ότι μόνο αν αναδιαρθρώσουμε το κράτος και δημιουργήσουμε συνθήκες ανάπτυξης, μόνο τότε θα γλιτώσουμε από τη διαρκή κρίση που μας μαστίζει.

Πώς το συναίσθημα παραμερίζει τη κριτική σκέψη. Ο Υπουργός Παιδείας έκανε δυο ξεχωριστές δηλώσεις και είπε ότι οι εισαγωγικές εξετάσεις είναι απάνθρωπες και ότι πρέπει να ανανεωθεί και να ζωντανέψει το πλαίσιο λειτουργίας των μαθητικών κοινοτήτων. Η συναισθηματολογία ήταν πάντα η κρυφή πλευρά του λαϊκισμού. Ο πολιτικός λαϊκισμός δίνει υποσχέσεις που δε μπορεί να τηρήσει. Η συναισθηματολογία όμως είναι μια τελείως διαφορετική παραλλαγή του ίδιου αποτελέσματος. Έχουμε μάθει να συνδέουμε το συναίσθημα με τον ανθρωπισμό, χωρίς να μεσολαβεί η κριτική σκέψη. Έτσι λοιπόν αυτά που δήλωσε ο Υπουργός κουμπώνουν με τις σκέψεις των περισσότερων συμπολιτών μας. Υπονόησε ότι η μόρφωση είναι μια ελεύθερη διαδικασία που δεν πρέπει να αμαυρώνεται με σκληρές αξιολογήσεις που διαταράσσουν τον συναισθηματικό κόσμο των παιδιών. Υπονόησε επίσης ότι προορισμός των μαθητικών κοινοτήτων είναι η εξοικείωση των παιδιών με τα κοινά και όπου κοινά εννοούμε τη πολιτική ενασχόληση. Έτσι μέσα από τις περίεργες ατραπούς της συναισθηματολογίας ξεχάσαμε τι ακριβώς σημαίνει παιδεία και εκπαίδευση. Ότι μέσω της εκπαίδευσης προσφέρω σε κάποιον κάτι που δεν έχει. Ότι κάποιον που εκπαιδεύεται δε μπορώ να τον αντιμετωπίζει σαν να έχει ήδη εκπαιδευτεί. Ότι οι μαθητικές κοινότητες αναπτύσσουν μορφές κοινωνικοποίησης κι όχι πολιτικές απόψεις σαν αυτές τις ξύλινες που ακούμε στη Βουλή των Εφήβων. Ότι τελικά η αξιολόγηση δεν είναι απάνθρωπη, αλλά μέρος της εκπαίδευσης, όπως είναι και μέρος της ενήλικης ζωής.

Όταν οι εμμονές μας βολεύουν. Η αναζήτηση «βαρβάρων» είναι μια ψυχαναλυτική διαδικασία. Είναι αυτό που εννοούσε ο Φρόυντ με τον όρο «μετάθεση». Είναι ένας ψυχολογικός αμυντικός μηχανισμός. Μια διαρκής προσπάθειας αθώωσης του εγώ. Η στοχοποίηση κάποιου άλλου για ένα δικό μου σφάλμα. Τα χρόνια της κρίσης ανακαλύψαμε πολλούς βαρβάρους, αλλά εκείνος που πρυτάνευσε ακούει στο όνομα «Σόιμπλε». Είπε λοιπόν ο «βάρβαρος», ότι η απόφαση της κυβέρνησης για τον χριστουγεννιάτικο μποναμά δεν ήταν συμβατή με τις υποχρεώσεις. Κι εμείς μεταφράσαμε: Θέλει να μας πιει το αίμα ο «βάρβαρος». Και καθόλου δε πέρασε απ’ το μυαλό μας ότι μπορεί να εννοούσε, ότι αυτά τα χρήματα θα έπρεπε να δοθούν π.χ. στα χρωστούμενα του κράτους προς τους ιδιώτες.

Στον αστερισμό των αντιφάσεων. Όταν οι εποχές αλλάζουν, οι παλιές σταθερές αναμιγνύονται με τα νέα δεδομένα που επιχειρούν να ξεμυτίσουν. Πορευόμαστε όμως – και όπως είναι φυσικό – με όλα όσα έχουν τακτοποιηθεί στις αναμνήσεις μας. Αντιμετωπίζουμε τον κόσμο που αλλάζει με καλά σφηνωμένες στο μυαλό μας ορολογίες. Διαβάζουμε τις εξελίξεις, με μια γλώσσα που πεθαίνει, χωρίς όμως να έχουμε κατασταλάξει στη γλώσσα που θα ερμηνεύσει τις επερχόμενες εξελίξεις. Κι έτσι χάνουμε τον μπούσουλα. Πίσω όμως από τα κοινωνικοπολιτικά αναμένει να έρθει στο φως η μεγάλη σύνθεση της σκέψης. Η σύνθεση όλων όσων ο άνθρωπος έχει διερευνήσει στη νέα εποχή, που ξεκίνησε με την Αναγέννηση. Η λογική, το συναίσθημα, η φαντασία, ο σουρεαλισμός, το σκοτεινό υποσυνείδητο, όλα αυτά μαζί αναζητούν μια νέα τακτοποίηση. Όλα δηλαδή όσα μας φαίνονται ότι είναι αντιφατικά και αλληλοαναιρούνται, προσέρχονται στο πεδίο της ζωής για να συνυπάρξουν.

Η επιδοματική κουλτούρα. Ο μποναμάς που έδωσε η κυβέρνηση είναι μια συλλογική υποσυνείδητη συνήθεια. Τον ίδιο μποναμά έδωσε και η κυβέρνηση του Παπανδρέου το 2009, με τη χρεοκοπία προ των πυλών, τον ίδιο μποναμά έδωσε και η κυβέρνηση Σαμαρά το 2014. Η επιδοματική πολιτική είναι ενσωματωμένη στη κουλτούρα της χώρας μας και εκλαμβάνεται σα μια προσφορά του πολιτικού συστήματος στο λαό. Ο μεγάλος μεταρρυθμιστής θα είναι εκείνος που θα αποδείξει και θα πείσει τους πολίτες ότι η επιδοματική πολιτική είναι το μεγάλο εμπόδιο που δε μας επιτρέπει να διαβούμε τον Ρουβίκωνα και να αφήσουμε πίσω μας τη κρίση. Ίσως τότε να μη μας χρειάζονται «βάρβαροι» σαν τον Σόιμπλε ή «σωτήρες» σαν τον Σώρρα.

Υποδεχόμενοι τη χρονιά που έφτασε. Και στο να πούμε «καλή χρονιά» υπάρχει πάντα ένας ανεπίκαιρος τρόπος. Σε μια ξεχασμένη ταινία (Finian’s rainbow) – από τις πρώτες του Φ. Κόπολα – ο Φρεντ Αστέρ χορεύει και τραγουδάει θεσπέσια. Με ένα στίχο μάς λέει: «Follow the fellow who follows a dream», «Ακολούθησε εκείνον που ακολουθεί ένα όνειρο». Το πρόβλημα για εμάς είναι πού θα βρεθεί εκείνος που ακολουθεί ένα όνειρο που θα μας εμπνεύσει, για να τον ακολουθήσουμε με τη σειρά μας. Γιατί τα όνειρα που κυκλοφορούν γύρω μας είναι γενικά παλαιάς κοπής.

ΥΓ. Στην αρχή της σχολικής χρονιάς, στο Κολλέγιο Αθηνών, έδιναν το τετράδιο σημειώσεων και μελέτης. Στο οπισθόφυλλο είχε ένα σχόλιο: «Αυτή η επιστολή είναι πιο μακροσκελής απ’ ό,τι έπρεπε, γιατί δεν είχα το χρόνο να την κάνω συντομότερη»

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr