Adios Fidel. Κανείς δε μπορούσε να μείνει αδιάφορος όταν ο Φιντέλ μας αποχαιρέτησε. Το παγκόσμιο ακροατήριο ένιωσε την ανάγκη κάτι να πει, να πάρει κάποια θέση. Τα σχόλια και τα υστερόγραφα διχάστηκαν. Η απαξίωση και ο έπαινος ανακατεύτηκαν στη χλαλοή της επικαιρότητας. Από τη μια εκείνοι που στον Φιντέλ είδαν μόνον έναν δικτάτορα που παίδεψε το λαό του κι από την άλλη εκείνοι που τον ένιωσαν σα το μεγάλο σύμβολο της επανάστασης. Ο Φιντέλ όμως ακολούθησε το δικό του μονοπάτι, όπως ο Μαντέλα, ο Γκάντι και όσοι λιγοστοί επέμειναν να προχωρούν, αδιαφορώντας για τις πιθανότητες, που ποτέ δεν τους ευνοούσαν. Ο Φιντέλ τώρα κακολογείται από τους καλομαθημένους, από τους φανατικούς της δημοκρατίας, από εκείνους που δεν μπορούν να αντιληφθούν πώς είναι να πραγματοποιείς ακατόρθωτα όνειρα. Κακολογείται από εκείνους που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν με ποιο τρόπο η Ιστορία ξετυλίγει το κουβάρι της. Από εκείνους που νομίζουν ότι το 1959 είναι ίδιο με το 2016. Αλλά κι εκείνοι που τον επαινούν, εμπνέονται απ’ αυτόν με ιδιοτέλεια. Τον σέρνουν σα λάβαρο στις δικές τους φλύαρες και ανεπίδοτες επαναστάσεις. Σαν τους τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας, που θέλουν ν’ αλλάξουν τον κόσμο χαλαρώνοντας το απομεσήμερο. Ο Φιντέλ όμως δεν ανήκει σε κανέναν. Ανήκει στον εαυτό του και στις πράξεις του. Ανήκει στους ατέλειωτους δημόσιους μονολόγους του για την επανάσταση, για τη ζωή και για το μέλλον. Ο Φιντέλ πάνω απ’ όλα ανήκει στην εποχή του. Μια εποχή που κι ο ίδιος έβλεπε την κλεψύδρα της ν’ αδειάζει, όπως ο αμείλικτος χρόνος ορίζει. Και τώρα που αναχώρησε για το πουθενά, λίγοι είναι οι συναγωνιστές του που έχουν απομείνει για να θυμούνται τις ένδοξες μέρες στη Σιέρα Μαέστρα. Αντίο Φιντέλ. Κάποιοι θα σε θυμούνται χωρίς να έχουν την ανάγκη να σε κατατάξουν στα κουτάκια του μυαλού τους.
Επικίνδυνη ισορροπία. Η δημοκρατία μας έμαθε ν’ ακούμε τη γνώμη των άλλων. Μας εκπαιδεύει να συνθέτουμε διαφορετικές απόψεις. Παράλληλα όμως επιτρέπει και τις ανένδοτες συγκρούσεις. Γιατί η δημοκρατία δεν κάνει μόνο μια δουλειά. Δεν καλλιεργεί μόνο τον διάλογο. Αφήνει τις πόρτες ανοιχτές και στην ελευθερία της σκέψης, την ελευθερία της βούλησης. Και δεν είναι λίγες οι φορές που η Ιστορία και ο πολιτισμός προχώρησαν από ανθρώπους που είχαν εμμονές και πείσμα. Από ανθρώπους που δεν έμειναν πιστοί στους παραδεδεγμένους κανόνες. Όπως κι αν είναι η δημοκρατία μας μαθαίνει τι σημαίνει ανοχή και συνεννόηση, αλλά αφήνει κι ανοιχτά τα πεδία της σύγκρουσης.
Η αντίσταση στη φθορά. Έχουμε συνηθίσει να λέμε ότι η φθορά μιας κυβέρνησης αρχίζει λίγες ώρες μετά την ορκωμοσία. Αυτό συμβαίνει πράγματι στη χώρα μας, γιατί οι κυβερνήσεις όταν παίρνουν την εξουσία δεν ξέρουν τι ακριβώς να την κάνουν. Πιο πολύ έχουν στο νου τους να τακτοποιήσουν τα του οίκου τους. Και χωρίς σχέδιο ακολουθούν τα γεγονότα, αντί να τα δημιουργούν. Σαν ανέτοιμοι από καιρό προσπαθούν να μπαλώσουν ότι τους προκύπτει. Φυσικό είναι μ’ αυτή τη νοοτροπία η φθορά να ξεκινάει αμέσως, από τη πρώτη μέρα.
Η πιο μεγάλη πλάνη. Ο χρόνος τοκίζεται και το παρελθόν αυξάνεται επικίνδυνα και βασανιστικά. Μοιάζει πλέον μακρινή η μέρα που η χώρα χρεοκόπησε και ζητήσαμε τα πρώτα δανεικά. Κι έχουμε συνηθίσει να λέμε κάθε φορά ότι το στοίχημα είναι να περάσουμε τη τρέχουσα αξιολόγηση. Ζούμε έξη χρόνια με τον εφιάλτη κάποιας αξιολόγησης. Γιατί όμως, ενώ έχουμε περάσει τόσες αξιολογήσεις βρισκόμαστε πάλι στο ίδιο έργο θεατές. Και πάντα βιώνουμε την ίδια ψευδαίσθηση. Ότι αυτή η αξιολόγηση θα είναι και η τελευταία. Αλλά ποτέ δεν είναι η τελευταία. Ακολουθεί κι άλλη κι άλλη και μετά ακόμα μία. Η πιο μεγάλη πλάνη είναι να επενδύουμε σε διαπραγματεύσεις ή στην ευτυχή κατάληξη μιας αξιολόγησης ή στη διευθέτηση του χρέους ή σε μια πολιτική λύση. Κι αυτή η πλάνη είναι διάχυτη σε όλο το πολιτικό σύστημα και στους πολίτες. Επιμένουμε να διαπραγματευόμαστε και να αξιολογούμε την ύφεση, τη φτώχεια και τις περικοπές. Ενώ το μόνο που θάπρεπε να μας απασχολεί είναι τι να αλλάξουμε στο κράτος για να ευνοήσουμε μια άμεση και επιταχυνόμενη ανάπτυξη. Γιατί τίποτα δεν έχει σημασία, ούτε η πολιτική, ούτε οι διαπραγματεύσεις, ούτε τα μέτρα κι οι περικοπές, ούτε και οι αξιολογήσεις, όσο δεν προστίθεται στη χώρα καινούριο ΑΕΠ, καινούριος πλούτος.
Ο εθνικισμός δεν είναι μια ακίνητη έννοια. Το 1995 ο Μιτεράν είπε ότι εθνικισμός σημαίνει πόλεμος. Το είπε επηρεασμένος από τις πρόσφατες μνήμες του παγκόσμιου πολέμου. Δεν είναι όμως υποχρεωτικά έτσι. Και θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στις Ιστορικές αναλογίες. Οι έννοιες μεταλλάσσονται με τον χρόνο. Οι λέξεις εξελίσσονται. Σήμερα ο εθνικισμός επιδιώκει την εσωστρέφεια κι όχι τον επεκτατισμό. Ο σύγχρονος εθνικισμός στο δυτικό κόσμο προέκυψε ως μια μορφή αντίδρασης στη ραγδαία παγκοσμιοποίηση των οικονομικών συναλλαγών και στα ανοιχτά σύνορα που ευνοούν μεγαλύτερα μεταναστευτικά ρεύματα. Η τυφλή εναντίωση σ’ αυτόν τον νεότευκτο εθνικισμό απλά εμποδίζει τη συζήτηση για τις αντικειμενικές αιτίες που τον θρέφουν.
Υπάρχουν δύο επιλογές. Με αφορμή τη ματαίωση της πώλησης της ΔΕΣΦΑ στους Αζέρους, ο αρμόδιος υπουργός είπε: «Δεν είναι λογικό να πουλήσουμε τη ΔΕΣΦΑ για 400 εκατομμύρια, για να εισπράξουν οι αγοραστές τα επόμενα χρόνια 829 εκατομμύρια». Καλό είναι να παίζουμε με τους αριθμούς και να παριστάνουμε τους ήρωες του δημοσίου συμφέροντος, αλλά το δημόσιο συμφέρον μπορεί να υπηρετηθεί μόνο με δύο τρόπους. Ή παρουσιάζεις ένα σχέδιο κερδοφορίας, απαλλάσσοντας τη δημόσια επιχείρηση από τα ρουσφέτια και τα δωράκια στους κρατικοδίαιτους ή τη πουλάς και περιμένεις να αυξήσεις τα έσοδα σου από τους φόρους που θα έρθουν με την ιδιωτική ανάπτυξη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η ρεβάνς της Ελλάδας που ηττήθηκε το 1996. Αυτή η εύστοχη διατύπωση του δημοσιογράφου Μιχάλη Τσιντσίνη ερμηνεύει με τον καλύτερο τρόπο την Ιστορία των πρόσφατων χρόνων μας. Η οριακή εκλογή του Σημίτη απέναντι στο Τσοχατζόπουλο ήταν καθοριστική για εκείνη την εποχή. Ηττήθηκε προσωρινά ο λαϊκισμός και η παροχολογία. Σταδιακά όμως μεταμόρφωσε τον αντίπαλο πυλώνα του δικομματισμού. Κι έτσι εμφανίστηκε η λεγόμενη λαϊκή δεξιά που έβαλε τέλος στην παρένθεση του εκσυγχρονισμού. Σ’ αυτή τη διαδρομή χάθηκε η αριστερά του Κύρκου και προέκυψε ένας υπερτροφικός ΣΥΡΙΖΑ που απορρόφησε το ΠΑΣΟΚ του Τσοχατζόπουλου και τη λαϊκή δεξιά του Καραμανλή στο πρόσωπο της ΑΝΕΛ. Είναι προφανές όμως ότι αυτό το συνονθύλευμα του λαϊκισμού δε μπορεί να κάνει βήμα παρακάτω. Όπως κι αν στρίψει, όπου κι αν στραφεί θα βρίσκει μόνιμα μπροστά του έναν τοίχο. Η Ελλάδα που ηττήθηκε το 1996 μπορεί να πήρε προσωρινά τη πολυπόθητη ρεβάνς, αλλά δε μπορεί πλέον να χρησιμοποιεί τα εργαλεία που την τρέφουν. Οι κλειστές παρεοκρατίες, τα ρουσφέτια και οι ψηφοθηρικές παροχές δεν μπορούν πλέον να συντηρήσουν αυτό το παρακμασμένο σύστημα. Οι καιροί άλλαξαν με τον πλέον αδυσώπητο τρόπο γι’ αυτούς.
Ο Στίγκλιτς και οι άλλοι. Ο «περισπούδαστος» οικονομολόγος δήλωσε ότι η Ευρώπη χρειάζεται περισσότερη Ευρώπη για να διασωθεί. Κι ανάμεσα στα άλλα, λέει, χρειάζεται ένα ταμείο αλληλεγγύης. Ίσως κάποιος θα πρέπει να τον ενημερώσει ότι ο ESM είναι ακριβώς αυτό. Γιατί αν δεν υπήρχε αυτός ο μηχανισμός του φτηνού ενδοευρωπαϊκού δανεισμού, κάποιες χώρες θα είχαν οδηγηθεί στην άτακτη χρεοκοπία, όταν οι αγορές σταμάτησαν να δανείζουν.
Όπως συνήθως, ακολουθήσαμε τον λάθος δρόμο. Διαπιστώσαμε κι αποδεχθήκαμε ότι το κράτος ήταν υπερτροφικό. Και τι κάναμε; Αυτό που θα επέτεινε το πρόβλημα, αντί να το λύσει. Εθελούσιες έξοδοι και πρόωρες συνταξιοδοτήσεις. Αποτέλεσμα; Μειώθηκαν οι δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά αυξήθηκαν οι συνταξιούχοι. Τα ταμεία στενάζουν από τις αυξημένες υποχρεώσεις και το κράτος παρέμεινε το ίδιο μεγάλο και στρεβλό, αλλά με λιγότερους να το υπηρετούν.
Ο νέος Θεός. Μπορεί ο πολιτισμός να έχει υποτάξει σε μεγάλο βαθμό τη θρησκοληψία, αλλά δεν μπόρεσε να εμποδίσει την εμφάνιση ενός νέου Θεού. Που δε διαθέτει ναούς και ιερείς, αλλά κατέχει όλα τα μεταφυσικά χαρακτηριστικά μιας θρησκείας και κατοικεί στο μυαλό πολλών ανθρώπων. Οι οπαδοί αυτής της νέας θρησκείας πιστεύουν ότι μια αόρατη δύναμη ορίζει τις τύχες των ανθρώπων. Μια δύναμη απροσπέλαστη και ανέγγιχτη που κανείς δε μπορεί να της αντισταθεί. Κάποιο παράξενο κονκλάβιο που χωρίς κανένα εμπόδιο αποφασίζει και συνωμοτεί για τις τύχες μας. Ανίκητα συμφέροντα που δεν τα επηρεάζει ο χρόνος και η φθορά. Που πορεύονται άχρονα και παντοδύναμα. Τελικά οι άνθρωποι σε όποιο βαθμό κι αν εκπολιτιστούν, όταν δεν μπορούν να εξηγήσουν κάτι, καταφεύγουν σε κάποιο Θεό.
Οι εποχές αλλάζουν. Πριν μερικά χρόνια ο Σνόουντεν αποκάλυψε στη παγκόσμια κοινή γνώμη ότι η αμερικάνικη υπηρεσία NSA παρακολουθούσε ξένους ηγέτες. Αλλά όσο κι αν προσπάθησαν τα μέσα ενημέρωσης να δώσουν αξία στην είδηση δεν τα κατάφεραν. Ακόμα και η ταινία του Όλιβερ Στόουν, σχετική με το θέμα, πήγε άπατη. Προφανώς κανείς σήμερα δεν ενδιαφέρεται αν οι αμερικάνοι παρακολουθούν τη Μέρκελ ή τον Κάμερον. Το θέμα είχε ενδιαφέρον την εποχή των κατασκόπων, την εποχή του ψυχρού πολέμου. Οι εποχές όμως αλλάζουν. Ακόμα κι ο Τζέημς Μποντ άλλαξε τα σενάρια του.
Διαπλοκή δεν υπάρχει. Υπάρχουν μόνο παράνομες πράξεις. Έχουμε υποστεί ατέλειωτες συζητήσεις για τη διαπλοκή. Φαίνεται ότι μας αρέσουν τα αστυνομικά μυθιστορήματα και τα ήπια θρίλερ. Μας αρέσει η ακατάσχετη φλυαρία για τις διασυνδέσεις. Και απολαμβάνουμε την έρευνα αναζητώντας ποιοι έκαναν το έγκλημα. Στη πραγματική ζωή τα πράγματα είναι απλά. Υπάρχουν παράνομες και νόμιμες πράξεις. Παράνομα και νόμιμα δάνεια. Κι εκεί τελειώνει η κουβέντα. Όταν όμως ο δημόσιος διάλογος πλημμυρίζει με άσκοπες συζητήσεις είναι λογικό να βράζουμε στο ζουμί μας. Εφ’ όλης της ύλης.
ΥΓ. Στην αρχή της σχολικής χρονιάς, στο Κολλέγιο Αθηνών, έδιναν το τετράδιο σημειώσεων και μελέτης. Στο οπισθόφυλλο είχε ένα σχόλιο: «Αυτή η επιστολή είναι πιο μακροσκελής απ’ ό,τι έπρεπε, γιατί δεν είχα το χρόνο να την κάνω συντομότερη»
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr