iporta.gr

Τα “Ναι” και τα “Όχι” της ζωής μας, του Δημήτρη Ι.Μπρούχου

Ο Δημήτρης Ι. Μπρούχος (1961-+2024) είναι ποιητής, στιχουργός. συγγραφέας και Σύμβουλος Επικοινωνίας 

Αφουγκράζομαι στην έρημο αυτού του κόσμου, τις ιαχές ενός αλλιώτικου πολέμου, που κήρυξαν μέσα στις ψυχές των ανυποψίαστων «υπηκόων» του ιστορικού μας έθνους, όλοι αυτοί που κουβαλάνε στο πετσί τους τη ρετσινιά του προδότη, του αποστάτη, του δωσίλογου, του καλο- ή απλώς βολεμένου, προτάσσοντας πατριωτικά αισθήματα, ανάμεικτα με αρχαία τσιτάτα, τύπου «ή Καραμανλής ή τα τανκς…» και φρίττω!

Τι υπερπλασία εθνικού φρονήματος αίφνης, μέσα στο καταχείμωνο της ηθικής νωχέλειας και της ιδεολογικής ραστώνης ενός λαού, που έχει από χρόνια αποθέσει την τύχη του στο μαλακό μαξιλάρι της πλάνης…

Ποία αισθητική δυσκινησία και ποία λιπώδης διήθηση του νοητικού του ιστού υπαγορεύει απόλυτες ως ολοκληρωτικές θέσεις, εκφρασμένες μέσα από δραματικά πλην ανυπόστατα διλήμματα του τύπου: «ή προσκυνάμε ή καταστρεφόμαστε»…

Έξι μήνες τώρα, οι διαχρονικά υπεύθυνοι πολλών τραγωδιών, κάνουν τα πάντα, ακόμα και μέσα από ανίερες συμμαχίες, να πείσουν το «πόπολο» για το λάθος της επιλογής του, για τον ερασιτεχνισμό και την απειρία των διοικούντων « αυτήν ταύτην την στιγμήν», για τα «όλα καλώς και υπευθύνως καμωμένα» από τους προγενέστερους …και καλά «νοικοκυραίους», που φυσικά για το καλό μας, αποφάσισαν ερήμην μας για όσα αφορούσαν, αφορούν και θα αφορούν τη δική μας ζωή, όσο και τη ζωή των επιγενομένων…

Βρίσκομαι ειλικρινά σε συνειδησιακή αμηχανία, δεν έχω πια το κουράγιο να διαφωνώ, να αντιπαρατίθεμαι, να αψιμαχώ για ένα αυτονόητο που δυστυχώς δεν αναγνωρίζεται!

Όλοι μιλούν για γκρεμούς και για ρέματα, η καταστροφολογία για μια εισέτι φορά έχει αναχθεί σε επιστήμη, γκαιμπελικές τακτικές, ανάμεικτες με μακιαβελικές μεθόδους έχουν πάρει θέση μάχης σε μια κοινωνία που μαστίζεται από τις «από δεκαετιών λάθος επιλογές της», υποδυόμενη πλέον το ρόλο του θύματος και του αδυνάμου, αφού κάποια στιγμή η πασιέντζα δε βγήκε…

«Βραχνιάζω απολύοντας Ιησούν, όταν ορδές τριγύρω μου απολύουν Βαρραβάν…» (Ωδίνες της νύχτας,1993), με αποτέλεσμα, για μένα, αδικαίωτο…

Και πώς να τα βάλεις με τον τρόμο και τον κουρνιαχτό, που ενσπείρουν στις λαϊκές τσέπες οι μεγαλοτσεπώσαντες τα κατά τα μέτρα τους δέοντα…

Εξανίσταται προ της απειλής του κινδύνου πολλαπλών απωλειών, μια κοινωνία που απώλεσε την αξιοπρέπειά της, καταναλώνοντας ενώ δεν παρήγαγε, που διαβιούσε πλουσιοπάροχα από τις επιδοτήσεις, αδιαφορώντας για την όποια παραγωγή, που εξέθρεψε έναν δημοσιο-υπαλληλικό μηχανισμό εν πολλοίς άχρηστο πλην πελατειακό για τους επιτήδειους εθνοπατέρες και πολλά υποσχομένους ανέργους εργατοπατέρες, που διασπάθισε όνειρα, οράματα κι ελπίδες, δημιουργώντας μια πλασματική ευημερία και κυρίως, μια κοινωνία που υιοθέτησε τον παρασιτισμό ως στάση ζωής…

Ντροπή ή κρίμα ή και τα δύο;

Και να, που αποκτήσαμε σύνδρομο πανικού, που αθωώνουμε ξαφνικά τους μπέηδες και τους καταχτητές της Φυλής μας που μας είχαν δώσει προνόμια και είχαμε και το κεφάλι μας ήσυχο, τι θέλαν και εξεγερθήκανε «κάποιοι ξεβράκωτοι» και κάνανε την Εθνεγερσία; Εμείς τη βολή μας μόνο θέλουμε και την ησυχία μας. Τα λίγα , έτοιμα και σταθερά. Ε, κι ας μας έχουν προσκυνημένους τα…Συμφέροντα. Αλλωστε πάντα έτσι δεν συμβαίνει;…

Μα, όπως λέει κι ο στίχος, «θα ’ρθεί καιρός ν’ αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις…».

Σε λίγες ώρες, καλούμαστε να ασκήσουμε το υπέρτατο δικαίωμα και καθήκον μας, να καταθέσουμε την πολιτική μας άποψη, όσο κι αν δεν μας είναι ευχάριστη η ανάληψη από μέρους μας μιας τέτοιας ευθύνης. Γιατί, φυσικά, τόσα χρόνια είχαμε μάθει να μεταθέτουμε τις ευθύνες, σε όλους αυτούς που μεριμνούσαν «για το καλό μας».
Εν λευκώ. Οι ιδεολογίες και τα συναφή, αποδείχτηκαν φτηνός πασατέμπος.

Ο ναιναικισμός και ο δωσιλογισμός, αποτελούν –ως φαίνεται- ιστορικούς μόνο προσδιορισμούς και η αντίσταση όσο και η πάλη, γραφικές ρητορείες.

Τα παλαίμαχα συνθήματα ενταφιάστηκαν, με μια εποχή που την ακυρώνουμε όλο και πιο πολύ, για να μη μας θυμίζει τις ανακολουθίες μας.

Πουληθήκαμε πολύ ακριβά, σε κάτι πολύ φτηνό.

Τελικά, μήπως είναι η φτήνεια που μας αξίζει;

Μήπως ο τσαγανός μας εξαργυρώνεται μ’ έναν κύβο ζάχαρης;

Μήπως τελικά όλοι, και οι ποιητές και οι Αγωνιστές και οι οραματιστές και οι αντιστασιακοί, βίωναν πάντοτε το δικό τους παραλήρημα, χρωματίζοντας απλώς με το αίμα τους το γκρίζο των καιρών, εθελοτυφλώντας στη σκυφτή ζωή των γύρω προσκυνημένων;…

Δεν θέλω να το πιστεύω.

Ευαγγελίζομαι την τιμή, την περηφάνια, τον αλτρουισμό, την αξιοπρέπεια, τη φιλοπατρία.

Θυμώνω με κάθε έμμεση πλην σαφή απειλή που μου την εκφέρουν ως υπόδειξη ή νουθεσία.

Έχω καεί από το « φιλόστοργον» του τοκογλυφικού χρηματοπιστωτικού παραδείσου που μας εξαγγέλουν, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι νεοέλληνες.

Και βέβαια πιστεύω σε μια αγαστή συνεργασία όσο και συνύπαρξη των ευρωπαϊκών λαών με ενιαίο νόμισμα, φτάνει…να παραδεχτούν και οι επίμαχοι λαοί ότι μου χρωστάνε πολύ περισσότερα από όσα διατείνονται ότι τους χρωστάω.
Και καλώ όλους τους πλανημένους νεοέλληνες εθελόδουλους, πριν να ρίξουν την ψήφο τους, να ξεφυλλίσουν τη μνήμη τους, να σταθούν στο Δίστομο, στα Καλάβρυτα, στο Χορτιάτη, στην Κάνδανο, στο Δοξάτο, στις λεηλατημένες μας αρχαιότητες, στις λάγνες επιδοτήσεις της ΕΟΚ και στα φαύλα πακέτα Ντελόρ που υποθήκευσαν με τη δική τους συναίνεση και αποδοχή , το μέλλον των παιδιών- των παιδιών τους , να επικαιροποιήσουν τη ληστεία των υπέρμαχων του ευρώ σε βάρος της τσέπης τους εν μια νυκτί, με υπερτίμηση της τάξεως του 150% των διαφόρων προϊόντων την 1/1/2002 και να αποφασίσουν ώριμα και προπάντων ΜΗ κομματικά, για την όποια δίκαιη απάντηση τους υπαγορεύει η ορθή τους κρίση.

Και να μην ξεχνούν ποτέ τους, ότι τα μεγάλα ναι και τα μεγάλα όχι της ζωής τους, δεν πρέπει να υπακούουν σε όλους αυτούς που νοιάζονται… «για το καλό τους».

Κι ακόμα, ότι μια άρνηση θα μπορούσε να γίνει εν δυνάμει κατάφαση και μια συναίνεση, η απαρχή μιας μακράς τραγωδίας.