iporta.gr

Tων Βαΐων – Μεσολόγγι 1826, του Δρ Πάνου Καπώνη

Ο Πάνος Καπώνης* είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, τ. Επ. Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών (Φαρμακευτική), ποιητής, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας ,από τους πρώτους ποιητές της λεγόμενης Γενιάς του ’70, γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου 1947 στο Αγρίνιο. Σπούδασε οικονομικά, νομικά και σκηνοθεσία και σταδιοδρόμησε ως Δικηγόρος στην Αθήνα. Ποιητής, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, έχει εκδώσει εννέα ποιητικά βιβλία, δύο βιβλία λογοτεχνικών δοκιμίων, ένα με διηγήματα και ένα μυθιστόρημα. Δημοσιεύει επί 50 χρόνια άρθρα και λογοτεχνία σε διάφορες εφημερίδες, περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά.  Παράλληλα έχει συγγράψει οκτώ πανεπιστημιακά συγγράμματα φαρμακευτικού δικαίου για τα Πανεπιστήμια ΕΚΠ Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πατρών, όπου στο τελευταίο διατέλεσε και επισκέπτης καθηγητής φαρμακευτικού δικαίου για δύο χρόνια. Λογοτεχνική ιστoσελίδα : http://logos.caponis.gr.

ΕΞ ΕΠΑΦΗΣ [Π67]

Tων Βαΐων – Μεσολόγγι 1826 

«…Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ έχω γω στο χέρι;
Οπού συ μούγινες βαρύ κι’ ο 
Αγαρηνός το ξέρει.»

[Διονύσιος Σολωμός, Σχεδίασμα Β΄- Ελεύθεροι Πολιορκημένοι]

‘Όπως είναι γνωστό (ελπίζω τουλάχιστον), την νύχτα δέκα προς ένδεκα Απριλίου του 1826 πραγματοποιήθηκε η έξοδος της ηρωικής φρουράς του Μεσολογγίου. Ήταν η κορυφαία πράξη στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων από τον οθωμανικό ζυγό. Στους 3.500 «ελεύθερους πολιορκημένους» υπήρχαν Αιτωλοακαρνάνες και Ηπειρώτες κυρίως Σουλιώτες.  Το 1826 στο Μεσολόγγι γράφτηκε μία από τις ενδοξότερες σελίδες της Νεοελληνικής Ιστορίας.

Σε εκείνους τους δύσκολους καιρούς, η κατάσταση πλέον μέσα στην πόλη είχε φθάσει σε οριακό σημείο. Τρόφιμα δεν υπήρχαν και οι Πολιορκημένοι (γυναίκες, παιδιά, τραυματίες, γέροντες και μαχητές) σιτίζονταν με φύκια, δέρματα, ποντίκια και γάτες! Κάτω από αυτές τις συνθήκες, που καθιστούσαν αδύνατη την αποτελεσματική υπεράσπιση του Μεσολογγιού, αποφασίστηκε σε συμβούλιο οπλαρχηγών και προκρίτων στις 6 Απριλίου η έξοδος, η οποία ορίστηκε για την νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου προς Κυριακή των Βαΐων (9 προς 10 Απριλίου). Τα μεσάνυχτα, σύμφωνα με το σχέδιο, χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες, υπό τους Δημήτριο Μακρή, Νότη Μπότσαρη και Κίτσο Τζαβέλα, με την ελπίδα να διασπάσουν τις εχθρικές γραμμές, επωφελούμενοι από τον αιφνιδιασμό των πολιορκητών. Νωρίτερα είχαν σκοτώσει τους τούρκους αιχμαλώτους, ενώ στην πόλη παρέμειναν τραυματίες και γέροι. Είναι επίσης γνωστή η ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης με τον ηρωικό Χρήστο Καψάλη. Οι Έλληνες είχαν απώλειες και από τους κρυμμένους στα διάφορα υψώματα και τις χαράδρες Αλβανούς. Μολαταύτα αντιμετώπιζαν με σταθερότητα τον εχθρό.

Δεν χρειάζεται να πω κάτι άλλο από την πλευρά μου. Τα έχει πει η Ιστορία, τουλάχιστον σε αυτούς που ενδιαφέρονται να ξέρουν την ιστορία της πατρίδας τους. Γιατί κάποιοι σημερινοί Έλληνες σαν εμάς, δεν ξεχνούν τις πατρογονικές τους ρίζες και τιμούν τα όσια και ιερά του Έθνους. Οι ιστορικοί αναφέρουν ότι, μόνον 1300 σώθηκαν. Οι υπόλοιποι 1700 σκοτώθηκαν στις συμπλοκές της εξόδου. Από τις γυναίκες, 13 μόνο Σουλιώτισσες σώθηκαν και από τα παιδιά τρία ή τέσσερα. Το λέω αυτό γιατί, μερικοί από εκείνους που σώθηκαν και έφθασαν άλλοι στην Άμφισσα και άλλοι στο Αγρίνιο, ήταν και οι Σουλιώτες προγονοί μου, προπάτορες της γιαγιάς μου Παρασκευής Λουροπούλου [Καλαμπόκα], που αργότερα, μετά το 1870, εγκαταστάθηκαν στην συνοικία Γένοβα του Αγρινίου, στην μετέπειτα οδό Κ. Σιαδήμα. Έτσι λοιπόν η ιστορία για μας είναι ακόμη ζωντανή για να τιμάμε τους ήρωες που αγωνίστηκαν και πέθαναν για την ελευθερία, για να είμαστε εμείς οι νεοέλληνες σήμερα ζωντανοί στην σύγχρονη Ελλάδα.   

Σε ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Η Ύβρις» [εκδόσεις Παρουσία, Αθήνα 2017] αναφέρονται χαρακτηριστικά :

«Μια γειτονιά – οδός Κ. Σιαδήμα: [ …] Τον θυμούμαι πριν εβδομήντα χρόνια χωματόδρομο, γεμάτο λασπουριά, τις βροχερές και ατέλειωτες μέρες του χειμώνα, γεμάτο λακκούβες, χαρακιές από κάρα, πατημασιές και μαγαρισιές ζώων. Τον κατέβαιναν πρωί πρωί άλογα, μουλάρια και γαϊδουράκια, ζεμένα με ξύλα από τα βορινά χωριά που τα οδηγούσαν γυναίκες και κείνες ζαλικωμένες με φορτώματα ξύλων για τα τζάκια. […] Η οδός Σιαδήμα ήταν η ραχοκοκαλιά της συνοικίας Γκένοβα. Όμως η οδός Σιαδήμα έχει στενέψει σήμερα και σώπασαν από καιρό οι φωνές εκείνες. Γκρεμίστηκαν τα παλιά αρχοντικά, τα ισόγεια και τα ανώγεια. Γέμισαν οι πλευρές του δρόμου καινούργιες οικοδομές, που ξεχείλισαν πάνω στο δρόμο. Και ασφυκτιά έτσι ο δρόμος από το δάσος των πολυκατοικιών. […] Και ανάμεσά τους τρέχουν σήμερα, αντί της άμαξας της κυρά Παρασκευής του Καλαμπόκα, ακριβά αυτοκίνητα, που γεμίζουν θόρυβο και καυσαέριο την ατμόσφαιρα [..]. Να μην υπάρχει πράσινο, ούτε για δείγμα. Πώς να ανασάνει κανείς πλέον τώρα, καλοκαίρι καιρό, χωρίς κλιματιστικό στην Γκένοβα; Η ατμόσφαιρα εκείνης της γειτονιάς, όπως και πολλών άλλων,  πάει πια, χάθηκε. Ακόμα και οι “Κληματαριές”, το οικογενειακό και φιλόξενο κέντρο του Θόδωρου Λουρόπουλου, έχει κλείσει από καιρό. Ο Κωνσταντίνος Σιαδήμας ήταν γενναίος οπλαρχηγός, πολέμησε και νίκησε τους Τούρκους. Μπορεί να αντισταθεί και σήμερα, σε κάποιους ημιβάρβαρους ;».