Έχει γίνει σχεδόν ο δεύτερος εθνικός ύμνος μας. Για ¾ του αιώνα ακούγεται σα νάταν τραγούδι του χθες. Τα λόγια σχεδόν απλά, αλλά ορμούν σαν ποτάμι στο υποσυνείδητο και το αναστατώνουν, μετατρέπουν την απλότητα σε μνήμες ενός πολυβασανισμένου λαού.
Δε θα ασχοληθώ με τις αμφισβητήσεις για την πατρότητα των στίχων, αλλά θα δώσω το λόγο στο δημιουργό, το Βασίλη Τσιτσάνη.
Και μια κλασική εκτέλεση του έργου, που θυμάμαι ότι άνοιγε το πρόγραμμα της Columbia στις 8 το βράδυ στο Δεύτερο Πρόγραμμα της ΕΡΤ.
Μιλάει ο Τσιτσάνης:
«Κατά την περίοδο της κατοχής στη Θεσσαλονίκη εμπνεύστηκα και τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Και μου έδωσε την αφορμή ένα από τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν τότε στον τόπο μας, με την πείνα, τη δυστυχία, το φόβο, την καταπίεση, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις. Το κλίμα που μου ενέπνευσε τους στίχους, μού ενέπνευσε και τη μελωδία. Βγήκε μέσα από τη «συννεφιά» της κατοχής και την απελπισία που μας έδερνε όλους. Ήταν εκείνα τα καταραμένα Χριστούγεννα της κατοχής. Γύριζα από την ταβέρνα χαράματα [κι όμως, επί κατοχής, απαγορεύονταν τις νύχτες η κυκλοφορία] και πάνω στο παγωμένο χιόνι ήταν ακόμη ζεστό το παγωμένο αίμα κάποιου σκοτωμένου παλικαριού έξω από το σπίτι μου». Αν λοιπόν η «Συννεφιασμένη Κυριακή» άρχισε να γράφεται στη Θεσσαλονίκη τα Χριστούγεννα του 1943, το τέλος της άργησε πολύ. Αποπερατώθηκε στην Αθήνα περί τα τέλη τού 1948. Δηλαδή μεσολάβησαν πέντε χρόνια γιατί, φαίνεται, το τραγούδι δεν μου «έβγαινε». Βασανίστηκα περίπου ένα χρόνο (κυρίως ως προς τη μελωδία τού τρίτου στίχου). Την πιο μεγάλη κούραση και στενοχώρια μού έδωσε η «Συννεφιασμένη Κυριακή». Δεν μπορούσα να βρω μια επαναληπτική λέξη τρισύλλαβο. Τελικά η λέξη βγήκε από το ίδιο το κείμενο: «που έχει πάντα συννεφιά – συννεφιά». Η υπογραμμισμένη λέξη είναι η ζητούμενη. Κάθε άλλη αντ’ αυτής ήταν αρνητική μουσικώς».