iporta.gr

Story, της Λίνας Βέλκου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

* Η Λίνα Βέλκου είναι πληροφορικός και αναγνώστρια της Πόρτας

 

 

– Θα μπορούσες να με πας σπίτι απόψε εσύ;
– Ναι γιατί όχι, στον δρόμο μου είσαι σχεδόν.
– Ευχαριστώ
– Έτοιμη; Φεύγουμε;
– Ναι!

 

Κατεβήκαμε πήγαμε βιαστικά προς το αυτοκίνητο που ήταν στην γωνία παρκαρισμένο, έβρεχε και είχε βγάλει λίγο κρύο.

 

«Προς τα που πάμε;», ζήτησες να μάθεις από ποιο δρόμο θα με πας. Πάρε με μαζί σου και πάμε όπου θέλεις, ήθελα να σου πω μα τελικά είπα «ευθεία και από το δεύτερο στενό αριστερά και όλο ευθεία» !

 

Δεν μιλούσαμε μέσα στο αυτοκίνητο, ησυχία. Κάτι έπρεπε γρήγορα να σκεφτώ μιας και σε λίγο θα ήμασταν κάτω από το σπίτι μου! «Βιάζεσαι να επιστρέψεις σπίτι;» πήρα το θάρρος και ρώτησα ελπίζοντας πως θα ακούσω «Όχι είμαι χαλαρός, νωρίς είναι ακόμη!» Και άκουσα «Όχι ιδιαίτερα, γιατί τι σκέφτεσαι;» Μου αρκούσε και αυτό φυσικά!

 

– Πάμε μια βόλτα;
– Και δεν πάμε. Προς τα πού;
– Παραλία εκεί που αράζουν τα σκάφη;
– Πάμε.

 

Προσπεράσαμε το σπίτι μου χωρίς να του το δείξω και τραβήξαμε προς παραλία. Βασιζόμουν πως εκεί που είναι το λιμανάκι για τα ιστιοπλοϊκά και το καφέ θα είχε ερημιά, λόγω του χειμώνα. Και έτσι ακριβώς ήταν. Όχι τελείως ερημιά είχε κανα 2 αυτοκίνητα ακόμη, και κανα δυο ζευγαράκια να περπατάνε στην μαρίνα. Φτάσαμε παρκάραμε μακριά από τα φώτα.

 

– Σε ευχαριστώ πολύ. Είπα πριν προλάβει να εκφράσει τις απορίες του γιατί αυτή η βόλτα και συμπλήρωσα – το είχα ανάγκη και δεν είχα καμία όρεξη να επιστρέψω σπίτι.
– Γιατί τι έχει γίνει;
– Τίποτα, (αν και είχαν συμβεί τόσα πολλά) και συγνώμη για την μυστικοπάθεια μου, απλά δεν έχω όρεξη να το συζητήσω τώρα. Θα σου τα πω όλα σε κάποια άλλη στιγμή, σε κάποιο άλλο μέρος. Σου το χρωστάω εξάλλου! Μου αρέσει αυτή η ηρεμία που εκπέμπεις, η σιγουριά και η τόσο ζεστή σου αύρα.

 

Σου μιλούσα τόση ώρα και δεν σε κοιτούσα, κοιτούσα ευθεία έξω από το παράθυρο, αλλά σε ένιωσα να χαμογελάς στα λεγόμενα μου…

 

Οι προηγούμενες σκέψεις μου για να καταφέρω να κάνω την κίνηση και να φτάσω σε αυτό σημείο εδώ μαζί σου ήταν πως ξέρω πως και εσύ είσαι πικραμένος από διάφορα, πως έχεις ανάγκη από επικοινωνία, δεν είναι κ λίγος ο δικός σου Γολγοθάς. Θέλω τόσο πολύ να με εμπιστευτείς και μετά να με θελήσεις. Από την άλλη σκέφτομαι πως δεν είναι και τόσο δίκαιο να με ποθήσεις δεν ξέρω κατά πόσο μπορώ να ανταποκριθώ άσχετα αν το θέλω διακαώς να συμβεί αυτό. Έχω πιάσει κάποια βλέμματα σου να με διαπερνάνε σε ανύποπτες χρονικές στιγμές. Έτσι ξεκίνησαν οι σκέψεις μου για εσένα. Και οι σκέψεις γίνανε όνειρα και τα όνειρα φαντασίες. Και τώρα είμαστε εδώ δίπλα, εγώ τόσο μπερδεμένη όσο ποτέ και εσύ ήρεμος χωρίς να ξέρω απολύτως τίποτα για τα συναισθήματά σου είτε προς εμένα, εάν αυτά υπάρχουν, είτε γενικά.

 

… Σου μιλούσα τόση ώρα και δεν σε κοιτούσα, κοιτούσα ευθεία έξω από το παράθυρο, αλλά σε ένιωσα να χαμογελάς στα λεγόμενα μου και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο μου ασυναίσθητα.

 

Και κάνεις την κίνηση και απλώνεις το χέρι σου και τραβάς το δικό μου ανάμεσα από τα πόδια μου καθώς προσπαθούσα να τα ζεστάνω τρίβοντας τα στο τζιν μου.

 

– Εσύ είσαι παγωμένη! μου λες και γυρνάω να σε κοιτάξω.

Δεν ήμουν απλώς παγωμένη από το κρύο, αλλά έτρεμα κιόλας, όχι από το κρύο, αλλά από την κίνηση σου, από την συγκίνηση μου, από τον πόθο μου να νιώσω κάτι τέτοιο μαζί σου. Δεν το περίμενα, σοκαρίστηκα. Ακόμη και το άγγιγμά σου ήταν τόσο απαλό και να σου ακόμη ένα δάκρυ να κυλάει, όλα αυτά μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, και τώρα σε κοιτούσα.

– Κλαις; και στην ερώτηση αυτή ένα μειδίαμα αμηχανίας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό μου.

 

Άφησες το χέρι μου μέσα από τις παλάμες σου που το είχες και ζεσταινόταν και με το αριστερό σου χέρι ακούμπησες το δεξί μου μάγουλο. Μου ξέφυγε ένας αναστεναγμός και έγειρα το κεφάλι μου στο χέρι σου και έκλεισα τα μάτια μου. Βαθιά ανάσα!

 

Μου έβγαλες τα γυαλιά, ίσιωσα το κεφάλι μου μα κρατούσα τα μάτια μου κλειστά, μου σκούπισες τα δάκρυα με τα δάχτυλά σου και από τα δυο μου μάτια και έτσι όπως είχα χαθεί, είχα αφεθεί στα χέρια σου ανάμεσα, ένιωσα τα χείλη σου στα δικά μου επάνω. Δεν κουνήθηκα, είχα λιώσει, πίστευα πως ονειρευόμουν! Πρώτα στα χείλη μου και μετά στα μάτια μου! Έβγαζες και εσύ μια τρυφεράδα, σαν να είχες ανάγκη να το κάνεις, να νιώσεις ξαλαφρωμένος! Και μετά τα μάτια ξανά στα χείλη, χωρίς να με αφήνεις από τα χέρια σου, δε θα έφευγα εκεί ήθελα να μείνω! Και τότε ανταποκρίθηκα και εγώ στο δεύτερο φιλί στα χείλη, απαλά και τρυφερά όπως σου αρμόζει!