Πρωτοέμαθα να κολυμπάω με μάσκα. Ίσως γιατί δεν άντεχα την αρμύρα στα μάτια μου. Ίσως επειδή με τη μάσκα ανακάλυπτα τη μαγεία του βυθού.
Βούλιαζα στα ρηχά, χάζευα τον βυθό, έβλεπα μικρά ψάρια, βότσαλα, κοχύλια, αστερίες, αχινούς και ένα σωρό άλλα πλάσματα και τοπία.
Η επιθυμία μου να πάω πιο βαθιά ―μαζί με την εμπιστοσύνη και τη φύλαξη των δικών μου― μου χάρισε σύντομα την ικανότητα να επιπλέω χωρίς σωσίβιο.
Με έσπρωχνε η επιθυμία μου να δω τι κρύβεται κάτω από την καρίνα μιας βάρκας, να κοιτάξω το αποκάτω μια εξέδρας ή ενός μώλου, η λαχτάρα μου να δω το αγκίστρι ενός ερασιτέχνη ψαρά από τη σκοπιά του ψαριού και πώς ζει όλος αυτός ο κόσμος που τον σκέπαζε η απέραντη μπλε κυματιστή κουβέρτα.
Βυθός ήταν αυτό το άγνωστο και θαυμαστό κομμάτι του κόσμου που τα πολυπλόκαμα μυστήριά του τα χτενίζανε κατσαρές λουρίδες ήλιου χωρίς να φανερώνεται κανένα από τα μυστικά του.
Στον παιδικά υπερφίαλο νου μου η ικανότητά μου να βουτάω 1,5 ή 2 μέτρα κάτω από την επιδερμίδα της θάλασσας, μου πρόσφερε την επίφαση μιας γνώσης που τότε δεν συνειδητοποιούσα πόσο λειψή και υποκειμενική ήταν. Γεμάτη από τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα μιας ψαροταβέρνας όπου ο θαλασσινός κόσμος δεν έχει αξία αν δεν πρόκειται να κατασπαραχθεί από πεινασμένα ανθρώπινα στόματα.
Κι εγώ, με την αλαζονική έπαρση ενός κατά φαντασίαν μύστη, να νομίζω ότι ο χορός ενός οφίουρου, τα χρώματα του γύλου, το ξεχώρισμα του Βερνάρδου του Ερημίτη από τον αυθεντικό ―αλλά πεθαμένο πια― χτίστη ενός κοχυλιού και το λοξό περπάτημα των καβουριών με κάνανε γνώστη του θαλασσινού κόσμου.
Πολύ αργότερα, άρχισα μέσα από ποικίλες καταβυθίσεις ―και θαλάσσιες― να πλησιάζω με δέος και σεβασμό τα μύρια ερωτήματα που η κάθε (κατά την αντίληψή μου) απάντηση έφερνε στην πόρτα της σκέψης μου.
Και τα θυμάμαι όλα αυτά γιατί με κάθε επέτειο, όπως η 25η Μαρτίου ας πούμε, αναζητώ με μεγαλύτερη λαχτάρα την ανατριχίλα της συνάντησης με τον βυθό.
Ακόμα κρατάει ο πόθος μου να ανασηκώσω ―σαν τον Νταλί― την άκρη της γαλανόλευκης πέτσας και να κοιτάξω τα από κάτω θαύματα και τις αλήθειες που δεν βγαίνουν εύκολα στον αφρό.
Όσο γίνεται πιο βαθιά να πάω, όσο γίνεται πιο μακριά να φτάσω.
Χωρίς παυσίπονα σωσίβια, χωρίς φόβο για την αλήθεια που θα μου φανερωθεί και ίσως με ξεβολέψει από τα όσα νομίζω ότι ξέρω.
Πιο έτοιμος τώρα να δω με όσο γίνεται πιο καθαρό βλέμμα ―γι’ αυτό άλλωστε υπάρχουν οι μάσκες― αυτό το τεράστιο φαγοπότι που συμβαίνει σε κάθε βυθό, όπου παραλύει ο πάνοπλος αστακός μπροστά στο χταπόδι, όπου η σμέρνα θα χτυπήσει ενελέητα, η σκορπίνα φυλάει δηλητήριο για τα δύσκολα και η κυρία καβουρίνα θα κάνει κι αυτή τους φόνους της.
Μ’ αρέσει να βάζω τη μάσκα μου και να βουτάω στους βυθούς.
Ακόμα και στο βυθό μιας επετείου.
Εκεί που ακόμα ζουν οι πολλές σκοτεινές όψεις της ιστορίας μου και αλληλοσπαράσσονται με νύχια και με δόντια, καταστρέφοντας ταυτόχρονα δεκάδες από τα στερεότυπα μιας ―κάποτε σωσίβιας― σχολικής μνήμης.
Μ’ αρέσει να βουτάω στους βυθούς.
Ακόμα κι αν είναι να ανασύρω από εκεί το πτώμα της επιλεκτικής μνήμης μου.
Πάντα με την ελπίδα να πλατύνει ο κόσμος μου και να δεχτεί τον κόσμο.
Το σκίτσο είναι του Κωστή Α. Μακρή