iporta.gr

Στον αστερισμό των κυβερνήσεων συνεργασίας, του Νίκου Σπ. Ζέρβα

Οι διπλές εκλογές -Μαΐου/Ιουνίου- του 2012 αποτελούν σημείο-σταθμό για τα εν Ελλάδι πολιτικά πράγματα. Ήταν οι εκλογές, που για πρώτη φορά στα 38 έτη ζωής της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, ο λαός έστειλε ένα σαφέστατο μήνυμα στους πολιτικούς του αντιπροσώπους. Κλείνοντας την πόρτα στις μονοκομματικές-πλειοψηφικές κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης, οι πολίτες ζήτησαν-απαίτησαν τη συναίνεση, τη συνεννόηση και τη συνεργασία μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, για τη σύσσωμη –πολιτική και κοινωνική- αντιμετώπιση της κρισιμότητας των περιστάσεων. Στο κάλεσμά τους ανταποκρίθηκαν τρεις πολιτικοί χώροι, που παρά το διαφορετικό ιδεολογικό τους παρελθόν, τέθηκαν στην υπηρεσία του λαού για το καλό -έστω θεωρητικά- του τόπου. Έτσι, εισήλθε η πολιτική μας ζωή στον αστερισμό των κυβερνήσεων συνεργασίας, ακολουθώντας -ομολογουμένως καθυστερημένα- το παράδειγμα σύγχρονων ευρωπαϊκών κρατών.

 

Η αίσθηση της συνεργασίας, ειδικά όταν εντοπίζεται εντός του κορυφαίου φορέα της εκτελεστικής εξουσίας, αποτελεί ό,τι πιο υγιές για το πολιτικό σύστημα μιας χώρας. Θεωρητικοί της διοικητικής επιστήμης μας διδάσκουν, πως για την αποτελεσματική εφαρμογή μιας δημόσιας πολιτικής, πέραν από τον εντοπισμό του προβλήματος, κρίσιμο είναι και το στάδιο της εξέτασης των εναλλακτικών επιλογών, μέσω του δημιουργικού διαλόγου και της ανταλλαγής απόψεων και εμπειριών μεταξύ των εμπλεκόμενων δρώντων. Μόνο έτσι επιλέγεται η βέλτιστη λύση. Γι’ αυτό και αυτή καθ’ αυτή η ύπαρξη διαφορετικών ”παικτών” στο εσωτερικό μιας κυβέρνησης, τηρουμένων και των υπολοίπων προϋποθέσεων -δημοκρατικής της λειτουργίας, τακτικών και ουσιωδών συνεδριάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου κλπ- καθίσταται ικανή για την επιτυχή υλοποίηση του προγράμματός της.

Ωστόσο, σοβαρό εχθρό για την εμπέδωση του πνεύματος κυβερνητικής συνεργασίας στη χώρα μας, αποτελεί ο αναχρονιστικός εκλογικός νόμος. Ένας νόμος που συνεχίζει να προσφέρει 50 έδρες bonus στο πρώτο κόμμα, ανεξαρτήτως της διαφοράς του με το δεύτερο, του εκλογικού του ποσοστού, και κυρίως της αδυναμίας σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης.

Το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής απευθύνεται, καλώς ή κακώς, σε άλλες εποχές. Σε εποχές που οι παρατάξεις του παλαιού δικομματισμού διεκδικούσαν την εξουσία και, συνεπεία του πολωτικού προεκλογικού κλίματος, συγκέντρωναν καθεμιά τους ποσοστά άνω του 40%. Τότε πολύ σοφά ο νομοθέτης, επειδή απουσίαζε από την κοινωνία η κουλτούρα της απλής αναλογικής και από τα αρχηγικά κόμματα το πνεύμα συνεννόησης με τον αντίπαλο, προσέφερε τις επιπλέον έδρες στο πρώτο κόμμα με σκοπό την κυβερνητική και πολιτική σταθερότητα. Αυτά όμως ανήκουν στο παρελθόν.

Πλέον, η ίδια η κοινωνία είναι εκείνη που αναζητεί τις πολιτικές συνεργασίες. Γι’ αυτό και κρίνεται απαραίτητη η αλλαγή του εκλογικού νόμου. Μια αλλαγή, όχι όμως κατευθείαν προς την απλή αναλογική, που θα σήμαινε την καταστροφή της χώρας, την πλήρη παραλυσία και ακυβερνησία. Το παράδειγμα της διετίας 1989-1990 δεν είναι και τόσο μακρινό. Αντιθέτως, η αλλαγή αυτή πρέπει να διαπνέεται, αλλά συνάμα και να επιτάσσει το πνεύμα της συνεργασίας. Να επιβάλλει την ανάληψη των ευθυνών εκ μέρους του κάθε πολιτικού παίχτη για το κοινό καλό.

Κοντολογίς, σ’ έναν νέο εκλογικό νόμο είναι αναγκαίο να διατηρηθεί το εκλογικό bonus. Ένα bonus όμως, που δεν θα αποδίδεται στο πρώτο κόμμα, αλλά που θα διανέμεται αναλογικά σ’ εκείνα που θα θέτουν την υπογραφή τους για τη συμμετοχή σ’ έναν κυβερνητικό συνασπισμό. Ένα συνασπισμό, απόρροια συγκεκριμένων στόχων, σαφών προγραμμάτων και χρονοδιαγραμμάτων υλοποιήσεώς τους, και επ’ ουδενί ανίερων συμμαχιών, με βάση τους το διαμοίρασμα δημοσίων θέσεων και υπουργικών χαρτοφυλακίων. Ένα συνασπισμό-«συνωμοσία του καλού» όπως κάποιοι νέοι στην πολιτική, πολύ εύστοχα, επικαλούνται και διεκδικούν. Την ανάγκη συγκροτήσεώς της κατέστησε σαφή ο λαός και το 2012, και στις πρόσφατες εκλογές. Στο χέρι πλέον της παρούσας Βουλής, και δη εκείνων που διαχρονικά επιζητούν την αλλαγή του εκλογικού νόμου, βρίσκεται η δυνατότητα δημιουργίας της, με πρώτο βήμα ένα νέο, αναλογικότερο εκλογικό σύστημα.

 

 

* Ο Νίκος Σπ. Ζέρβας είναι Πολιτικός Επιστήμονας Πανεπιστημίου Αθηνών.