Ποτέ δεν αναρωτήθηκε γιατί το αγαπούσε, κι όμως έφτανε μια σκέψη, τέτοια ότι αγγίζει έναν ασήμαντο βράχο ή αρκούσε ένας ατίθασος νευρώνας του να τσαλαβουτήσει μέσα σε μια στάλα σκέτης θάλασσας, κι ένιωθε τη ψυχή του να πεταρίζει, σα μεθυσμένη πεταλούδα.
Αυτό δεν είναι έρωτας, αγάπη ή όπως διάολο θέλουν να το λένε εκείνοι οι στεγνοί, μα πιο ψαγμένοι φίλοι;
Ένας εφτακακόμοιρος άγνωστος μετανάστης, έτσι μεγάλωσε, κι έμαθε να πατά ελαφριά, σα γάτης πάνω σε χώματα σκεπασμένα από τσιμέντα, που δεν έμοιαζαν καθόλου με τα πατρογονικά, μα του το τώχαν βάνει όλα γερά μέσα στο μυαλό! Όμως ποτέ δεν τα είπε ξενικά κι αφιλόξενα, βλέπεις άφηναν χώρο σε κάθε ανθρώπινο νούμερο, φτάνει να πήγαινε συντεταγμένα, με τάξη και με πρόγραμμα.
Έζησε μοιρασμένη ζωή, ένας ακόμη στυγνός δόκτωρας Τζέκιλ που μεταμορφωνόταν στον πιο γλυκό και τρυφερό κύριο Χάϊντ. Εδώ η ζωή παίζεται, ακόμη μια φορά, ανάποδα από το γνωστό μυθιστόρημα του ιρλανδού Στήβενσον.
Πάλευε για το μεροκάματο, μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο σκληρός, άγριος λύκος, δίχως φίλους και εφήμερα χωρατά.
Κι όταν γυρνούσε στο χωριό γινόταν μεταξωτή κλωστή για το κέντημα της μάνας ή μια μιχίνα, πετονιά, για τα καλαρίσματα του παππού. Φορούσε τα καλά του και γινόταν πότε χριστιανός και πότε ψαράς και κυνηγός, έπειτα κερνούσε όλο τον καφενέ, στη μνήμη ενός πατριώτη πατέρα που ποτέ δεν τον καλογνώρισε.
Εκεί ήταν όλα τα όνειρα, οι ολόχρυσοι θησαυροί του, και δεν ήταν άλλοι από τη μνήμη ολάκερων γενιών, που έκρυβε ζωντανούς μέσα στα κατάβαθα του μυαλού και της ψυχής του.
“Θα περάσει κι αυτό”, “το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον”, έγραφαν δυο αντικρυστά κάδρα στο μεγάλο σαλόνι του χωριού, από μικρός τα χάζευε και αναρωτιόταν, μα πότε επιτέλους θα περάσουν οι δυσκολίες και θα ξεχαστούν οι αναποδιές μας.
Έτσι μαζί με την υπομονή έμαθε να κρατά το στόμα του κλειστό, αφού ο μικρός τόπος δεν σήκωνε τα φανερά λόγια. Η κοινωνία λάτρευε τα κουτσομπολιά, ειδικά εκείνα τα αόριστα καρφιά των καφενείων ήταν πανηγύρι, άλλο πράμα όταν αυτά στόλιζαν τους γειτόνους.
Για τα μεγάλα, όλα εκείνα που βασάνιζαν τον τόπο, απόλειπαν οι φανερές κρίσεις κι αν κάποιος τρελλός τολμούσε και σήκωνε φωνή, κούνια που τον κούναγε, κάθε φορά οι προεστοί της εποχής φρόντιζαν να τον απομονώσουν. Δεν αλλάζει αυτό το τροπάριο, όποιος καβαλλικεύει το άλογο γίνεται παντρόνε.
Δε βαριέσαι, τα χρόνια έφυγαν τραβώντας από το χέρι τους αγαπημένους του.
Το παρελθόν ξεκόλλησε και άρχισε να απομακρύνεται, να απέχει έτη φωτός, ενώ το παρόν έμοιαζε σα να στολίστηκε με παράτερα ρούχα, όλα βγαλμένα από το μέλλον. Και ήρθε η ώρα να παραδώσει τον κρυμμένο θησαυρό του στους επόμενους, να τους πάρει σε εκείνο το βράχο που μουρμουρά, να τους περπατήσει μέσα στο κύμα που βρίσκει χώρο και κουλουριάζεται πάνω στα ανθρώπινα κορμιά.
Όμως οι επόμενοι είχαν ήδη ξε-φύγει, είχαν ταξιδέψει ακόμη πιο πολύ μέσα στο χρόνο, δεν πίστευαν πια σε χαμένους θησαυρούς, καμάρωναν τη φύση αποστειρωμένοι και προστατευμένοι μέσα σε προστατευτικά γυάλινα σκεπάσματα.
Το νησί απάντησε, κατάπιε με μανία όλα του τα δώρα, έκλεισε μέσα στα βράχια την αλμύρα του και μετά περίμενε να ξεπέσουν τίποτε νέοι κουρσάροι, έτοιμοι να πλανηθούν, να αγαπήσουν και πάλι το κορμί του.