iporta.gr

«Στιγμές» από την οδύνη (σφαγή) του Διστόμου, του Γιάννη Σιδέρη

  

 

 

 

 

 

 

Γιάννης Σιδέρης

  

 

 

 

Τρίτη 10 Ιούνη, αιμάτινο οδυνηρό σημείο χρόνου: 70 χρόνια από τη σφαγή του Διστόμου. Ήταν ένα ζεστό απομεσήμερο του ’44, που έμελε να γίνει το μακελειό. Οι ναζί κατακτητές επιτέθηκαν στους ήμερους ξωμάχους. Οι περισσότεροι άντρες ήταν στα σταροχώραφα, θερίζοντας τα στάχυα, ενώ στο χωριό άρχισε να θερίζει ο χάρος. Δεν ήταν μια «καθαρή» πολεμική επιχείρηση εναντίον, έστω, ενός άμαχου πληθυσμού. Ηταν μια προμελετημένη παράσταση απόλυτου τρόμου, μια φρικωδία αίματος για παραδειγματισμό σε όσους τολμούσαν να αντισταθούν.

 

218 γυναίκες, παιδιά, γέροι, και λίγοι άντρες, πέρασαν από λεπίδι μέσα σε ένα απόγευμα σε μια φρικιαστική τελετή αίματος, ως αντίποινα μιας ήττας από τους αντάρτες… Πρώτη, λίγες μέρες μετά τη σφαγή, με ζεστό ακόμη το αίμα, η γραφή του λογοτέχνη Τάκη Λάππα, , διέσωσε την ιερή μνήμη, από την οποία αποδίδουμε, εν περιλήψει, κάποιες λίγες «στιγμές».

 

Στιγμές φρίκης:

 

-Την οικογένεια Λιάσκου, πεθερός, νύφη και δυο εγγονάκια, τους κομματιάζουν. Τα δυο παιδιά, ο Νικόλας πέντε χρονών και ο Δημήτρης χρονιάρικο, που βρισκόταν στην κούνια του, βρέθηκαν σε ανείπωτη κατάσταση φριχτή κατάσταση. Μήτε κεφάλι, μήτε χέρι ήταν στη θέση του…

 

– Τρίχρονο αγόρι ο Νίκος Σφουντούρης, το λόγχισαν, το ξεκοίλιασαν και πέρασαν τα σπλάχνα του γύρω στο λαιμό του. Πρώτα σκότωσαν τους γονείς του, έκοψαν το δάχτυλο του νεκρού πατέρα του για να πάρουν το δαχτυλίδι και έβγαλαν τα χρυσά δόντια της νεκρής μάνας του…

 

– Στο σπίτι του παπά Σωτήρη, όπου μαζεύτηκαν καμιά 15ριά, ελπίζοντας ότι το ράσο θα γίνει σεβαστό και θα κατευνάσει την μανία, μπήκαν τα SS και τους γάζωσαν μαζικά. Η παπαδιά εξιστορεί: «Εγώ τη στιγμή που μας βάλανε στο τουφεκίδι βύζαινα το κοριτσάκι μου, ενός χρόνου. Μου ρίξανε τρεις σφαίρες. Η μια μου χάλασε το ζερβί χέρι, η άλλη με πήρε ξώπετσα κάτω από τ’ αυτί. Η Τρίτη χτύπησε τη Μαργαρίτα μου. Της άνοιξε το κεφάλι κι όπως την κράταγα στην αγκαλιά μου τα μυαλά της πεταχτήκανε στα μούτρα μου»…

 

– Σε άλλο σπίτι βρίσκουν τη Φροσύνη Σταθά, που βύζαινε το αβάπτιστο βρέφος της, εφτά μηνών. Τη σκοτώνουν εν ψυχρώ ενώ το ανίδεο βρέφος εξακολουθεί να βυζαίνει το στήθος της νεκρής… Κόβουν από το βυζί τη ρώγα της μάνας, η οποία απομένει κολλημένη στο στόμα του βρέφους, και στη συνέχεια το στραγγαλίζουν. Με τη λόγχη ανοίγουν την κοιλιά του, βγάζουν τα σπλάχνα του και τα περιτριγυρίζουν στο λαιμό του. Το άλλο παιδάκι της οικογένειας, τον Γιάννη, τριών χρόνων, το σκοτώνουν και με τη μπότα τους του λιώνουν το κεφάλι. Η πεντάχρονη κόρη Ελένη κρύβεται να σωθεί, την ανακαλύπτουν, της ανοίγουν την κοιλιά με την ξιφολόγχη και την πετάνε, άψυχο κρέας, στο δρόμο…

 

– Ο Παναγιώτης Περγαντάς βρήκε την αδερφή του Φρόσω κομματιασμένη. Διηγείται: Καταξεσκισμένα ρούχα και σάρκες, είχαν γίνει ένα. Το αίμα έτρεχε από τα σκέλια της. Το στήθος κατασφαγμένο σε φέτες, το πρόσωπό της παραμορφωμένο και σε όλο το σώμα της σημάδια άγριας πάλης. Δίπλα της σε μια κούνια, το μικρό κορίτσι της, η Ζωή, εφτά μηνών, το είχαν ξεκοιλιάσει, του είχαν κόψει το λαιμό..»

 

-Μια έγκυο, τη Διαμάντω Ζάκκα, και τον άντρα της, τους σκοτώνουν σπίτι τους με αυτόματο. Δεν φτάνει ο σκοτωμός! Ανοίγουν με λόγχη την κοιλιά τη Διαμάντως, βγάζουν το έμβρυο, το ποδοπατάνε και το λιώνουν… Παραδίπλα στο σπίτι του Γιάννη Τσεκούρα, συγγενείς είχαν μαζευτεί για ένα μνημόσυνο. Τα αυτόματα των γερμανών κροταλίζουν χτυπώντας στο σωρό. Τα πτώματα έγιναν σωρός πνιγμένα στο αίμα…

 

– Σε ένα φτωχόσπιτο, όπως ήταν όλα άλλωστε, ένας νέος ξεψυχά λαβωμένος στο κατώφλι. Είναι ο Μήτσος Γιωργακός. Τον βλέπουν από το παράθυρο η μάνα του και οι δυο αδελφές του, Γιαννούλα και Ουρανία, και τρέχουν κλαίγοντας να τον μαζέψουν στο σπίτι. Το απόσπασμα τις βλέπει, τις γαζώνει με σφαίρες. Τον πατέρα τον είχαν σκοτώσει πιο πριν στο χωράφι, ερχόμενοι στο Δίστομο.

 

– Στο σπίτι του Ν. Κουτριάρη, σκοτώνουν τα τέσσερα παιδιά του. Των δύο πρώτων τους ανοίγουν την κοιλιά.

 

– Τη Μαριέττα Φιλίππου, έγκυο, την ξεκοιλιάζουν με μαχαίρι, βγάζουν το έμβρυο και λογχισμένο το πετάνε από το παράθυρο. Την ίδια την αφήνουν να αργοπεθαίνει μαρτυρικά χωρίς να της δώσουν ούτε καν την λυτρωτική χαριστική βολή…

 

– Στο σπίτι του Λουκά Σταύρου, ανάπηρου του ελληνοϊταλικού πολέμου, τους σκοτώνουν όλους. Της τετράχρονης κόρης του Παναγιώτας, αφού τη βασανίζουν, της κόβουν το κεφάλι…

 

-Η Λουκούλα Μπάρλου με τα δυο της παιδιά στην αγκαλιά, τρέχει να κρυφτεί. Τη βλέπουν οι ναζί, τη γαζώνουν, πέφτει στο χώμα, όλοι νεκροί…

 

– Τον μικρό Στάθη Σταθά, έξι χρόνων, τον βρίσκουν μόνο του στο σπίτι. Τον βασανίζουν άγρια. Με μαχαίρι κόβουν τις σάρκες του στα μπούτια και τον αφήνουν να πεθάνει καθώς στράγγιξε το αίμα του… Στα μικρότερα παιδιά Σταθά, την Ελένη πέντε χρόνων και τον Γιάννη τριών, τους κόβουν με μαχαίρι το λαιμό, ενώ το τριμηνίτικο βρέφος το λογχίζουν πολλές φορές και το αφήνουν να πεθάνει στην κούνια του…

 

– Σε ένα κατώι (σ.σ. ημιυπόγειο) έντρομοι χωριανοί είναι κλεισμένοι για να κρυφτούν. Οι γερμανοί τους βρίσκουν και τους γαζώνουν όλους. Με μανία πυροβολούν και τα βαρέλια με το κρασί, και φεύγουν. Το κρασί, χύνεται, τα πτώματα επιπλέουν. Το κρασί τσούζει τις πληγές από τις σφαίρες ενός τραυματισμένου μικρού που βάζει τα κλάματα. Οι γερμανοί γυρίζουν, βλέπουν το παιδί να κλαίει και το πυροβολούν στο κεφάλι. Φεύγουν γελώντας τρανταχτά. Ένας επέζησε λαβωμένος και τα εξιστόρησε…

 

-60χρονοι ο Χαράλαμπος Σφουντούρης και η γυναίκα του, βλέπουν το σπίτι τους να καίγεται. Ζητάνε από τους Ναζί να τους αφήσουν να σώσουν κάποια πράγματα από το φτωχικό τους βιος. Αυτοί γελάνε, τους χτυπάνε μέχρι λιποθυμίας και τους πετάνε μέσα στο φλεγόμενο σπίτι να λαμπαδιάζουν και αυτοί μαζί του…

 

– Η Ασήμω Σωτηρίου κάθεται στο σκαμνί, δίπλα στο σβηστό τζάκι. Καθώς ακούει τους γερμανούς να ανεβαίνουν τη σκάλα, κρύβει τον εγγονό της κάτω από τα μακριά χωριάτικα μεσοφόρια της. Οι γερμανοί την γαζώνουν και φεύγουν. Δεν είδαν τον μικρό ο οποίος και επέζησε!

 

– (Σημ. Η οικογένεια του γράφοντος απέδωσε τον δικό της φόρο αίματος. Τη μάνα του πατέρα μου, Αλεφάντω Τσάμη-Σιδέρη τη γάζωσαν με αυτόματο. Την αδερφή του Ζωίτσα, και το αβάπτιστο κοριτσάκι της, τις διαπέρασαν με ξιφολόγχη, έτσι όπως το κρατούσε στην αγκαλιά της…)

 

– Υπήρξε και μια φωτεινή στιγμή, η μοναδική μέσα σε αυτή την κόλαση αίματος και τρόμου, που σε κάνει πάντα να ελπίζεις στους ανθρώπους. Ένας στρατιώτης, μάλλον αυστριακός, με αυτόματο ανεβαίνει τις σκάλες ενός σπιτιού, βλέπει έντρομα καμιά 15ριά γυναικόπαιδα, να περιμένουν ανήμπορα το τέλος. Τους γνέφει με το δάχτυλο στο στόμα να σωπάσουν, λέει τη λέξη «καπούτ», τους κάνει νόημα ότι πρέπει να πέσουν κάτω και να κάνουν τους σκοτωμένους, και πυροβολεί πάνω από τα κεφάλια τους. Τον είδαν δακρυσμένο. Βγαίνει χτυπώντας δυνατά την πόρτα, κατεβαίνοντας σκοτώνει ένα σκυλί, και λέει σε μια ομάδα που ερχόταν, δείχνοντας το σπίτι, μια φράση που περιείχε τη λέξη «καπούτ». Η ομάδα δεν ανέβηκε στο σπίτι, οι χωριανοί γλύτωσαν…

 

Κείνο το θανατερό βράδυ του Ιούνη, στα έρημα χωμάτινα σοκάκια του χωριού, βρήκε τα πτώματα μακελεμένα, έρημα, ξεκοιλιασμένα. Μια απόκοσμη θανατερή ηρεμία και μόνο το αεράκι τους χάιδευε τρυφερά τα μαλλιά. Δίπλα τους λίγα σκυλιά που γλύτωσαν τις σφαίρες, σαν ακοίμητοι φρουροί αλυχτούσαν πονεμένα, ενώ ο ουρανός από το απόγευμα γέμισε με ένα σύννεφο από κοράκια που μύρισαν τσιμπούσι…

 

Οι ζωντανοί αλλόφρονες. Προαιώνιοι νόμοι που διαφεντεύουν την ανθρώπινη ύπαρξη, απαιτούσαν να μοιρολογήσουν και να θάψουν τους δικούς τους. Ομως η φρίκη και ο τρόμος μήπως ξαναγυρίσουν οι ναζί, τους είχε ξεσκορπίσει. Τους έστειλε αλλόφρονες, με τον τρόμο στα μάτια και την ψυχή στο στόμα, να ξενυχτήσουν σε ρουμάνια, σε μαντριά, κάτω από λιόδεντρα, σε κοντινές σπηλιές. Τις επόμενες ημέρες άρχισαν να ξεμυτίζουν, με πόνο που για πολλούς δεν λέει να φύγει…

 

Ζουν ακόμη βλέπεις κάποιοι που έζησαν τη φρίκη, και οι νεότεροι έχουν τις εξιστορήσεις από πρώτο χέρι…