Ο Αλέξανδρος Μπέμπης θυμάται…
…τη θειά τη Τζωχεριά που ήταν αθυρόστομη, όταν βοηθούσε τη γιαγιά μου στο μαγείρεμα.
Δεν προκαλούσε. Είχε κάτι το αρχοντικό, το αεράτο.
Δύο μηνών νιόπαντρη ήταν όταν μπήκαν οι Τσέτες στο σπιτικό της και έσφαξαν τον Πρόδρομο που όρμησε μπροστά τους.
Οι μυρωδιές τους οδήγησαν, ερεθισμένους από βεβαιότητα, στη κουζίνα. Η θειά σώθηκε πηδώντας από το παραθύρι της κάμαρης, γυμνή τυλιγμένη με ένα σεντόνι και τρέχοντας έφτασε στη προκυμαία…
Ερχόταν να μας δει-ήμασταν οι μοναδικοί συγγενείς-δυο τρεις φορές το χρόνο από τη Καβάλα.
Μπάμιες όταν καθάριζε, έβριζε τον Γάλλο τον πρόξενο. Έκοβε μία μία το κοτσανάκι και τις βουτούσε στο ξύδι επαναλαμβάνοντας μονότονα, αλλά με διαφορετικό κάθε φορά χρώμα στη φωνή…”ανάθεμα”…”γαμώ τον Γάλλο τον πρόξενο”…
Στις μελτζάνες, έβγαζε έναν βαθύ στεναγμό βουρκωμένη…”Πρόδρομε, τζιέρι μ’ χαλασμένη με στεφανώθηκες, αγάμητη με πήρες”…
Βούλωνε πάντα τη ψητή γεμιστή κότα με κεφάλι από χοντρό πράσο…”για να μη χυθούν έξω τα γεμίδια”…
Πάντα κάτι έβρισκε να συνδέσει το στομάχι με τον έρωτα.
”Σώπαινε βρε Ζωή, μπροστά στο παιδί δεν θέλω τέτοια να λες” διαμαρτυρόταν η γιαγιά μου, με σεμνότυφη επισημότητα.
”Έλα καημένη Βασιλική, τι καταλαβαίνει”.
Α, βρε θειά, όλα τα καταλάβαινα. Μαγεμένος.
Είχα απλώσει κεραίες και έπιανα κάθε σου λέξη.
Από τότε ερωτεύτηκα την παραδοσιακή κουζίνα που ήταν φτιαγμένη με στεναγμούς, αναμνήσεις και δάκρυα.
Κι’ ας μην προερχόταν πάντα από το κόκκινο κρεμμύδι…”μόνο κόκκινα να παίρνεις Βασιλική”…
Χρόνια μετά, τελευταίο, κατάλαβα τη σχέση που είχαν οι μπάμιες με τον Γάλλο και οι μελτζάνες με τον Πρόδρομο.
Αλλά κυρίως πόσο μπροστά από την εποχή σου ήσουν θειά. Εκεί, στη Σμύρνη.
Σε θυμάμαι συχνά, με τις μακριές σου μέχρι τους γοφούς κοτσίδες τυλιγμένες με την κεντημένη μαντήλα, το βαθύ κραγιόν και τα βαμμένα νύχια.
Με μια κιμπαριά ασυνήθιστη, πρωτόγνωρη, παρεξηγήσιμη για τα ήθη της Ελλάδας που βρήκες.
Τα γιορντάνια, που σου είχε χαρίσει ο πρόξενος και τα φύλαγε κρυμμένα η μάνα σου για να μη τα ξέρει ο Πρόδρομος, χάθηκαν εκεί, στη Σμύρνη.
* Ο Αλέξανδρος Μπέμπης είναι αναγνώστης. Αυτοβιογραφείται: “Εμφανίστηκα κάποτε στη Θεσσαλονίκη, όπου εξακολουθώ να υπάρχω. Οι συνήθειες που με ευχαριστούν, είναι να θυμάμαι, να γράφω, να γνωρίζω καινούργιους φίλους και να τους κάνω δώρα, κρατώντας το σημαντικότερο για τον τυχερό τελευταίο. Μετά θα εξαφανιστώ”.