Σπουδαίες διαδρομές τη μέρα, κρυστάλλινα παιχνίδια τη νύχτα
Τους χειμώνες δεν τους λογάριασα ποτέ. Όχι τώρα που ακούμπησα τα -ήντα, αλλά ανέκαθεν δεν τους φοβόμουν.
Πρωινή δροσιά για μένα ήταν χειμώνα καιρό να διασχίζω ένα μονίμως φουσκωμένο ποτάμι-την Βελίκα-μιάμιση ώρα ποδαρόδρομο για το Γυμνάσιο Αριστομένους.
Σαν «μάγκες» , ομορφόπαιδα, προνοητικοί και ξύπνιοι που ήμασταν ένα τσούρμο Γυμνασιόπαιδες, είχαμε φροντίσει από το Φθινόπωρο να τοποθετήσουμε πέτρες- σημαδούρες για να πατάμε πάνω τους και να περνούμε στην αντίπερα όχθη του.
Μετά το πέρας των μαθημάτων (θυμάμαι κάτι βαρβάτα εξάωρα και εφτάωρα, κι όχι παίξε γέλασε), επιστροφή για το χωριό. Και νέο διάβα του ποταμού ξανά πατώντας πάνω στις στημένες σημαδούρες μας.
Χρόνος πολύς δεν έμενε για παιχνίδι τη μέρα διότι προείχε το διάβασμα. Στις κλεφτές ώρες όμως, ανάμεσα παιχνιδιού και τηγανητών πατατών στα ξύλα που μοσχομύριζε όλο το χωριό και που ήταν ο μόνος τρόπος για να με συμμαζέψει η μάννα μου στο σπίτι, κλωτσούσα μια μπάλα, ένα πάνινο τόπι για να είμαι πιο ακριβής . Αργότερα αντικαταστάθηκε από δέρμα. Ω, τέλεια ! Τώρα δεν θα κουρελιάζεται και θ’ αντέχει στα κοντραρίσματα , θα χτυπά στα δοκάρια και δεν θα ξετυλίγονται τα πανιά του πάνω τους αλλά θα επιστρέφει με δύναμη ξανά κοντά μου για νέες γκέλες, νέους ‘’λογαριασμούς’’.
Αν και μοναχοπαίδι, δεν είχα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα. Σαν να ‘ναι τώρα θυμάμαι κάποιον Απρίλη με μπλε ελβιέλες και άσπρο σιρίτι στη ‘’μύτη τους’’ που δεν έβλεπα την ώρα να τις φορέσω για να κάνω τη βόλτα μου στο χωριό καμαρωτός-καμαρωτός προσέχοντας όμως να μη τις λερώσω με τις σβουνιές των αγελάδων (κύρια απασχόληση και ταυτοχρόνως πηγή εσόδων για τους περισσοτέρους χωριανούς), οπότε αλίμονο μου!
Τις νύχτες όμως ερχόμουν στα ίσια μου, στις ήρεμες μου ενασχολήσεις. Πλήρης αφοσίωση στο παιχνίδι μου.
Το δωμάτιο μου, δόξα το θεό ήταν γεμάτο από πολύχρωμους βόλους ,γυαλένιες τις λέγαμε. Ούτε θυμάμαι πόσες παραλλαγές τσουγκρισμάτων, επιδέξιων μετατοπίσεων και χτισμάτων είχα εφεύρει.
Έχτιζα πύργους, έστηνα χωριά σε αλάνες χωρίς σύνορα και πολεοδομικές γραμμές και με τον μεγαλύτερο σε διάμετρο βόλο –βασιλιά τον λέγαμε-σημάδευα καλά και σωρηδόν τα δημιουργήματα μου κατά γης .Κι ένας θόρυβος, τόσο καθαρός, τόσο κρυστάλλινος. Και κυλούσαν οι βόλοι, μέχρι που τους έχανα στις τρύπες του σαρακοφαγωμένου πατώματος.
Έτσι κι απόψε. Με την οικονομική “ευμάρεια” που με διακρίνει, αγόρασα καμιά διακοσαριά από τις μοναδικές ακριβές μου αγάπες.
Έπαιξα μέχρι τα άγρια μεσάνυχτα οπότε και αποκοιμήθηκα πάνω στους εναπομείναντες. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που κάθε νύχτα τους βλέπω στα όνειρα μου να κατηφορίζουν σε κάτι ατέλειωτες διαδρομές και κάθε πρωί που ξυπνώ να μαζεύω ασθμαίνοντας τα πολύχρωμα διαμαντάκια μου και ν’ αναζητώ τρόπους για να μπαλώσω τις τρύπες εκείνου του πατώματος που σήμερα ξεπερνά τον ενάμιση αιώνα.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr