iporta.gr

Σε καλό μας, Γερμανία, αυτή η Άνοιξη…, του Κωστή Α. Μακρή

 

Κωστής Α. Μακρής

 

Έβγαλε καινούρια φυλλαράκια η ροδιά μας. Και σκέφτομαι ότι σε σας, εκεί στη Φραγκφούρτη, θα κάνει ακόμα πολύ κρύο.

Μήπως αυτό φταίει, Γερμανία, που είσαι μουτρωμένη τώρα τελευταία;

Σαν γεροντοκόρη μου φαίνεσαι. Μπορεί να μην είναι και τόσο «πολιτικά ορθό» αυτό που λέω, αλλά έτσι νιώθω.
Κι ας έρχεται η Άνοιξη.

Δύσκολες εποχές ζούμε, Γερμανία μου.

Δείχνει να επιμένει ο Χειμώνας, με τα τελευταία του πείσματα, να μας παγώνει.

 

Όσο κι αν φτιασιδώνεται η Ευρώπη μας, τα γερατειά δεν κρύβονται. Γερνάμε και κρυώνουμε, Γερμανία. Και, ειδικά εσύ, δείχνεις τόσο κρυωμένη που μου θυμίζεις τη Δεσποινίδα του Ίβο Άντριτς.

 

Κι ας έχεις κάνει πάρα πολλά παιδιά.

Μερικά απ’ αυτά ―το παραδέχομαι― ήταν και είναι πολύ καλά και πολύ σπουδαία παιδιά.

Αλλά τα καλύτερα παιδιά μας σπάνια τα ακούμε και ακόμα σπανιότερα μαθαίνουμε απ’ αυτά που μας λένε. Όσο κι αν καμαρώνουμε για τους στοχαστές, τους ποιητές, τους συγγραφείς και τους φιλοσόφους μας, δεν μάθαμε ακόμα να συνταιριάζουμε τις επιθυμίες μας με την πραγματικότητα και να σεβόμαστε τον άλλον χωρίς να θέλουμε ή να επιδιώκουμε την ταπείνωσή του ή και την εξόντωσή του.

 

Συνεχίζουμε να φορτώνουμε τον λόγο μας με παλιά κι αγκυλωτά στερεότυπα.

Κι αυτά δεν τα λέω μόνο για σένα. Τα ίδια κάνει κι η μάνα μου. Που κι αυτή κι αν ξεπάτωσε ή εξόρισε τα καλύτερα παιδιά της…

 

Η μάνα μας λέει ότι την κατατρέχεις. Ξέρω ότι μερικές φορές υπερβάλλει.

Είναι, βλέπεις, εκείνες οι παλιές της εποχές ―που τις θυμάται χρυσές κι ολόφωτες― που την κάνουν να ξεχνάει την τωρινή της θέση, νομίζοντας ότι ακόμα και σήμερα κάποιοι γέροντες Αλεξανδρινοί κουβαλάνε τη γλώσσα, τις επιστήμες και τις τέχνες της από τις Ηράκλειες Στήλες και τη Μάγκνα Γκρέτσια μέχρι τη Μεσοποταμία και τον Ινδό ποταμό και από τις Μεσογειακές ακτές της Αφρικής μέχρι την Αθήνα της Georgia και μέχρι τη Nashville των ΗΠΑ, εκεί που έχουν φτιάξει κι ένα αντίγραφο του Παρθενώνα.

Της αρέσει της μάνας μου να μεγαλοπιάνεται. Βλέπει παντού κλεμμένα μάρμαρα δικά της (όχι ότι είναι τελείως ψέμα αυτό), καταπατημένες εκτάσεις, πόλεις και χώρες, αρπαγμένες λέξεις της, βλέπει τους άλλους να προχωράνε τις επιστήμες της (δικές της νομίζει ότι είναι οι επιστήμες που στην Ευρώπη έχουν Ελληνικό όνομα) και την πιάνει το υστερικό της… Αλλά μάνα μου είναι και δεν την παρεξηγώ. Αλλά ούτε και συμμερίζομαι όλα όσα λέει. Μ’ αρέσει όμως να την ακούω να μου τραγουδάει. Ακόμα κι αν είναι για να μοιρολογήσει παλιά και νεότερα πάθια της.

Έχουν βάλει το χέρι τους και κάποια παιδιά σου σε μερικά απ’ αυτά… Καλάβρυτα, Δίστομο, Ανώγεια… Τι να λέμε τώρα, ξέρεις εσύ…

 

Με όλα της όμως τα στραβά, έχει και τα καλά της η μάνα μου. Εκεί που τη βλέπεις με τη μαύρη πλερέζα, δος της μια γουλιά ρακή, ένα ουζάκι, κρασάκι ή μπίρα, λίγη λιακάδα, καμιά κουβεντούλα κι ένα χαμόγελο μ’ έναν καλό γείτονα, πες της κι ότι ένα από τα παιδιά της πρόκοψε στα ξένα, ότι πήρε ένα βραβείο από κάποια μακρινή Ακαδημία ή μετάλλιο σε αγώνες ας πούμε, και θα δεις τη μούρη της να φέγγει με χαμόγελο, έτσι που, παρά τους τόσους αιώνες της, εμένα πάντα κοπελούδα μου φαίνεται, έτοιμη να σηκωθεί και να χορέψει.

Αλλά κι εσύ πάλι, βρε πουλάκι μου…

Με τόση μουσική απ’ τα παιδιά σου, τόσα παραμύθια ―από τους θρύλους των Νιμπελούγκεν μέχρι τους Γκριμ―, τόση λογοτεχνία, ποίηση και φιλοσοφία που θα τη ζηλεύανε όλοι οι συγγενείς μου ―αρχαίοι και νέοι―, μ’ όλα σου τα πλούτη και τα κατορθώματά σου τα τεχνολογικά και τα μετάλλιά σου τα Ολυμπιακά, όσο κι αν γλεντοκοπάς στο Οκτόμπερφεστ, ολοένα τους εφιάλτες σου πας και θυμάσαι και μηρυκάζεις και δε λέει να σκάσει το χειλάκι σου σ’ ένα γέλιο από καρδιάς.

 

Οι δικοί σου λένε στη μάνα μας ότι τα κράτη έχουν συνέχεια. Κι αληθινό το βλέπω αυτό. Αλλά εσύ, πόσες χρονιές πρέπει να αφαιρέσεις από τη μνήμη σου για να έχεις τη συνέχεια που ζητάς από τους άλλους; Πόσα δάση με οξιές (Μπούχενβαλντ νομίζω ότι λέγεται στη γλώσσα σου το δάσος με τις οξιές) πρέπει να ξεριζώσεις από τη μνήμη σου για να κοιμάσαι ήσυχη;

Σε μαύρα ονειρολίβαδα μου φαίνεται ότι βοσκάς, καλή μου Γερμανία, κι αυτό σου σφίγγει τα χείλια σε μια γκριμάτσα πόνου, κρυφής περηφάνιας για την ισχύ σου και φανερής απέχθειας για τον άλλον. Κι ο άλλος δεν τα ξέρει, καλή μου, τα καλύτερα παιδιά σου, δεν ξέρει την αβάσταχτη θλίψη του Τόμας Μαν για τα παθήματά σου, δεν ξέρει πολλά για την εκούσια εξορία επιστημόνων και καλλιτεχνών σου τον καιρό του Ολοκαυτώματος, και έτσι μουτρωμένη που σε βλέπει σήμερα και στρυφνή, όλο τα βλαμμένα σου παιδιά πάει και θυμάται. Κάτι Χίτλερ, κάτι Ρούντολφ Ες, κάτι Γκαίμπελς…

Θα μου πεις, έχουμε κι εμείς τους Εφιάλτες μας. Παλιούς και νεότερους. Και ίσως να ’χεις δίκιο.

Εγώ, ας πούμε, με ντροπή θυμάμαι τη σφαγή των Μηλίων από τους Αθηναίους το 416 π.Χ. και καθόλου δεν καμαρώνω για το μακελειό που ακολούθησε την άλωση της Τρίπολης, το φθινόπωρο του 1822. Και άλλα, και άλλα…
Αλλά, πες μου κι εσύ, συμπατριώτισσά μου στην Ευρώπη, ποιος λαός και ποιο κράτος δεν βούτηξε ποτέ τα χέρια του στο αίμα, ε;

 

Ας γυρίσω όμως στα τωρινά.

Να το πω; Θα σου το πω κι ας βγάζει μια μικρή κακία…

Σε λυπάμαι, μωρέ Γερμανία. Έχεις μεγάλη δύναμη αλλά από αγάπη και φίλους, ασ’ τα να πάνε… Κι αν μου πεις τώρα να κοιτάξω το δικό μου το χάλι κι ότι τους εαυτούς μας και τη μάνα μας θα ’πρεπε να λυπάμαι και να νοιάζομαι, που ’χουμε γίνει ρεζίλι στους τραπεζίτες, τους δανειστές και τους σαράφηδες της Ευρώπης, θα σου πω ότι έχεις κι εσύ τα δίκια σου. Αλλά, όσο κι αν σου φανεί παράξενο αυτό, ίσως μέσα στην προσωρινή αποτυχία της μάνας μας, να κουμαντάρει τα οικονομικά της και τη θέση της στην Ευρώπη, εννοώ, ίσως εκεί μέσα ―λέω― μπορεί και να κρύβεται ένας σπόρος μελλοντικής χαράς. Ή μια ευκαιρία για μελλοντικές χαρές.

Είναι κάπως όπως όταν δίνεις το τελευταίο σου ευρώ σ’ έναν που πεινάει, όχι τόσο επειδή τον συμπονάς όσο σαν μια προσευχή, μια δέηση για να σου δώσει και σένα κάποιος κάτι αν τύχει και πεινάσεις. Και τότε μεγαλώνει μέσα σου η αγάπη για τον κόσμο και ξαφνικά δεν σε νοιάζει τι και πόσα έχεις αλλά το τι είσαι.

Κι αυτό που είσαι ―όπως κι αυτό που ελπίζεις να γίνεις― το βλέπεις καλό.

 

Σου λέω ακόμα ότι ο τόπος μου μοιάζει να είναι η τελευταία ζούγκλα της Ευρώπης αλλά δεν το έχω και τόσο για κακό αυτό. Γιατί μέσα στη ζούγκλα βρίσκεις τρόπους να ρυθμίζεις τις κινήσεις σου και σέβεσαι τους κανόνες που σου βάζει το περιβάλλον. Αναγκάζεσαι να ενεργείς με μέτρο και με αποφυγή της ύβρης για να επιβιώνεις• χωρίς να έχεις ένα ισχυρό κράτος με νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία να σε προστατεύει ή να σε καθοδηγεί σε κάθε σου βήμα. Για τα παιδιά σου, Γερμανία μου, είναι κάπως δύσκολο να το καταλάβουν αυτό αλλά στείλε μερικά να ζήσουν εδώ για λίγο καιρό και θα δεις για πότε θα ξεσαλώσουν.

Είναι πολύ αρχαία η μάνα μου. Για μερικούς, είναι ακόμα πολύ κοντά στον πρωτόγονο άνθρωπο και στην αρχέγονη μαγεία.

Θέλει να λέει και να δείχνει ότι νοιάζεται για τα παιδιά της χωρίς όμως να προγραμματίζει το μέλλον τους ορθολογικά. Παραλογισμός είναι αυτό που θα πω, αλλά έχει τόσο πολύ πιστέψει ότι είναι αιώνια και άφθαρτη, πιστεύει τόσο πολύ στο πεπρωμένο και στα θαύματα ―τόσο που νομίζει ότι και η ίδια είναι ένα θαύμα― που την έγνοια για το μέλλον τη φορτώνει περισσότερο στους θεούς και στη μοίρα παρά στον καλό σχεδιασμό για την προκοπή των παιδιών της.

 

Είμαστε πολλοί εδώ που τα ξέρουμε ή τα υποπτευόμαστε όλα αυτά τα στραβά μας αλλά δεν θέλουμε να μας τα χτυπάνε οι άλλοι. Τη μετράμε πολύ επιλεκτικά τη γνώμη των άλλων, από του Ομήρου τα χρόνια. Και μπορεί από μόνοι μας να λέμε ότι έχουμε το χάλι μας σε πολλούς τομείς και να έχουμε κάνει χόμπι μας τον αυτοεξευτελισμό, αλλά δεν θέλουμε να τα ακούμε αυτά από τους “ξένους”.

Είναι κι αυτό το κόλλημα, μερικών από εμάς, με το “πρόσωπο” που πρέπει να έχουμε στην κοινωνία, οι θρυλικές μας παραδόσεις, η γέννηση της φιλοσοφίας, το καμάρι μας για τον “πανάρχαιο πολιτισμό” μας ―που πανάθεμα κι αν καταφέρνουμε να περάσουμε κάτι ελάχιστο απ’ αυτόν στα παιδιά μας― η φιλοξενία, το φιλότιμο…

Όλα αυτά που μας αναγκάζουν να λέμε ένα κάρο ψέματα για να κρύβουμε τις αλήθειες που μας πονάνε.

Παραδέχομαι ότι χαϊδολογάμε απερίσκεπτα μερικά “πατριωτάκια” μας που ξηγιούνται λίγο μόρτικα, λίγο σαλταδόρικα, λίγο «μάπας είναι, πού να πάρει πρέφα, κάτσε να τον αρμέξω…», λίγο «σιγά μην κόψω απόδειξη, να μου τα φάει η εφορία». Μερικούς μάλιστα τους ψηφίζουμε κιόλας κι ας είναι τίγκα στη μίζα και στη λαμογιά. Κάποιες φορές αυτό το κάνουμε με την ελπίδα ενός ξεροκόμματου, ενός ρουσφετιού.

Αλλά κι αυτά εξηγούνται. Με τόσες κατοχές και χρόνια σκλαβιάς. Εξηγούνται είπα, δεν είπα δικαιολογούνται, εντάξει;

 

Θα θυμάσαι την ιστορία που σου έχω πει με τους πρώτους Ιταλούς αιχμαλώτους, τότε το ‘40, που τους φέρανε στην Αθήνα. Είχανε μαζευτεί οι Αθηναίοι να προγκήξουν και να γιουχάρουν εκείνους τους εισβολείς του Μουσολίνι, και στο τέλος τους ταΐζανε σοκολάτες και κλαίγανε με τα ξένα φανταράκια… Για τα παιδιά μιας ξένης μάνας κλαίγανε, αλλά έτσι είναι…

Αν έχεις διαβάσει τους Πέρσες του Αισχύλου (όπου ο Ξέρξης στέλνει SMS στη μάνα του την Άτοσα και της λέει: «Μάνα μου Άτοσα, με τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα μού φαίνεται τα σκάτωσα…») και τις Τρωάδες του Ευριπίδη (όπου ο θεατής κλαίει μαζί με την Εκάβη και την Ανδρομάχη και συμπονάει τις γυναίκες των εχθρών του σαν να ήταν συγγένισσές του), κάτι θα ξέρεις.

Και στον Νίτσε άρεσε πολύ η αρχαία ελληνική τραγωδία και ο Φρόιντ την είχε περί πολλού. Άλλωστε από κει δεν πήρε και το όνομα για το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα; Αλλά αυτά, εσύ τα ξέρεις καλύτερα από μένα…

 

Μπορεί να έχει φάει κι η δικιά μας η μάνα πολλά απ’ τα παιδιά της, αλλά το περίεργο μ’ αυτήν είναι ότι μετά από μερικούς αιώνες, τα καλύτερα παιδιά της τα καμαρώνει και τα τιμάει και τα χαίρεται. Όταν, βέβαια, τα καμαρώσουν και τα τιμήσουν πρώτα οι ξένοι ή οι επόμενες γενιές. Και κάποια τσογλάνια, που πολύ τα κανάκεψε και τα είχε στα όπα όπα όσο ζούσαν ―μέχρι και περίπτερα σε κεντρικά σημεία μιας πόλης τους έδινε― μετά τα έχει στο φτύσιμο.

Σαν να παθαίνει μια παράκρουση με το πέρασμα των χρόνων, μια γεροντική άνοια, ένα αλτσχάιμερ να το πω ―παρά την ηλιόλουστη και ροδομάγουλη όψη της― και όσο κι αν τρελαίνεται να λούζεται στις μπανιέρες της μακραίωνης ιστορίας της, ξεχνάει πόσα από τα καλύτερα παιδιά της έχει βασανίσει ή έχει πνίξει μέσα σ’ αυτές τις μπανιέρες.
Κι όχι μόνο το ξεχνάει, αλλά το ξανακάνει…

 

Αλλά αυτή η συζήτηση ξεστρατίζει. Ξεκίνησα να σου λέω για την Άνοιξη και το πόσο μου θυμίζεις τη Δεσποινίδα του Ίβο Άντριτς κι όλο για μένα μιλάω και για τη μάνα μου. Και μ’ αυτά που λέω για τις λαμογιές και για την εφορία και για το πώς κοιτάνε μερικοί από εμάς να τα βολέψουνε κόντρα στο δημόσιο συμφέρον, έρχομαι λίγο στα λόγια σου. Αυτά που μας λες για το νοικοκύρεμα, για ένα κράτος που να λειτουργεί αποτελεσματικά χωρίς να χρειάζεται έξτρα λάδωμα κάθε τρεις και λίγο.

Και λέω πως έχεις δίκιο για πολλά απ’ αυτά, και ώρες ώρες θυμάμαι κι εκείνον τον αδικοχαμένο τον Καποδίστρια…
Ξέρεις πόσες φορές βλέπω την Ελβετία και βλαστημάω μέσα μου; Και λέω: «Χάθηκε, ρε γαμώτο, να ζήσει λίγα χρόνια παραπάνω εκείνος ο Κυβερνήτης, μπας και κατάφερνε να βάλει χέρι στους κοτζαμπάσηδες, να μας βάλει κι εμάς σε μια ρέγουλα και να ξεκαθαρίσει κι όλα τα λαμόγια που πιάσανε για πάρτη τους όλα τα πόστα μετά την Επανάσταση του ‘21…»

 

Ναι. Τα σκέφτομαι πολύ και συχνά όλα αυτά. Μη νομίζεις ότι μου αρέσει κι εμένα όλη αυτή η βαρβατίλα της κλεφτουριάς που ακόμα ξετρυπώνει σαν απλυσιά μέσα από τα σινιέ ρουχαλάκια.

Και πολλές φορές έρχομαι στα λόγια σου, καλή μου Γερμανία, και λέω ότι κάποια δίκια έχεις κι εσύ όταν μας γκρινιάζεις. Πολύ σκατά τα κάνανε μερικοί δικοί μας. Ακόμα και με το που δώσανε σε σένα, καλή ώρα, το δικαίωμα να μας κάνεις μάθημα και κουμάντο στο έχει μας και να μας κουνάς και το δάχτυλο. Κι έχεις και κάτι “μαγκάκια” στην Ευρώπη μας που βρήκανε ευκαιρία και κάνουν κι αυτά τον “σχολικό εκφοβισμό” τους και μας κολλάνε, σαν κομπλεξικά κωλόπαιδα. Και δεν φταίει μόνο η μάνα μου ή μόνο εσύ γι’ αυτό τον καβγά ή για το bullying. Άλλωστε, όπως θα ξέρεις, «μονός καβγάς δε γίνεται».

Κι όταν μας λες ότι πρέπει να συμμορφωνόμαστε με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναρωτιέμαι: Είναι αυτοί οι κανόνες μεταφυσικοί νόμοι ή εντολές γραμμένες από θεϊκό χέρι σε πέτρα; Ή είναι κάποιοι κανόνες λειτουργικής και αποτελεσματικής συμβίωσης, κάποια εργαλεία για να κάνεις τη δουλειά σου ανθρώπινα κι αποτελεσματικά; Σαν τα ξυραφάκια μιας χρήσης. Που τα κρατάς όσο σε ξυρίζουν. Γιατί αν αρχίσουν να σου γδέρνουνε τα μάγουλα, ε…, σόρι (που λένε και οι Αμερικάνοι), αλλά δεν είμαστε και μαζόχες! Κι αν ο σκοπός της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι η ευημερία των πολιτών της, μέσα σε δημοκρατικές και ευνομούμενες χώρες, τότε ποιος είναι σκοπός της; Η κονόμα των λίγων; Και ποιων λίγων; Α, με την ευκαιρία, με γεια το καινούριο κτίριο της Ε.Κ.Τ. στη Φραγκφούρτη…

 

Σκέφτομαι πως η Άνοιξη είναι μια καλή εποχή. Κι αυτή η Άνοιξη είναι ίσως η καλύτερη εποχή για να ξανασκεφτούμε όλοι μας μερικούς κανόνες για την Ευρώπη μας. Κι εσύ, Γερμανία, και οι άλλοι, κι εμείς. Χωρίς πείσματα και ζοχάδες.
Είναι μια καλή ευκαιρία να ξανασκεφτεί πολλά και η μάνα μου.

Και να ανασκουμπωθεί. Να στρωθεί στη δουλειά.

Δεν λέω να πάει να ξενοδουλέψει ή να ξεπουλήσει την προίκα της με το κομμάτι, όπως λένε μερικοί από την Ευρωπαϊκή Ένωση… Να τη βοηθήσουμε λέω. Να βάλει κάτω τα πράματα, να κάνει τα κουμάντα της, να μαζευτούμε όλα τα παιδιά της, να πιάσουμε να φτιάξουμε και κάνα εργόχειρο, να θυμηθούμε τις τέχνες μας, να βγάλουμε από τη γη μας αυτά που θέλει ο κόσμος από την Κίνα μέχρι την Κόστα Ρίκα, να τα κονομήσουμε κι εμείς, να φάμε γλυκό ψωμί, ρε παιδί μου, και να μην είμαστε συνέχεια στο «φέρε», στη ρεμούλα, στο ρουσφέτι, στην αρπαχτή, στο κοντραμπάντο και στους μεσάζοντες.

Να πιάσει τόπο και το οικόπεδό μας, που όλοι λένε ότι είναι απ’ τα καλύτερα του κόσμου και έχει πλούτο να μας δώσει.

Και μέσα από τους κόπους μας, με δίκαιη μοιρασιά, οικονομία νοικοκυρεμένη και γερό κοπάνημα της ρεμούλας, να σηκώσει κεφάλι κάπως και η μάνα μας η ταπεινωμένη και να πάρει τα πάνω της. Και να μην είναι στη γύρα, «σε ξένες θύρες» που είναι πάντα κλειστές «όταν η χρεία τις κουρταλεί».

Να μας καλοπιάσει κι εμάς και να καμαρώσει χαρές και επιτυχίες και για τα τωρινά της τα παιδιά κι όχι όλο με τα αρχαία της να νανουρίζεται. Κι ύστερα από χρόνια ―πού ξέρεις;― μπορεί κάμποσα απ’ αυτά τα τωρινά παιδιά, πάλι με θάμπος, περηφάνια και τιμή να τα μνημονεύει κι αυτή κι εμείς.

 

Ξεκίνησα, με αφορμή τα καινούρια φυλλαράκια της ροδιάς μας και το πείσμα του Χειμώνα, να πω δυο λόγια σε σένα, καλή μου Γερμανία, για την Άνοιξη που έρχεται ―που σε καλό να μας βγει― και για το ότι μου θυμίζεις τη Δεσποινίδα του Ίβο Άντριτς.

Δεν το είπα από καλοσύνη αυτό. Άγαρμπα το είπα ―το ομολογώ― αλλά, τελικά, αντί να το εξηγήσω, μιλάω περισσότερο για εμάς και για τη μάνα μας, που οι πιο πολλοί τη λέμε Ελλάδα ― ή Greece, όταν ταξιδεύουμε― αλλά θα ακούσεις να τη λέμε και Ψωρο-Κώσταινα και Ρωμιοσύνη και Ελλαδίτσα και Ελλαδάρα και Κωλότοπο και Αχ-Πατρίδα-μου-γλυκιά και Χειρότερο-του-Ελληνισμού-κομμάτι.

Και επειδή πολλά σου είπα για την περιβόητη “Δεσποινίδα”, κάνε αν θέλεις τον κόπο και διάβασε τα δυο αποσπάσματα που παραθέτω πιο κάτω. Ο Ίβο Άντριτς που έγραψε το μυθιστόρημα αυτό, έχει πάρει βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας.
Δεν ξέρω γιατί του το δώσανε αλλά νομίζω ότι του το δώσανε επειδή (ξανα)λέει ―μεταξύ πολλών άλλων― με πολύ όμορφο τρόπο ότι «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος».

Και θα πρέπει να καταλαβαίνεις, καλή μου Γερμανία, ότι όταν μιλάμε εδώ για χρήματα δεν εννοούμε μόνο τα λεφτά.
Διάβασε (ή ξαναδιάβασε) τη Δεσποινίδα του Ίβο Άντριτς και θα καταλάβεις…

 

Το αστείο (ή το τραγικό) είναι ότι το μυθιστόρημα αυτό, με ηρωίδα μια σκληρή, τσιγκούνα κι ανέραστη γυναίκα της Σερβίας, διαδραματίζεται στη Σερβία στα χρόνια του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου. Που στοίχισε πολύ αίμα, πόνο και δάκρυα σε όλη την Ευρώπη πριν από εκατό περίπου χρόνια και που, τελείως συμπτωματικά, ξεκίνησε από τη γειτονιά μου.

Εδώ, λίγο πιο πάνω, στο Σαράγιεβο…

 

Πολλά είπα όμως και εδώ σε χαιρετώ.

Καλή Άνοιξη να έχουμε και σε καλό να μας βγει το πείσμα του Χειμώνα που (ελπίζω) τελειώνει…

 

Με όση αγάπη θα ήθελα να έχω για σένα,

συμπατριώτισσά μου στην Ευρώπη,

 

Γερμανία.

Κωστής Α. Μακρής

19 Μαρτίου 2015

 

Εικόνα: Ευρώ, Βρύση, χέρι, γαρίφαλο και συρματόπλεγμα, με φόντο το νέο κτίριο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στη Φραγκφούρτη, Γερμανία – © 2015, Κωστής Α. Μακρής

 

 

Δύο αποσπάσματα από το μυθιστόρημα
«Η Δεσποινίδα»
του Ίβο Άντριτς.
Μετάφραση: ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΒΗΣ,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, Αθήνα 1999

 

« Κι όταν ακουμπούσε το χέρι πάνω στο στήθος κι ύστερα το ’φερνε μπρος στα μάτια της, το ’βλεπε λουσμένο μέσα σ’ εκείνη τη λάμψη που δεν ήταν ούτε χρυσαφιά ούτε ασημένια και δεν έμοιαζε ούτε με υγρό ούτε με αέριο αλλά κάτι ανάμεσα. Κι η λάμψη αυτή, σαν μια πανίσχυρη κι ευλογημένη δύναμη, την έκανε να αισθάνεται μετέωρη πάνω από τη γη και να ξεχωρίζει από τον κόσμο. Η δύναμη αυτή τη στήριζε και την προστάτευε από κάθε κακό και κάθε ταπείνωση που μπορεί να βρει τον άνθρωπο. Πλημμυρισμένη απ’ αυτό το φέγγος, ούτε βάδιζε ούτε πέταγε, αιωρούνταν κάπου στο κενό, ανάμεσα στο αγέρωχο βάδισμα και στο εξαίσιο πέταγμα. Αυτή ήταν μια στιγμή τέλειας ευτυχίας, η στιγμή όπου από το ύψος του εκατομμυρίου που κατάφερε να μαζέψει, αισθανόταν ότι η μοίρα της δεν είναι πια ίδια με τη μοίρα των πολλών και δεν είναι υποχρεωμένη να υπακούει στους κανόνες του ανταγωνισμού, όπου ο σωρός των μετρίων συνθλίβεται και καταποντίζεται.» [σ. 79]

« Τη Δεσποινίδα δεν την ενοχλούσε καθόλου η τρομερή ανέχεια που χτυπούσε τις πόρτες του κόσμου κι έστελνε στα γρήγορα ολόκληρες φαμίλιες στην εξαθλίωση. Με κρυφή ευχαρίστηση, σχεδόν χαιρέκακα, έβλεπε να χάνονται σιγά σιγά από τους δρόμους και τα καφενεία οι διασκεδάσεις και τα ξεφαντώματα, να λιγοστεύουν οι γιορτές, οι χαρές και τα γέλια στα σπίτια και να βουλιάζουν όλα μέσα στην στέρηση και την κακοπέραση, που είναι κάτι σαν αναγκαστική οικονομία, κι η πόλη με τους ανθρώπους να βουβαίνεται κι όλα να ντύνονται στα γκρίζα και ν’ ακολουθούν όλο και πιο πολύ τον δικό της δρόμο, την επιθυμία και το γούστο της. Αν η λέξη “ευτυχία” είχε κάποια σημασία στη ζωή της, θα μπορούσε να πει κανείς πως την περίοδο αυτή ήταν τρισευτυχισμένη, όπως τρισευτυχισμένος είναι κι ο τυφλοπόντικας που σκάβει το λαγούμι του στο σκοτάδι και στη σιωπή της αφράτης γης όπου υπάρχει γι’ αυτόν άφθονη τροφή ενώ λείπουν οι κίνδυνοι και τα εμπόδια.
» Σ’ αυτή την γκρίζα και μουντή ατμόσφαιρα, όπου κανένας δεν χαίρεται, κανένας δεν ξοδεύει και κανένας δεν κάνει σπατάλες, ενώ η ίδια δεν κάνει άλλο από το να μαζεύει παράδες, λες κι είχε κάποια σπουδαία επιχείρηση, η Δεσποινίδα ζούσε και ενεργούσε όπως ακριβώς το επιθυμούσε. Κι ό,τι θα μπορούσε να της ταράξει την ηρεμία και να τη βγάλει απ’ αυτή τη θολή κι αρρωστημένη μακαριότητα, τ’ απέφευγε σαν πράγματα δυσάρεστα, όπως ο διάβολος το λιβάνι.»
[σ. 107-108]