Χειμωνιάτικη λιακάδα σήμερα, ζεσταίνει κάπως την πικραμένη καρδιά. Ο χαμένος Γρηγορόπουλος, ο βασανισμένος Ρωμανός, οι άμοιροι Σύριοι πρόσφυγες κατάβρεκτοι από τη χθεσινοβραδινή μπόρα στο Σύνταγμα, ο Σύριος γιατρός που γενναία δοκίμασε να φτάσει στα σύνορα και πέθανε από το κρύο διασχίζοντας ποτάμι, όπως άλλοτε κάποιοι στον Εμφύλιο, σκοτωμένος από την άξενη χώρα μου.
Η άνανδρη επίθεση των δωσίλογων σαλίγκαρων σε όλα, σε όλα. Σε όλη την έκταση των αξιών του ανθρωπισμού. Και χθες, ξαφνικά, ενώ χαιρόταν με δύναμη τη ζωή, ακόμα κι ο Μένης. Εκείνη την ώρα που το έμαθα σκεφτόμουν τους άλλους γυμνοσάλιαγκες, τους οχτώ βουλευτές που υπόγραψαν για Πρόεδρο, τους οχτώ «αποστάτες» του τίποτε, τους κιοτήδες που για λίγο εξαπάτησαν κάποιους ανόητους στην Αριστερά, τους απατεωνίσκους, τα Ανθρωπάκια.
Τρέχω στη θάλασσα, όπως πάντα, να μου μιλήσουν τα νερά, να καθαριστώ για λίγο.
Το κύμα, ασυγκίνητο απ’ όλα, ασυγκίνητο πάει κι έρχεται, απλώνεται και μαζεύει, φουσκώνει και σκορπίζεται πάνω στην τούφα αυτά τα άκακα φύκια τα σκαλωμένα στην άμμο. Αυτή η ορμητική κανονικότητα, μέσα στη γενική αναστάτωση, με σκοτώνει, με σκοτώνει. Δεν αντέχεται.