Είμαι ένας γερο Ινδιάνος. Ένας άνθρωπος από άλλη εποχή. Μια γερασμένη, μισοπεθαμένη εποχή.
Κρατιέμαι λοιπόν στη ζωή από τα παλιά συνθήματα, τις παλιές εικόνες, τους παλιούς δασκάλους.
Όπως ανέκαθεν οι γέροι στη δική μου μικρή φυλή. Πού θα με βγάλει αυτό. Προς τον θάνατο. Προς τη νεότητα. Προς το τίποτε. Αλλά μπορεί και στο κάτι. Αυτό το κάτι, τελικά, με κρατάει στη ζωή. Μήπως με συναντήσει κάποτε στη γωνία και μου χαμογελάσει. Όπως χαμογελούσαν κάποτε οι άνθρωποι. Χωρίς λόγο. Χωρίς αντάλλαγμα. Potlatch.*
* Έπεσα πάνω σ’ αυτό το σημείωμα πριν λίγο. Γραμμένο πριν καιρό, στις 20.03.12, μια Τρίτη. Έχει ακόμα την αξία του.
Το κρατώ, το ψιθυρίζω ξανά, συλλαβιστά, ως προσευχή.