iporta.gr

Πόσο ακόμα;, της Μαρίνας – Μαρίας Βασιλείου

Για εκείνες τις ώρες που ο κόσμος γύρω σου μοιάζει τόσο προκλητικά παράταιρος με εσένα που νιώθεις ότι απλώνει το τεράστιο του μαχαίρι απειλητικά προς την μεριά σου και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα παραπάνω από το να αφήσεις να σε λαβώσει.

Λες και η δική σου αιμορραγία είναι η τροφή του, λες και η τραγική σκληρότητά του δεν μπορεί να υπάρξει μακάρια και χωρίς τον δικό σου θάνατο.

Και τον αφήνεις να σε σκοτώσει και να σε κοιτά με εκείνο το χαιρέκακο πρόσωπο του μίσους του.

Αλλά ξέρεις ότι στον δικό σου κόσμο τα λευκά σου χέρια ψάχνοντας θα βρουν το δικό σου δημιούργημα που ακόμη δεν ξέρεις τι μορφή έχει, αν είναι ζώο η ανδρείκελο, αν είναι χρωματιστό ή μουντό.

Αλλά ξέρεις ότι αυτό το δημιούργημα ψαχουλεύοντας σε σκοτεινά δωμάτια θα ανακαλύψει τα χέρια σου.

Και θα σε τραβήξει πιο βαθιά, πολύ πιο βαθιά αλλά πιο φωτεινά.

Και ξέρεις ότι όσο πιο βαθιά σε τραβά τόσο πιο πολύ πονά το κορμί σου, η φωνή σου τρίβεται, τα μαλλιά σου ασπρίζουν και τα χέρια σου τρέμουν πλέον.

Όμως ξέρεις ότι σχεδόν άυλος έχοντας απομείνει η ιδέα σου στο σύμπαν αγγίζεις τα όρια του κόσμου τους.

Σε σωστές γραμμές, σε σωστές διαστάσεις, χωρίς να σκοτώσεις χωρίς καν να χρειαστεί να πληγώσεις• πάντα μόνο τον εαυτό σου.

Γιατί κάπου μέσα στον κόσμο που σε σφαλιάριζε επανειλημμένα, τον σεβόσουν.

Και κάθε φορά με πνιγμένη φωνή, με υγρά μάτια γυρνούσες και τον κοιτούσες και πρότασσες και το άλλο μάγουλο. Γιατί άντεχες. Γιατί μπορούσες. Γιατί ο δικός σου κόσμος έπρεπε να είναι δυνατός. Και αναζητούσες το δικό σου πλάσμα.

Και σου ψιθύριζε νανουρίσματα, σε έπαιρνε αγκαλιά και κατεβαίνατε ακόμη ένα σκαλοπάτι.

“Πόσο ακόμα;” αναρωτιόσουν.

“Πολύ” σου έλεγε και μπορούσες να κλείσεις τα μάτια και να το εμπιστευτείς το πλάσμα σου.

 

Μαρίνα-Μαρία Βασιλείου