Τον βλέπω. Κι ας είναι μακριά μου τώρα. Μεταξύ 10 και 14 είναι.
Με το εγώ φουσκωμένο από μια εφηβεία που έρχεται καλπάζοντας. Με το μάτι λιμασμένο για κάθε καινούριο. Με τα αγαθά του αυτονόητα και γι’ αυτό δυσανάγνωστα.
Μόλις έχω ξυπνήσει, έχω πλυθεί και ετοιμάζομαι για το σχολείο.
― Χρόνια πολλά!
― Χρόνια πολλά!
― Χρόνια πολλά!
― Χρόνια πολλά!
― Χρόνια πολλά!
Μπαμπάς, μαμά, δυο αδέρφια, γιαγιά. Πέντε μαζεμένα.
Λέω ευχαριστώ, παίρνω τη σάκα και βγαίνω. Το σχολείο 10 λεπτά με τα πόδια.
Κι άλλες ευχές στον δρόμο.
Οι μπακάληδες (οι «μπιπ»Κεφαλλονίτες που έλεγε η Ρίκα). Ο χασάπης, ο μανάβης.
Στο σχολείο μερικοί συμμαθητές, όχι όλοι. Μερικοί καθηγητές, όχι όλοι.
Το απόγευμα θα αρχίσουν τα τηλεφωνήματα, σχεδόν όλα στη μαμά ή στον μπαμπά. Το πάρτι μου θα γίνει το Σάββατο.
Τον βλέπω από μακριά.
Να σκέφτεται πώς είναι αυτή η μέρα για τους άλλους που δεν γιορτάζουν.
Είχα τότε μια μικρή λύπη, από έπαρση μάλλον, για όσους δεν γιορτάζουν εκείνη τη μέρα. Τόσο ξεχωριστός ένιωθα.
Χωρίς να μου περνάει απ’ το μυαλό η σκέψη και η αναρώτηση «τι είναι γιορτή» και «τι γιορτάζω».
Μου έφταναν τα φιλιά, τα δώρα, τα χαμόγελα, οι αγκαλιές και η δόξα των πολλών ευχών.
Πολλά χαμόγελα, πολλές αγκαλιές και φιλιά, πολλές ευχές.
Κι όλα τα χρωστάω.
Σαν νερό που με ξεδίψασε όταν διψούσα.
Και σε κάθε γιορτή του άλλου, κάτι σαν τάμα με σπρώχνει τώρα να ξεχρεώσω.
Μαζί κι ένας μικρός φόβος, μην τυχόν και ξεχάσω κανέναν, καμιά…
Μην τύχει και δεν ευχηθώ «Χρόνια πολλά και ευτυχισμένα», πάντα «…και ευτυχισμένα», γιατί δεν θέλω ό άλλος να γερνάει σαν τη Σίβυλλα, μπουκωμένος από χρόνια πολλά αλλά στερημένος από ευτυχία.
Γιατί και μένα, μου δώσανε πολλές καλές ευχές όταν έπρεπε.
Κι ακόμα μου δίνουν.
Σαν το νερό την ώρα που διψάς.
21 Μαΐου 2015
Εικόνα: από ένα βιβλίο που το περιμένω…