Από το βιβλίο μου «Η σοφία των λαών» (έχει εξαντληθεί).- Κάτι από το Θιβέτ, προς γνώσιν και συμμόρφωσιν!
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΘΑΝΑΣΙΜΕΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ
Ένας σοφός λάμα (μοναχός στο Θιβέτ) συνήθιζε να περιοδεύει στα χωριά. Βάδιζε όλη τη μέρα και όταν συναντούσε κάποιο χωρικό του έδινε γιατροσόφια, ξόρκια και ευλογίες και εκείνος, σαν ανταμοιβή, λίγο ψωμί, κατσικίσιο τυρί ή κατάλυμα για να περάσει το βράδυ του.
Στόχος της περιοδείας του ήταν να σκληρύνει το σώμα του στις κακουχίες και να δυναμώσει την ψυχή του στους πειρασμούς, όπως είναι άλλωστε σκοπός κάθε λάμα.
Αυτή τη φορά είχε βαδίσει επί αρκετές μέρες στις άγριες πλαγιές των Ιμαλαΐων, χωρίς να συναντήσει κανένα και είχε εξαντληθεί από την πείνα. Όσο για τον ύπνο, προσπαθούσε να επιβιώσει τις κρύες νύχτες σκεπασμένος με φύλλα δέντρων, χωμένος σε κάποιο θάμνο. Οι δυνάμεις του τον είχαν εγκαταλείψει και ήξερε ότι αν δεν έβρισκε κάποιο σπίτι για να ανακτήσει δυνάμεις, δεν θα ζούσε για πολύ.
Κατά καλή του τύχη λίγο πριν από το σούρουπο διέκρινε κάποιο φως σε μια κοντινή πλαγιά. Ξέροντας ότι είναι η μοναδική του ελπίδα, γιατί δε θα άντεχε άλλη μια βραδιά στο ύπαιθρο, σύρθηκε με κόπο προς τα εκεί.
Χτύπησε την πόρτα της καλύβας και σε λίγο του άνοιξε μια όμορφη γυναίκα.
“—Καλή μου γυναίκα, θα μου δώσεις κάτι να φάω και μια γωνιά να πλαγιάσω απόψε; Σαν ανταμοιβή θα σου δώσω ό,τι γιατροσόφια και ξόρκια χρειάζεσαι”.
“—Δε χρειάζομαι ούτε γιατροσόφια, ούτε ξόρκια” του απάντησε η γυναίκα με κάπως παράξενο ύφος. “Θα σου δώσω και φαγητό και μέρος να μείνεις, αλλά με μια προϋπόθεση. Θα κάνεις ένα από τα παρακάτω πράγματα, όποιο διαλέξεις εσύ: θα θυσιάσεις την κατσίκα που βλέπεις εδώ δίπλα στο στάβλο, θα κοιμηθείς μαζί μου ή θα πιεις κρασί”.
Τώρα, για τον λάμα και τα τρία αυτά ήταν τρομερές αμαρτίες και κάτω από φυσιολογικές συνθήκες θα γύριζε την πλάτη του στην όμορφη και παράξενη γυναίκα και θα έφευγε. Αλλά ένοιωθε τόση κούραση και ανημποριά που ήξερε ότι δε θα ζούσε ως το πρωί αν δεν τον βοηθούσε εκείνη. Έπρεπε να διαλέξει τη μικρότερη από τις αμαρτίες.
Άρχισε λοιπόν να ζυγίζει τις τρεις επιλογές του: “Το να θυσιάσω την κατσίκα είναι αδιανόητο. Όλα τα ιερά κείμενα το θεωρούν τη βαρύτερη αμαρτία, —όχι αυτό δεν το κάνω” αποφάσισε ο λάμα.
“Το να πάω με γυναίκα επίσης θεωρείται πολύ κακό πράγμα. Ποτέ ένας λάμα δεν πάει με γυναίκα. Αν το κάνω αυτό, θα σταματήσω να είμαι λάμα”. Έτσι απόρριψε και τη δεύτερη επιλογή.
“Μένει τώρα το να πιω κρασί. Είναι σίγουρα αμαρτία, απαγορεύεται από τα ιερά χαρτιά, αλλά ίσως αν μετανοήσω και ζητήσω συγχώρεση, ίσως την πετύχω. Τουλάχιστο θα έχω αποφύγει τις άλλες δυο τρομερές αμαρτίες”.
Μετά από τη σκέψη αυτή είπε στην βοσκοπούλα ότι διαλέγει σαν το λιγότερο κακό το ποτό. Αυτή παραμέρισε από την πόρτα για να του κάνει χώρο να μπει στην καλύβα της και σε λίγο εκείνος καθόταν κατάχαμα σε παχιά χαλιά με νόστιμο κατσικίσιο τυρί και μια μεγάλη κανάτα δυνατό θιβετιανό κρασί.
Σε λίγη ώρα είχε ικανοποιήσει την πείνα του. Κάμποση ώρα αργότερα ήταν εντελώς μεθυσμένος και έλεγε τα πιο ακατανόητα πράγματα.
Λίγο αργότερα είχε θυσιάσει χωρίς καθόλου τύψεις την κατσίκα.
Και το πρωί, που ξύπνησε, ήταν αγκαλιά στο κρεβάτι με την όμορφη βοσκοπούλα.