iporta.gr

Ποιος σου ζαλίζει τ’αυτιά;, της Τζίνας Δαβιλά

Τζίνα Δαβιλά

  

Pane di capo σε Πηγές Καλλιθέας,

Ανάληψη, στάδιο Διαγόρας, 

και Pane di capo delivery: 224100-3600. 

Θέλω φασαρία.

Να μου ζαλίζουν τ’αυτιά τα τζιτζίκια και τα σπουργίτια. Τα κουρδιστά παιχνίδια και το μηχάνημα που φτιάχνει μαλλί της γριάς.

Γύρω ο κόσμος μιλά ακατάπαυστα, μεγαλόφωνα, γελά βροντερά κι εγώ σκέπτομαι «άραγε είναι όλοι τους τόσο ευτυχισμένοι; Μόνο εγώ νοιώθω να έχω ένα τεράστιο κενό; Μια τρύπα που δεν κλείνει; Ή ψάχνω λάθος την αγάπη; Λάθος άνθρωποι, λάθος κινήσεις, λάθος χρόνος;» Λες κι έχει, μωρέ, χρόνο η αγάπη για να έρθει.

Όσο πιο ταλαιπωρημένος από το φως της μέρας τόσο περισσότερο σου αξίζουν τα ωραιότερα όνειρα στον ύπνο. Θάλασσες, αγάπες, γέλια, μυρωδιές και μπόλικες σοκολάτες με αμύγδαλο. Αγκαλιές σφιχτές, τριαντάφυλλα παντού και ωραίες μουσικές.

Αγαπώ ξαφνικά τους άσχημους. Όλους όσοι δεν είναι ερωτευμένοι με τον εαυτό τους. Όσοι με βλέπουν κι εμένα ως κανονικό άνθρωπο. Και δεν με κατηγορούν. Όσοι κατηγορούν διαρκώς τους άλλους, το κάνουν γιατί δεν αντέχουν να κατηγορήσουν τον εαυτό τους.

Θέλω φασαρία. Αυτή που κάνει μόνη της η ζωή. Όχι αυτή που κάνουν οι άνθρωποι για να λένε ότι ζουν.

Τη φασαρία του βρεγμένου χώματος που μου διαλύει τα ρουθούνια.

Την φασαρία του αυθάδικου λουλουδιού που στολίζει την πρασινάδα.

Την φασαρία του αγιοκλήματος.

Θέλω την φασαρία του «δεν ξέρω».

Δεν ξέρω.

Δε θέλω να ξέρω.

Δεν μπορώ να ξέρω.

Κουράστηκα να λέω ότι ξέρω.

Δεν ξέρω, δεν ξέρω, δεν ξέρω.

Αν ήξερα, δεν θα έγραφα.

Γιατί το ωραιότερα δεν γράφονται ποτέ.

Έρχονται και φεύγουν, όταν δεν έχεις στυλό για να τα σημειώσεις.

Γι’αυτό και αξίζουν περισσότερο.

Γιατί δεν προφταίνεις να πεις «είναι δικό μου αυτό».

Το ξεχνάς.

Όπως θέλω να ξεχνώ κι όλες τις συμβουλές των άλλων.

Των σοφότερων και μεγαλύτερων δήθεν.

Να…να… να.. να μην…μην… μη, μη, μη…

Όσο μεγαλώνω, τόσο θέλω να μικραίνω. Να μην σοβαρεύομαι, να μην ενηλικιώνομαι.

Θείτσες και θείτσοι από τα 18. «Ενηλικιώθηκες, μπράβο».

Πού το βλέπεις το καλό;

Αφού μεγαλώνοντας, ξεχνώ τότε που ήμουν 8 και ξεχνούσα τα ρέστα από το παγωτό πάνω στο πεζουλάκι που έπαιζα πεντόβολα. Και ένοιωθα ευτυχία γιατί είχα νικήσει την παρτίδα.

Αυτή είναι πατρίδα. Όταν ονειρευόμουν ιππότες και νεραΐδες και χαμογελούσα σε όλους.

Δεν την αντέχω την φασαρία της κατσουφιασμένης φάτσας σου.

Και της σοβαρότητάς σου.

Γιατί γέρασες, καημένε. Και είσαι μόνο 18…28…38…48…58…68…78…88…

Θέλεις να παίξουμε; Βάζω τα πεντόβολα, βγάζεις την στολή σου; Του γιατρού, του πολιτικού μηχανικού, του πτέραρχου, του διευθυντή, του επιχειρηματία, του προϊσταμένου, του «σοφού» μπαμπά, του «πάνσοφου» παππού…

Δεν θέλεις; Θα σου χαρίσω την παρτίδα. Όχι γιατί είμαι γενναιόδωρη, αλλά επειδή αυτό θέλεις εσύ. Και τι έγινε αν με κερδίσεις; Τίποτα το συνταρακτικό.

Εσύ θα χαίρεσαι για την νίκη σου κι εγώ γιατί θα ξέρω. Πως η πιο μεγάλη νίκη είναι αυτή που χαρίζεται απλόχερα.

Θυμήσου, όταν ήσουν παιδί. Ήθελες όλες τις καραμέλες δικές σου, αλλά λυπόσουν για κείνο το παιδάκι που ήταν θλιμμένο γιατί δεν είχε καμία. Και τις μοιραζόσουν μαζί του.

Θυμάσαι;

Τότε που ήσουν 8.

Άραγε πόσα χρόνια έχεις μεγαλώσει ;