iporta.gr

Ποιος είπε ότι το μηδέν δεν είναι αριθμός;, της Τζίνας Δαβιλά

Τζίνα Δαβιλά

Pane di capo σε Ανάληψη, στάδιο Διαγόρας, Ασγούρου 

και Pane di capo delivery: 224100-3600. 

Φωτογραφίες: Άρης Μεσσήνης

Άλλαξα αριθμό κινητού. Και δεν προβληματίστηκα καθόλου ποιος θα με βρει κι αν θα με βρει. Ωστόσο, έστειλα σε μερικούς το νέο μου αριθμό.

– Σε μηδέν, μωρέ, λήγει;

– Γιατί, τι έχει το μηδέν;

– Δεν είναι καν αριθμός! Είναι η ανυπαρξία. 

– Το μηδέν; Είναι σημείο αναφοράς για το συν άπειρο και το μείον άπειρο. Είναι το στοιχείο που αυξάνει τους άλλους αριθμούς. Δεν έχει γωνίες. Κύκλος. Προστασία, αγκαλιά.

– Δεν έχει ανοίγματα για τις ρωγμές…

– Κι άλλες; Είναι γεμάτος ο κόσμος από δαύτες. Από τα παλάτια μέχρι τους βυθούς των ωκεανών…

Πριν από είκοσι πέντε χρόνια, τέτοια μέρα, δεν φανταζόμουν ποτέ τη ροή της ζωής μου, όπως αυτή σήμερα υπάρχει. Σωστά και λάθη βγήκαν και βγαίνουν διαρκώς μπροστά μου απαιτώντας σιωπηλά να πληρώσω τον λογαριασμό. Ή να εισπράξω ό,τι μου αξίζει. Το αλισβερίσι πάντως γίνεται. Και αν κάποτε σκέφτηκα πως κάτι θα περάσει ξώφαλτσα, στην επόμενη στροφή μού την είχε στημένη. Σαν το εγκληματία της 13ης του Μαρτίου του 1964 στην Ν. Υόρκη* που την είχε “στημένη” στην νεαρή Κάθριν. Αυτό που οι ένοικοι μιας πολυκατοικίας παρακολουθούσαν χωρίς κανείς τους να αντιδράσει. Θεατές και λουφαδόροι. Της στιγμής και της ευθύνης.

Οι πρόσφυγες έγιναν μόδα. Γιατί πρόσφυγες πνιγμένοι στις θάλασσες κυματίζουν στο Αιγαίο την τελευταία δεκαετία τουλάχιστον.

Ιδιοκτήτρια σαλονικιώτικου φαρμακείου μιλώντας σε εταιρεία προμηθειών, ρωτά αν μπορεί να δώσει τα γάλατα στους πρόσφυγες επειδή πλησιάζει η ημερομηνία λήξης τους, ζητώντας να της κάνουν πίστωση στην επόμενη παραγγελία, και η εταιρεία αρνείται.

Οι ειδησεολόγοι διαβάζουν το μόνιτορ απέναντί τους ξερά, χωρίς συναίσθημα.

Άλλοι πονούν. Λίγοι. Είναι αυτοί που ξέρουν από πόνο. Γιατί η ζωή έχει πόνο. Άρα, ζουν. Αυτοί οι λίγοι ζουν. Και είναι ρυτιδιασμένοι μέσα κι έξω.

Οι καθαρίστριες-προστατευόμενες του Τσίπρα μετατάχθηκαν σε θέσεις γραμματέων, ο κ. Φίλης ευνοεί την αμάθεια, η αντιπολίτευση είναι το τέλειο ξεκατίνιασμα, αν θέλεις να επιβιώσεις, και το εθνικό μας σύνδρομο είναι η απάθεια.

Εσύ; Είσαι παρών στο δικό σου παιχνίδι; Το βλέπεις σαν ταινία κινηματογραφική; Τηλεοπτική; Ξένο σώμα; Ή σπας ακόμα περισσότερο για να γεμίσεις κι άλλες ρυτίδες στα μάτια, στο μέτωπο, γύρω από τα χείλη, στο μέσα σου. Γιατί αν δεν σπας, έχεις πρόβλημα.

Και αν δεν σπας, δεν μπορείς να νοιώσεις κανένα. Ούτε τον πρόσφυγα, ούτε τον νεότευκτο μαθητή, ούτε καν τον διπλανό σου. Ακόμα-ακόμα κι αυτόν που σου λέει ότι σ’έχει τόσο ερωτευθεί. Όλα φιλτράρονται από τις δικές σου ιστορίες, που όσο λιγότερες είναι, τόσο πιο ανίδεος κριτής των άλλων είσαι. Γιατί είμαστε ό,τι επιτρέπουμε να ζήσουμε. Και κρίνουμε- συμπονούμε από τις εμπειρίες που έχουμε. Σχεδόν πάντα.

Νοιώθω άνυδρη συγγραφικά (αν μπορώ να αυτοχαρακτηριστώ έτσι, γέμισε τούτος ο ταλαίπωρος τόπος από συγγραφείς της πλάκας). Μόνο για τους πρόσφυγες μπορώ να μιλήσω στο editorial του Νοέμβρη. και τα’χω με τους πολιτικούς και δη τους αμερικανούς. Που στο όνομα της καριέρας τους μετρούν αριθμούς αντί ανθρώπων: 20.000 (τόσους δέχτηκε η Μ. Βρετανία σε μια πενταετία), 48.000 τις τελευταίες μέρες στο Αιγαίο, 12.000.000 άνθρωποι διασχίζουν τη θάλασσα για να ζήσουν.

Πού καταλήγουμε; Στην απάθεια. Οι απαθείς νικούν γιατί είναι πολλοί. Ας γίνουν πολλοί οι άλλοι, οι ρυτιδιασμένοι και ραγισμένοι.

Γιατί, για να βοηθήσεις, πρέπει να νοιώσεις την ρωγμή και να δράσεις.

Συνηθίσαμε την ασχήμια και ξεχάσαμε τι σημαίνει υπέρβαση.

Δεν θέλω άλλους προστάτες.

Δεν θέλω άλλους νταβάδες.

Θέλω μόνο να βγάλω τη μάσκα της φιλεύσπλαχνης του γραφείου μου και να απαντήσω στους αληθινούς υπαίτιους: «Άιντε σαλτάρετε και πνιγείτε».

Γιατί εκεί που γεννιούνται οι πρόσφυγες και οι τζιχαντιστές, υπάρχει ελληνικότητα.

Σε καθετί που απορρέει πολιτισμός υπάρχει ελληνικότητα. Από την Παλμύρα μέχρι ξανά την Παλμύρα κάνοντας τον γύρο της Γης διανύοντας μήκη και πλάτη.

Και προτού εμποτίσετε την ψυχή σας με την ελληνικότητα, σαλτάρατε τυχοδιωκτικά στην Πολιτική τσαπατσουλεύοντας τις ζωές μας.

Άλλων ως απλών θιασωτών και άλλων ως ραγισμένων θιασωτών. Μ’ένα ρούχο που δεν φορέσαμε κατάσαρκα. Απλώς το παρακολουθούμε.

Αλλά…

οι κανονικές ιστορίες γράφονται με δανεικό μελάνι.

Και πολλά μηδενικά. Άλλοτε για να ολοκληρώσουν, άλλοτε για να αφανίσουν.

* Κουίνς, Νέα Υόρκη, 1964. Παρασκευή 13 Μαρτίου και ώρα τρεις μετά τα μεσάνυχτα, ο Γουίνστον Μόουζλι μαχαιρώνει στην πλάτη και την κοιλιά την Κάθριν Τζενοβέζε, η οποία ζητά απεγνωσμένα βοήθεια.

Στην πυκνοκατοικημένη περιοχή τα φώτα ανάβουν, όμως κανείς δεν πάει να βοηθήσει, μια φωνή μόνον ακούγεται: «Άσε ήσυχο το κορίτσι».
Τα φώτα σβήνουν μετά από λίγο, ο Μόουζλι χτυπά και πάλι, τα φώτα ανάβουν ξανά, ο δράστης απομακρύνεται, όμως κανείς δεν σπεύδει για βοήθεια.

Λίγα λεπτά μετά ο Μόουζλι, επιτίθεται ξανά και ξανά αποτελειώνοντας την κοπέλα που ψυχορραγούσε. Η πρώτη επίθεση έγινε στις 03:15, ο δολοφόνος έφυγε στις 03:50, η αστυνομία ειδοποιήθηκε στις 04:00 και εξέτασε 38 αυτόπτες μάρτυρες. Όλοι άκουσαν και είδαν, κανείς δεν επενέβη.