“Γύρω γύρω θάλασσα και η Ρόδος μεσ’ τη μέση. Και στη Ρόδο οι πιτσιρικάδες που ξημεροβραδιάζονταν στις παραλίες, και οι μανάδες με τα “κομπινεζά” να τους κυνηγούν για να τους φέρουν πίσω.
Πλέαν στη θάλασσα λογιών λογιών πλεούμενα. Σαμπρέλες αυτοκινήτου μέχρι και μεγάλες απο φορτηγό, οι καμαριτάριες όπως τις λέγαμε, χιλιομπαλωμένες οι περισσότερες, με “βυζιά” να ξεπετιούνται εδω κι εκεί. Νεροκολοκύθες δεμένες με σπάγγο που περνούσε κάτω απο τις μασχάλες για να επιπλέουν μικροί αλλά και μεγάλοι που δεν γνώριζαν κολύμπι. Για τους πιο προχωρημένους, βαρκούλες αυτοσχέδιες απο λαμαρίνα πισσωμένη στις ενώσεις, αρκετά μεγάλες για να μεταφέρουν ένα πιτσιρικά, που αλοίμονο όμως αν βούλιαζαν: η ανέλκυσή τους απο το βυθό ισοδυναμούσε με την ανέλκυση του Τιτανικού.
Φτιάχναμε όμως και άλλες βαρκούλες, μικρές, απο λαμαρίνα και με σαβούρα απο χαλίκια, και άλλες ξύλινες ωραία πελεκημένες και βαμένες, σαν τον δικό μας τον “Κωλογέρνη” που πριν ξαμολυθεί στους ωκεανούς έκανε το παρθενικό του ταξίδι στη χαβούζα του περιβολιού μας γέρνοντας πάντα μονόπαντα, εξ ου και τ’ όνομά του.”
Απόσπασμα το παραπάνω απο το υπο κατασκευή βιβλίο μου “Τα παιχνίδια που παίζαμε”. Παλιά όμως αυτά και περασμένα. Τίγκα στις ομπρέλες τώρα οι παραλίες, σπαρμένες με σώματα που ξεροψήνονται αναδύοντας οσμή λες και τηγανίστηκαν σε λάδι Ινδικής Καρύδας. Ευκαιρία να επιδείξουν διάφοροι τα τριχωτά τους μέλη στις ροδοκοκκινισμένες τουρίστριες και να κορδωθούν σαν σακιά γεμάτα τεστοστερόνη. Μπάλες, ρακέτες βόλεϋ στην ημερήσια διάταξη, τσιρίδια του τύπου -“Μαμά μαμά, είδα μια φάλαινα. Αλήθεια σου λέω καλέ” -“Ντροπή, Κωστάκη, η θεία Τσαμπίκα είναι!”. Αφού με κόπο βρείς τώρα ένα τετραγωνικό μέτρο άμμου ελεύθερο κάνεις να καθίσεις για να δεχτείς την ακαριαία επίθεση του ομπρελά. “Απαγορεύεται, κύριος, να πας αλλού.” – “Γιατί του πάππου σου είναι η παραλία;” – “Ναι, μάγκα, του πάππου μου είναι”. -“Τι λε’ ρε φίλε. Δημόσια η παραλία κι εγώ κολυμπούσα εδώ πριν ακόμα ο πάππους σου ανακαλύψει οτι υπάρχει θάλασσα”. Διακινδυνεύεις τις συνέπειες της οργής του ομπρελά και κάθεσαι αγανακτισμένος. Αμέσως όμως εύχεσαι να είχες υπακούσει στον ομπρελά-δερβέναγα. Διαπιστώνεις πως οι γόπες και τ’ αποτσίγαρα είναι περισσότερα απο τους κόκκους της άμμου και πως το μαγιό σου είναι διάστικτο με τσίχλες, αν όχι και πίσσες.
Σηκώνεσαι και φεύγεις πριν ακόμα βραχείς. Εγω δηλαδή σηκώνομαι και φεύγω. Πάω αλλού, σε καθαρές, χωρίς ομπρελάδες παραλίες. Ευτυχώς έχει ακόμα τέτοιες μα δεν θα σας πω πού. Πριτς!