iporta.gr

Patisserie “Πολύτιμον”, της Τζίνας Δαβιλά

Τζίνα Δαβιλά

Τα θαύματα της Μέλισσας

Ο Βασίλης δούλευε στο «Πολύτιμον», ένα ζαχαροπλαστείο, από αυτά που φτιάχνουν σπουδαίες γαμήλιες τούρτες. Από εκείνες τις πολυώροφες, με ασυνήθιστα σχέδια, με κάτι νωχελικά κορμιά που δεν ήθελες να τα αγγίξεις καν, όχι να τα κόψεις σε κομμάτια για να μοιράσεις σε φίλους, με κάτι θεσπέσιες, γυναικείες φιγούρες που φορούσαν αέρινα μακριά φορέματα και τα χέρια είχαν τόσο ζωντανή κίνηση σαν να χόρευαν μπαλέτο. Τέτοιες τούρτες έφτιαχνε το «Πολύτιμον», της Πάτρας. Και ο Βασίλης από την σχολή των σπουδαίων μαγείρων της Αθήνας, όταν επέστρεψε στη γενέτειρά του για να ανοίξει το δικό του εστιατόριο, ως κλέπτης εν νυκτί του μπήκε στο νου η περιπέτεια. Προτού γίνει εστιάτορας, ήθελε να δοκιμαστεί ως υπάλληλος. Με Σμυρνιά γιαγιά, μύριζε ακόμα τα γλυκίσματά της. Και πέρασε ως υπάλληλος από το «Πολύτιμον».

Γρήγορα ανέλαβε πόστο υπευθύνου στο εργαστήρι. Ο μπαρμπα-Ανέστης κουρασμένος από την ορθοστασία για να δημιουργεί τα καθημερινά γλυκά που θα ανανέωναν τις βιτρίνες, έψαχνε καιρό για να ρίξει σε κάποιον το βάρος τουλάχιστον των καθημερινών γλυκών. Ο ίδιος ήταν μανούλα στις τούρτες και γευστικά και αρχιτεκτονικά. Έτσι έλεγε πάντα. Αρχιτεκτόνημα και Μάστορας. Κάθε του τούρτα την φωτογράφιζε άπειρες φορές και τις φωτογραφίες τις φυλάκιζε σ’ένα κουτί με απαλό κίτρινο χρώμα, που κρατούσε κλειδωμένο στον χώρο πάνω από το εργαστήρι του που χρησίμευε ως γραφείο. Στην πραγματικότητα ήταν το ερημητήριο του. Προτού πάει στο σπίτι του για να ξεκουραστεί, περνούσε κάθε βράδυ μια βόλτα από το γραφειάκι του, ξεκλείδωνε την συρταριέρα – που της είχε φτιάξει ειδικό λουκετάκι και το κλειδάκι του που κρατούσε πάντα στο θηλάκι του παντελονιού του – και χάζευε τις φωτογραφίες του. Έτρωγε δυο κομμάτια ΙΟΝ Υγείας που είχε πάντα μέσα στο δεύτερο συρτάρι, και αφού τελείωνε και το τρίτο τσιγάρο – τα πρώτα της ημέρας του – ξανακλείδωνε τις φωτογραφίες στη συρταριέρα, κρεμούσε στο θηλάκι του παντελονιού του το κλειδάκι, έκλεινε το γραφείο και πήγαινε σπίτι. Αυτή ήταν η καθημερινή ιεροτελεστία. Και τα παρασκευοσάββατα που ετοίμαζε τις τούρτες των γάμων, έπινε, πριν ξεκινήσει την τούρτα, δυο σφηνάκια Μαυροδάφνη Πατρών, πρόσθετε πάση θυσία άλλο ένα στην εκτέλεση της συνταγής και ήταν έτοιμος για την τελετουργία.

Ο Βασίλης είχε παρατηρήσει την πειθαρχημένη του συνήθεια και κάποια στιγμή, δεν άντεξε και τον ρώτησε:

– – Γιατί το κάνεις αυτό; Πάντα για τις τούρτες γάμων.
– – Για το καλό. Μαυροδάφνη δεν δίνουν στους νιόνυμφους;
– – Και το τρίτο;
– – «Δεν υπάρχει ευτυχία που να κόβεται στα τρία». Ξορκίζω το κακό. Είναι μεγάλη ιστορία…
– – Τα τρία σφηνάκια;
– – Ναι…
– – Δεν θα μου πεις, μπαρμπα-Ανέστη;
– – Μόνο όταν έρθει η στραβή ώρα και πρέπει να κάνεις εσύ την νυφιάτικη τούρτα αντί για μένα.

Ο Βασίλης σκεφτόταν πως δεν ήθελε να έρθει εκείνη η ώρα, γιατί φοβόταν το μοιραίο. Ο μπαρμπα-Ανέστης κόντευε τα εβδομήντα πέντε, αλλά έδειχνε είκοσι χρόνια νεότερος. Είχε καλή κράση και είχε βρει την ψυχοθεραπεία του: τις νυφιάτικες τούρτες. Μια φορά κάποιος του σφύριξε πως ένας πελάτης τον πρόδωσε, όταν παντρεύτηκε και παρήγγειλε τούρτα από αλλού. Γέμισε το ταμείο φωτογραφίες του για να μην του πουλήσουν ούτε μπισκότο. Τέτοιος ήταν. Μερακλής και μυστήριος.

Από τη μια ο Βασίλης τον θαύμαζε, από την άλλη τον είχε σε στενό μαρκάρισμα. Τι στην ευχή συνέβαινε με τούτον τον άνθρωπο; Κάποιο μυστήριο έκρυβε, αλλά ποιο; Τρία χρόνια πια πέρασαν μαζί του και δεν είχε πάει κάπου το μυαλό του. Μέχρι που μια μέρα…

Ήταν Παρασκευή μετά τις δέκα το πρωί. Βροχερή Παρασκευή του Οκτώβρη. Στο «Πολύτιμον» μπήκε μια κυρία γύρω στα εξήντα, με μαλλί μέχρι τους ώμους, ξανθό με σταχτιές ανταύγειες, καθαρά μπλε μάτια, λευκή επιδερμίδα και καλογραμμένα απαλά κόκκινα χείλη. Μέτρια σε ύψος, φορώντας ένα τζην ξεβαμμένο με καφέ μπότες, ένα λευκό πουκάμισο και από πάνω ένα λεπτό, δερμάτινο καφέ μπουφάν. Τα χέρια της δεν είχαν κανένα κόσμημα. Ο Βασίλης παρατήρησε εντυπωσιασμένος τα κόκκινα, πολύ προσεγμένα νύχια της που δεν ήταν μακριά, ούτε κοντά. Και ήταν αληθινά, ήταν δικά της. Στο λαιμό της φορούσε ένα διακριτικό κόκκινο ρουμπίνι, ένα μικρό λευκό αστραφτερό σκουλαρίκι στο δεξί αυτί και έναν χρυσό κρίκο στο αριστερό αυτί. Τίποτα άλλο.

Ο Βασίλης της χαμογέλασε, καθώς τοποθετούσε τους δίσκους με τις τάρτες στο ψυγείο. Εκείνη κάπως χαμένη μπήκε γρήγορα στο θέμα.

– – Θέλω μια τούρτα γάμου για την άλλη Κυριακή.
– – Βεβαίως, θα πρέπει να μιλήσετε με τον κύριο Ανέστη, της απάντησε ο Βασίλης και μπήκε στο εργαστήρι.

Όταν βγήκε ο μπαρμπα-Ανέστης στο χώρο του ζαχαροπλαστείου χαιρέτησε ευγενικά, ως συνήθως, την καλοβαλμένη κυρία, της ζήτησε να καθίσουν στο τραπεζάκι στην άκρη του ζαχαροπλαστείου και πήρε το τετράδιο που χρησιμοποιούσε για τις περιπτώσεις γάμων. Δηλαδή: άλλαξε σελίδα , έγραψε ημερομηνία και ονόματα των νεόνυμφων, αριθμό προσκεκλημένων και άρχισε την ανάκριση: τι δουλειά έκανε ο γαμπρός, ποια η δουλειά της νύφης, πού μεγάλωσαν, πώς ήταν ως πιτσιρίκια, με ποια παιχνίδια έπαιζαν, πώς ήταν σήμερα η εμφάνισή τους και ποια ήταν η αγαπημένη ταινία της νύφης.

– – Με βρίσκετε αδιάβαστη, είπε ευγενικά, αλλά παγερά η κυρία.
– – Μα δεν είστε μητέρα της;
– – Όχι.
– – Ρωτήστε την μητέρα της ή την νύφη ποια είναι η αγαπημένη της ταινία, είναι για μένα σημαντικό.
– – Γιατί;, ρώτησε η γυναίκα.
– – Γιατί είμαστε οι επιλογές μας, απάντησε ξερά ο μπαρμπα-Ανέστης και σκοτείνιασε το βλέμμα του.

Η πελάτισσα ξαφνιάστηκε, έβγαλε το κινητό της και τηλεφώνησε στην Παυλίνα, την νύφη της. Δεν πήρε απάντηση και σκέφτηκε ότι η μητέρα της θα ήταν ενήμερη… δεν έχανε και κάτι, αν της τηλεφωνούσε.

– – Πετρούλα, η Λιλή είμαι. Βρίσκομαι στο «Πολύτιμον» για την τούρτα. Ο ζαχαροπλάστης θέλει να μάθει ποια είναι η αγαπημένη ταινία της Παυλίνας. Μήπως γνωρίζεις εσύ;

Ο μπαρμπα-Ανέστης ακούγοντας τον χαρακτηρισμό «ζαχαροπλάστης» την διόρθωσε ψιθυρίζοντας ευγενικά «ο μάστορας». Και η απάντηση της Πετρούλας ήταν:

– «Ένα αστείο κορίτσι».

Η Λιλή ζήτησε διευκρινίσεις, αλλά ο Ανέστης είχε ανοίξει τα μάτια σαν αυγά κάνοντάς της ένα νεύμα συγκατάβασης.

-Αλίκη Βουγιουκλάκη, υποδύεται τον κλόουν. Έγχρωμη ταινία του 1970 σε σκηνοθεσία του αδελφού της και συμπρωταγωνιστή τον Νίκο Γαλανό. Είναι γιος εφοπλιστή, δουλεύει για αυτόν ως υπηρέτρια, ερωτεύονται, εκείνη φεύγει μετά από μια παρεξήγηση και εκείνος μετά από προσπάθειες την βρίσκει να εργάζεται ως κλόουν σε τσίρκο. Τεράστια η επιτυχία της Αλίκης. Τότε ο Μητσιάς πρωτοεμφανιζόταν στις μουσικές σκηνές της Αθήνας και του έγραφε τραγούδια ο Δήμος Μούτσης.

Αυτά είπε σαν κομπιούτερ ο Ανέστης και χάθηκε στη σκέψη του. Η Λιλή θαύμασε τις γνώσεις του.

-Βλέπετε κινηματογράφο;

– Σου είπα, είμαστε οι επιλογές μας.

Η Λιλή έφυγε χαιρετώντας τον ευγενικά και παγερά χωρίς να της επιτρέψει να ρωτήσει κάτι άλλο για την νυφιάτικη τούρτα.

Αυτή ήταν η ιδιορρυθμία του. Κρατούσε σημειώσεις, καθώς έπαιρνε τις πληροφορίες που ήθελε και δημιουργούσε το κορμί της τούρτας που άρμοζε στη νύφη σύμφωνα με την άποψή του. Ήταν κάτι σαν ιεροτελεστία. Για τους καλεσμένους περισσότερο από την έκπληξη να δουν τη νύφη, ήταν το σχέδιο της τούρτας. Η αγωνία κρατούσε μέχρι την ολοκλήρωση της βραδιάς. Μόνο μια φορά ένας κιμπάρης γαμπρός, μεγαλούτσικος σε ηλικία, αλλά καλοβαλμένος σαν τον Κλούνεϊ του είπε: «Θα μου χρεώσεις τα δεκαπλάσια της τούρτας, αρκεί να μου την έχεις έξω από την εκκλησία. Η δεξίωση θα γίνει μόνο με γλυκό και σαμπάνια στον αύλιο χώρο του Αγίου Ανδρέα και είναι καλεσμένη όλη η Πάτρα. Η τούρτα θα υποδεχθεί το ζευγάρι, όχι το ανάποδο».

Ο Ανέστης τον γούσταρε πραγματικά και παρέκαμψε τις αρχές του χωρίς να δεχτεί να πληρωθεί παραπάνω. Ό,τι ήθελε έκανε, αφεντικό του εαυτού του και των παθών του ήταν. Γιατί ο Ανέστης είχε και ιδιορρυθμίες και πάθη.

Έμεινε μόνος για λίγο. Πήρε το κλειδάκι του από το θηλάκι του παντελονιού και ανέβηκε πάνω στο ερημητήριό του. Ήταν η πρώτη φορά που παρέκλινε της συνήθειάς του. Ο Βασίλης το πρόσεξε, αλλά δεν σχολίασε κάτι. Κοιτούσε μόνο το χρώμα του προσώπου του που είχε χλωμιάσει.

Μπήκε στο γραφείο του, έκλεισε την πόρτα και άνοιξε το συρτάρι με το κίτρινο κουτί. Κοιτούσε μία -μία τις φωτογραφίες των νυφιάτικων τουρτών που είχε δημιουργήσει τα τελευταία τριανταπέντε χρόνια. Κορμιά λυγερά, με κίνηση μπαλέτου, με φορέματα κοντά και μακριά, με υπέροχα πόδια, με τακούνια στιλέτο και στρας χαντρούλες πάνω στον αστράγαλο του γλυκένιου ποδιού. Τέτοια αριστουργήματα έκανε ο Ανέστης. Γι’αυτό όλη η Πάτρα μιλούσε για αυτόν και πλήρωναν όσο – όσο.

Άνοιξε το σημειωματάριό του και κοίταξε τα στοιχεία του ζευγαριού. Μίλτος- Παυλίνα. Παιδιά της Πάτρας. Στην Παντανάσσης μεγάλωσε η μία, στην Αγίου Νικολάου ο άλλος. Χορεύτρια και εκκολαπτόμενη ηθοποιός η Παυλίνα, πολιτικός μηχανικός ο Μίλτος. Θαλάσσια σπορ, οργανωμένο κάμπινγκ και ποδηλασία η αγάπη και των δύο.. Τι άλλο θα ταίριαζε στη νύφη; Μια γυναίκα που χόρευε; Ή ένας θλιμμένος κλόουν; Η ταινία της νύφης ήταν το «Αστείο κορίτσι». Η ίδια ταινία που αγαπούσε η Πετρούλα του. Το κορίτσι της καρδιάς του πριν από σαράντα πέντε χρόνια.

***

Πετρούλα Γερογιώργη. Δασκάλα με χίλια ζόρια, αφού πρώτα εξασφάλισε τις σπουδές της με δικά της χρήματα. Γεννημένη το 1944 σ’ένα χωριό έξω από την Τρίπολη. Δεν την άφησαν οι δικοί της να σπουδάσει γιατί όλες οι γυναίκες που πήγαιναν στην Αθήνα γίνονταν πουτάνες, έτσι έλεγαν. Την έστειλαν σε μια σχολή μοδιστρικής, την τέλειωσε, ήταν χρυσοχέρα και αφού άρχισε να δουλεύει ως μοδίστρα ξεκίνησε μαθήματα εν αγνοία της οικογένειάς της για να τελειώσει το εξατάξιο γυμνάσιο Τριπόλεως. Πείσμα στο πείσμα, κανείς δεν έμαθε πως έδωσε εξετάσεις στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Αποφεύγοντας την κλειστή κοινωνία του χωριού δεν επέστρεψε όταν τέλειωσε την διετή φοίτηση στην Ακαδημία της Αθήνας δουλεύοντας παράλληλα ως μοδιστρούλα στο Κολονάκι για να καλύψει τα έξοδά της. Οι δικοί της ήταν από την μια περήφανοι, από την άλλη την ντρέπονταν. Ο αδελφός της, ξερό κεφάλι, της είχε μηνύσει πως αν επέστρεφε έστω και ως δασκάλα στο χωριό θα την πετούσε έξω από το πατρικό τους. Και αυτό χαριστικά. Ήταν αποφασισμένη να μην επιστρέψει στην Τρίπολη. Προτιμούσε το Ναύπλιο ή την Πάτρα. Τη κέρδισε η Πάτρα, την επέλεξε ως τόπο διορισμού της. Χρονολογία 1969. Τότε που γνώρισε και τον Ανέστη. Στις 7 Αυγούστου του ’69. Την επόμενη του Σωτήρος. Στην πλατεία Αγίου Γεωργίου. Στις 7 το απόγευμα.

Κάθισε στο παγκάκι δίπλα από το καρότσι με το παγωτό που γέμιζε τα χωνάκια ο νεαρός Ανέστης. Δούλευε τότε στο «Πατρινόν» και έκανε την αβαρία με το παγωτένιο καρότσι ευχάριστα, γιατί νεαρός ήταν και προτιμούσε να ψήνεται στην πλατεία όλο το καλοκαίρι παρά να είναι μέσα στο εργαστήρι του Θωμά και να ψήνει ψωμιά και καρυδόπιττες. Και έβλεπε τον κόσμο. Παρατηρούσε τις νέες γυναίκες πώς ντύνονταν. Τι χρώματα φορούσαν, πώς έφτιαχναν τα μαλλιά τους. Στα εικοσιπέντε αυτός, το αίμα του έβραζε και ήταν ομορφόπαιδο. Σαν τον Αλέκο Αλεξανδράκη.

Όταν κάθισε δίπλα του η Πετρούλα την παρατήρησε προσεκτικά.. Φορούσε ένα αέρινο φόρεμα σε απαλό κίτρινο με πολύ ωραίο τετράγωνο ντεκολτέ, που στο τελείωμά του είχε μια εντυπωσιακή λευκή, λεπτή δαντέλα. Το φόρεμα ήταν εφαρμοστό στη μέση και από κει και κάτω έκανε λούκια πλούσια μέχρι το γόνατο και κατέληγε πάλι στην λεπτή γραμμή της λευκής δαντέλας. Και τα παπούτσια ήταν κίτρινα στην ίδια απόχρωση με μέτριο τακουνάκι.

Αποφασιστικά της πρόσφερε ένα χωνάκι με γεύση μαστίχα , την σπεσιαλιτέ του «Πατρινόν». Εκείνη χαμογέλασε διστάζοντας να το δεχτεί. Της συστήθηκε και … Μετά από μια εβδομάδα ένοιωθε πως είχε βρει την γυναίκα της ζωής του. 1969. Τότε παντρεύονταν και από κείνη την ηλικία. Της ζήτησε να τον παντρευτεί. Εκείνη από φόβο στην ανδρική εξάρτηση αρνήθηκε. Ήρθε ο Σεπτέμβρης. Διορίστηκε στο 1ο Δημοτικό Σχολείο Πατρών. Εκείνη αγαπούσε πολύ το σχολείο, κάπου –κάπου βοηθούσε κάποιες μαθήτριες των μεγάλων τάξεων μαθαίνοντάς τους και ραπτική. Ο Ανέστης επέμενε και μετά από λίγους μήνες. Η σχέση τους ήταν καλή, αλλά η ανασφάλειά της για τους άνδρες, την τρόμαξε και ξαναρνήθηκε.

«Καλά δεν είμαστε έτσι, τι άλλο θες; Άσε να περάσει λίγο ο καιρός, να μπορώ και γω να καλέσω δυο συγγενείς μου στο γάμο. Ξέρεις πώς είμαι με τους δικούς μου…» τον παρακάλεσε, αλλά η ορμή της νεότητας τον έκαναν να νοιώσει προσβεβλημένος και να της πετάξει κατάμουτρα: «είχε δίκιο ο αδελφός σου πως όσες σπουδάζετε είστε πουτάνες».

Η Πετρούλα του τράβηξε ένα χαστούκι που τα μάτια του δάκρυσαν από τον πόνο. Εκεί στην πλατεία Αγίου Γεωργίου. Ήταν Αλκυονίδες μέρες του Γενάρη του 1970. Στις 26 του μήνα, στις 7 το απόγευμα. Γύρισε βιαστικά την πλάτη και δεν δέχτηκε να τον ξαναδεί. Ο Ανέστης νέκρωσε ό,τι η Πετρούλα είχε ανεκτίμητο. Την περηφάνια της. Και τον έθαψε επί τόπου.

Έκτοτε δεν του επέτρεψε να την ξαναδεί. Ακόμα και όταν την περίμενε έξω από το σχολείο για να της ζητήσει συγγνώμη, εκείνη δεν του έριχνε ούτε βλέμμα. Την έβλεπε κάπως διαφορετική, λίγο πιο στρουμπουλή, αλλά δεν έδωσε σημασία. Και μετά από μήνες σταμάτησε να την κυνηγά. Αποδέχτηκε πως έπαιξε και έχασε. Και έκλεισε θεωρητικά το κεφάλαιο της Πετρούλα ο Ανέστης. Γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.

Ποτέ δεν έμαθε πως η Πετρούλα διαπίστωσε κοντά στο Πάσχα του ’70 ότι ήταν έγκυος. Αποφασιστικά έκανε έκτρωση και μάζεψε τα κομμάτια της για ακόμα μια φορά. Συναισθηματικά και ψυχικά. Άργησε πολύ να εμπιστευτεί άνδρα. Κοντά στα σαράντα της παντρεύτηκε, έναν πολιτικό μηχανικό με αθηναϊκή καταγωγή, όπου είχε κουραστεί από την τρέλα της Αθήνα και πρόθυμα εγκαταστάθηκε στην Πάτρα. Στο μεταξύ αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις με την οικογένειά της στην Τρίπολη, κυρίως με τον αδελφό της, ο οποίος και της βάπτισε την κόρη της, την Παυλίνα, δίνοντάς της όλη την περιουσία που όφειλε το Γερογιωργέϊκο να δώσει στην Πετρούλα. Έφτιαξε ο πολιτικός μηχανικός της ένα καταπληκτικό σπίτι δίπατο στην οδό Παντάνασσας και η ζωή της κυλούσε ήρεμα και χαρούμενα. Από την πίκρα της να μην στερήσει από την Παυλίνα ό,τι η ίδια στερήθηκε, την άφησε να είναι απολύτως ελεύθερη. Να κάνει ό,τι τραβούσε η ψυχή της. Μόνο μια κουβέντα της είχε πει: «την αξιοπρέπειά σου και την δουλειά σου. Αυτά τα δυο δεν θα τα διαπραγματευτείς ποτέ και για κανένα λόγο».

Αυτά βέβαια δεν τα ήξερε ο Ανέστης. Μόνο η εικόνα της Πετρούλας του ήρθε στο μυαλό, όταν τυχαία άκουσε το όνομα. Μέχρι που κάποιος χτύπησε την πόρτα του ερημητηρίου του.

Δεν το είχε κάνει ποτέ κανείς μέχρι τώρα και ξαφνιάστηκε. Άκουσε απ’έξω την φωνή του Βασίλη.

-Μπαρμπα-Ανέστη μια κυρία σε ζητά. Λέει ότι είναι η μητέρα τη νύφης της επόμενης Κυριακής. Λέγεται Πετρούλα Γερογιώργη.

Ο Ανέστης χλώμιασε. Αν έβλεπε τον εαυτό του στον καθρέφτη θα τρόμαζε. Ξεκλείδωσε μηχανικά την πόρτα και την άνοιξε. Βρέθηκε μπροστά στη γυναίκα που τον αρνήθηκε με τον πιο περήφανο και απόλυτο τρόπο. Ήταν και σήμερα τα εβδομήντα πέντε της μια αγέρωχη, αεράτη, κομψή κυρία. Η Πετρούλα της πλατείας.

Εκείνη χαμογελαστή και με βλέμμα τρυφερό τον πλησίασε.

– – Δε θα με καλωσορίσεις;

Ο Ανέστης της έδειξε την καρέκλα. Δεν την φανταζόταν έτσι τη στιγμή της συνάντησης. Ήξερε ότι η Πετρούλα ζούσε στην Πάτρα, ήξερε πως είχε παντρευτεί, αλλά και η Πάτρα μεγάλωσε και εκείνος κοιτούσε πια αφοσιωμένος τις δουλειές του.

Τον έβγαλε από τη δύσκολη θέση.
– Θέλεις ιδέα για την τούρτα της Παυλίνας μου;
– – Ε… ίσως, αν και …
– – Ο κλόουν, ε; Σκέφτηκες τον κλόουν, Ανέστη;
– – Ε… μάλλον.

– -………………
– – Αυτόν θα κάνεις, σε παρακαλώ. Όσο πιο θλιμμένο γίνεται. Με πολύχρωμα ρούχα, με πολλά εντυπωσιακά σχέδια, με έντονο πρόσωπο, χωρίς να ξεχάσεις τα δάκρυά του. Σου φάνηκα τότε σκληρή. Ένας θεός ξέρει πόσο πόνεσα για να μην σε ξαναδώ. Μεγάλωνα με το πρέπει και το μη. Με την πειθαρχεία και την υπακοή. Φούντωσε μέσα μου η ανάγκη για να ζήσω. Να με ζήσω με τα λάθη μου και τα στραβά μου, τα καλά και τις εκρήξεις μου. Τότε, που άρχισα να πιστεύω πως όλα μπορούν να ανατραπούν, με φυλάκισες στην αγάπη σου. Ίσως να μην έφταιγες εσύ, αλλά εγώ. Και τι σημασία έχει τώρα πια; Μετά από λίγο καιρό ήμουν έγκυος. Τσαλακώθηκα όσο δεν φαντάζεσαι. Σε μίσησα. Και εσένα και μένα για τον εγωισμό μου. Αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Σε έβγαλα από μέσα μου, έβγαλα και κείνο το μωρό και συνέχισα να ζω. Σκληρή, φοβισμένη, θυμωμένη… δεν ξέρω. Μεγάλωσα την Παυλίνα με το δικό μου παραμύθι. Σταχτοπούτα απ’την ανάποδη. Και αγάπησε την Αλίκη του τσίρκου όσο κι εγώ. Την αστεία πλευρά των θλιμμένων ανθρώπων. Ξέρεις πόσα τέτοια παιδιά γνώρισα στο σχολείο; … Την τούρτα της Παυλίνας θα την φτιάξεις εσύ! Με όση αγάπη θα έβαζες για να φτιάξεις την τούρτα της κόρης σου. Αν περίμενες λίγο, ίσως αυτό το παιδί να ήταν δικό σου.

Ο Ανέστης είχε πάρει την απόφασή του. Ο Βασίλης, το δεξί του χέρι, θα έδινε εξετάσεις. Αν τα κατάφερνε θα του μεταβίβαζε το «Πολύτιμον». Δεν είχε παιδιά. Δεν παντρεύτηκε ποτέ του. Όταν έμαθε για τον γάμο της Πετρούλας, κλείστηκε στον εαυτό του για δυο εβδομάδες. Και επέστρεψε στο ζαχαροπλαστείο εκθέτοντας έναν τεράστιο κλόουν, με δάκρυα κατακόκκινα, σαν από αίμα. Για τρία μερόνυχτα ο κλόουν στεκόταν στην είσοδο του «Πολύτιμον» φωτισμένος εντυπωσιακά. Μετά τον μοίρασε στα παιδιά του 1ου Δημοτικού Σχολείου Πατρών. Και υποσχέθηκε στον εαυτό του πως τα κόκκινα δάκρυα του κλόουν του ήταν τα τελευταία που ο ίδιος άφηνε για την Πετρούλα του. Και ο πρώτος και ο τελευταίος παλιάτσος που δημιουργούσε. Ο επόμενος, αν ποτέ χρειαζόταν να δημιουργηθεί, θα σήμαινε και την ανάθεση της δουλειά του σε άλλον. Το ρέκβιεμ του δικού του πολύτιμου.

***

Έξι μήνες μετά, στο κοιμητήριο Πατρών, μια καλοβαλμένη συνταξιούχος δασκάλα άφηνε έναν κλόουν από πλαστελίνη πάνω σε ένα κομμάτι λευκό, παγωμένο μάρμαρο. Κάτω από την φωτογραφία του προσώπου υπήρχε το εξής μήνυμα με χρυσά γράμματα: «Όλη μου η ζωή κρύφτηκε σ’ έναν παλιάτσο» – Ανέστης Γεωργακόπουλος, ετών 75 .

 

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr