iporta.gr

Papa Panov’s Special Christmas, του Νίκου Βασιλειάδη

 

Νίκος Βασιλειάδης

Ο Παπα-Πανόφ (Papa Panov’s Special Christmas) του Λ. Τολστόι, είναι μια από τις χριστουγεννιάτικες ιστορίες που με συγκινούσαν πάντα, από μικρό παιδί. Ένα ιδιότυπο παραμύθι με ιδιαιτέρως χριστιανική θεματολογία. Σε αυτή την μικρή ιστορία ο βαθειά θρησκευόμενος Τολστόι διηγείται πως ο Παπα-Πανόφ, ένας ηλικιωμένος τσαγκάρης που κατοικούσε σε ένα μικρό ρωσικό χωριό έγινε ο ίδιος το πνεύμα των Χριστουγέννων. Όντας χήρος και με τα παιδιά του ενήλικα πια και ανεξάρτητα, βρέθηκε μόνος την παραμονή των Χριστουγέννων στο μικρό του εργαστήριο, ένα μικρό δωμάτιο που έβλεπε στον δρόμο του χωριού.

Καθώς δεν είχε άλλη δουλειά ο Παπα Πανόφ αποφάσισε, έτσι, να ανοίξει τη Βίβλο και να διαβάσει την ιστορία της γέννησης του Χριστού και καθώς διαβάζει, διάφορες σκέψεις περνούν από το μυαλό του. Πόσο θα ήθελε να πρόσφερε ο ίδιος καταφύγιο στον Ιωσήφ, τη Μαρία και τον νεογέννητο Χριστό! Διαβάζοντας, όμως, για τους τρεις μάγους και τα πολύτιμα δώρα που έφεραν στον Χριστό, σκέφτεται με λύπη πως, αν ο Χριστός ερχόταν στο σπίτι του, ο ίδιος δεν θα είχε τίποτα να του δώσει. Ξαφνικά, ένα χαμόγελο ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του και τα μάτια του λάμπουν. Σηκώνεται από την πολυθρόνα του, πηγαίνει στο ψηλό ράφι και βρίσκει ένα σκονισμένο κουτί. Το ανοίγει και βγάζει από μέσα ένα ζευγάρι παιδικά παπούτσια. Ήταν στ’ αλήθεια τα ωραιότερα παπούτσια που είχε ποτέ κάνει! Αυτά θα του έδινε, αν ερχόταν στο σπίτι του!

Το ίδιο βράδυ, όταν ξάπλωσε ο Παπα-Πανόφ ονειρεύτηκε τον Χριστό. Αυτός του είπε πως θα εμφανιστεί μπροστά του με σάρκα και οστά την επόμενη ημέρα και πως ήθελε ο ηλικιωμένος να τον περιποιηθεί. Όταν ξύπνησε, ο Παπα-Πανόφ αδημονούσε να συναντήσει τον επικείμενο επισκέπτη του. Όλη μέρα κάθεται στην πολυθρόνα του και περιμένει με ανυπομονησία την επίσκεψη του Χριστού. Κοιτάζει συνεχώς από το παράθυρο, στέκει στην πόρτα, ψάχνει με το βλέμμα, μα μόνο τους συγχωριανούς του βλέπει, τους οποίους χαιρετά με καλοσύνη. Οι ώρες περνούσαν και οι άνθρωποι πηγαινοέρχονταν στον δρόμο. Αντί για τον Χριστό, πέρασαν έξω από την πόρτα του φτωχού τσαγκάρη ο καθαριστής του δρόμου, μια κουρασμένη μητέρα με ένα βρέφος στην αγκαλιά και ένας επαίτης. Ο Παπα-Πανόφ βοήθησε τον καθένα από τους ταλαιπωρημένους περαστικούς που χτύπησαν την πόρτα του, όσο μπορούσε, δίνοντας φαγητό, στέγη και ρούχα.

Όταν πια έφτασε το βράδυ και ο Ιησούς δεν είχε φανεί, ο Παπα-Πανόφ πείστηκε πως το όνειρό του ήταν μόνο αυτό: ένα όνειρο. Ξαφνικά, όμως, μέσα στη νύχτα, άκουσε τη φωνή του Χριστού να του λέει πως ο ίδιος βρισκόταν στα πρόσωπα που είχε φροντίσει εκείνη την ημέρα.«Εγώ είμαι που πεινούσα και μουέδωσες να φάω. Διψούσα και μου έδωσες να πιω. Κρύωνα και με πήρες μέσα και με ζέστανες… Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που βοήθησες σήμερα, ήμουνα Εγώ! Εμένα βοήθησες. Εμένα δέχθηκες σήμερα, παπα-Πανόφ!». «Ω, Θεέ μου», σιγομουρμούρισε ο γερο-τσαγκάρης με μάτια που έλαμπαν από χαρά και ευτυχία. «Ήρθε τελικά! Ήταν εδώ, λοιπόν, όλη τη μέρα!»

Κάθε χρόνο αυτή η μικρή ιστορία που βασίζεται στην παραβολή των λόγων του Χριστού «επειδή, πείνασα, και μου δώσατε να φάω. δίψασα και μου δώσατε να πιω. ξένος ήμουν, και με φιλοξενήσατε. γυμνός ήμουν, και με ντύσατε» πρέπει να γίνεται οδηγός μας και στόχος μας για την νέα χρονιά που σε λίγο θα ανατείλει. Μια χρονιά που μακάρι να μας φέρει λιγότερο πόνο σε αυτούς που πονούν, λιγότερο μίσος σε αυτούς που μάχονται, λιγότερη στέρηση σε όσους στερούνται, λιγότερο πόλεμο, λιγότερο θάνατο, λιγότερη καταπίεση, λιγότερη εκμετάλλευση, λιγότερη δυστυχία και λιγότερη οδύνη. Γιατί τα λιγότερα είναι τα περισσότερα.