iporta.gr

Παλιά Καλοκαίρια μου, του Γιάννη Σιδέρη

 

 

 

Ανήκω σε γενιές που στα νιάτα τους δεν ήξεραν τι είναι οι διακοπές, ή και να ήξεραν, αυτές ήταν στο χωριό τους. Τα νησιά τότε τα γνωρίζαμε μόνο από τη γεωγραφία. Δεν είχαμε μέτρο σύγκρισης και δεν μας έλειπαν!

 

Ωστόσο αυτό δεν αναιρεί την αγανάκτηση που δημιουργεί η έρευνα του ΙΝΚΑ, η οποία γνωστοποιεί, ότι το 75% των Ελλήνων, δηλαδή τρεις στους τέσσερις Έλληνες, δεν θα πάνε διακοπές. Όσο για το 25% που απομένει: Το 40% θα κάνει διακοπές στο χωριό ή στο εξοχικό του. Το 30% σε συγγενικό ή φιλικό σπίτι και το υπόλοιπο 30% σε ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα δωμάτια.

 

Χωρίς να τα ξεχνάμε αυτά, ας κάνουμε μια παρένθεση, να αφεθούμε λίγο στη θερινή ραστώνη. Θα μιλήσουμε για μια μικρή συνομοταξία Ελλήνων, τρεις με πέντε χιλιάδες νοματαίους το πολύ, ανάλογα με τους οικονομικούς καιρούς. Με το που ερχόταν η ευλογημένη ώρα της άδειας, τότε που υπήρχαν άδειες, ετοίμαζε τα μπαγκάζια της και έτρεχε αγχωμένη στα αεροδρόμια να συναντήσει το ταξιδιωτικό της γκρουπ.

 

Θα το πω από την αρχή για να μην υπάρξει παρανόηση. Δεν ήταν άνθρωποι που τους περίσσευαν τα λεφτά. Πολλοί από αυτούς έκαναν την ποινή τους όλο τον χειμώνα για να μαζέψουν το αντίτιμο, ενώ άλλοι φόρτωναν τις πιστωτικές τους. Άλλωστε, τα λεφτά δεν ήταν πολύ περισσότερα από όσα χάλαγες σε ένα ελληνικό νησί! Όλοι, όμως, είχαν ένα κοινό γνώρισμα. Το καταπιεσμένο πάθος του ταξιδευτή, που διοχετευόταν στις – έστω – πακεταρισμένες διακοπές των ταξιδιωτικών γκρουπ.

 

Γιατί χρειάζεται πάθος ταξιδιού, προκειμένου να αφήνεις κατακαλόκαιρο την Ελλάδα, τη δροσιά των ελληνικών θαλασσών, την ομορφιά των λιλιπούτειων γραφικών νησιών, τη ρομαντζάδα τη βόλτας στα νυχτερινά μουράγια, με το φεγγάρι να ασημίζει τα νερά, με το ουζάκι και το χταπόδι στην αύρα της θάλασσας, και συ να τρέχεις, με θερμοκρασία 52 βαθμών υπό σκιά («σκιά» τρόπος του λέγειν), και να λιώνεις ντάλα μεσημέρι στη Σαχάρα, άυπνος, αφυδατωμένος, πεινασμένος!

 

Χρειάζεται πάθος ταξιδιού να περιδιαβαίνεις τις εξαθλιωμένες συνοικίες της Βομβάης και του Βαρανάσι στην Ινδία, με έναν αέρα πνιγηρό γεμάτο αρρώστια, εκεί λέω που τα ανθρώπινα ράκη ζουν σε συνθήκες απόλυτης ένδειας, και να νιώθεις αλλεπάλληλες γροθιές στο στομάχι, για τη μοίρα των ανθρώπων.

 

Θέλει πάθος ταξιδιού να βρίσκεσαι στα οροπέδια των Ιμαλάιων, σε υψόμετρο πάνω από πέντε χιλιάδες μέτρα, με την αναπνοή (όσο βαθειά και να είναι), να μην φτάνει από την έλλειψη οξυγόνου, να νιώθεις ότι πνίγεσαι στα καλά καθούμενα, και ενίοτε να αφήνεις εκεί τα κοκαλάκια σου, όπως έγινε με κάποια συμπατριώτισσά μας πρόπερσι το Καλοκαίρι…

 

Ή να διατρέχεις με το λεωφορείο, ώρες ατέλειωτες, λαγοκοιμισμένος από την εξάντληση, τις εξίσου ατέλειωτες πάμπες της Νότιας Αμερικής, για να βρεθείς στην ιδεατή άκρη του πλανήτη. Να ξυπνάς στις δύο τα χαράματα, ώστε να προλάβεις την πτήση για την επόμενη πόλη ή την επόμενη χώρα, με αεροπλάνα τριτοκοσμικά, ξεχαρβαλωμένα κι επικίνδυνα. Να μην τολμάς να πλύνεις τα δόντια σου με νερό που δεν είναι εμφιαλωμένο, γιατί θα βρεθείς πάραυτα σε κάποιο τοπικό νοσοκομείο, από το οποίο θα φύγεις πιο άρρωστος απ’ ό,τι μπήκες!

 

Να στέκεις κοκαλωμένος και να χτυπούν τα δόντια σου μέσα στο ψοφόκρυο του απώτατου βόρειου ημισφαιρίου, και μια και δυο και τρεις νύχτες, μπας και σταθείς τυχερός και ξανοίξει ο μουντός βαρύς ουρανός, για να σε ντύσει με τα μαγικά της χρώματα η τεράστια κουρτίνα του βόρειου σέλας. Να διασχίζεις άυπνος και κουρασμένος, ατέλειωτες εκτάσεις, για να δεις ένα απομακρυσμένο μνημείο των ανθρώπων ή ένα το ίδιο απομακρυσμένο μνημείο της φύσης.

 

Από την άλλη, θα δεις πολιτισμούς πρωτόγνωρους, φορεσιές αλλόκοτες, θρησκευτικές τελευτές παράξενες, ήθη και έθιμα γοητευτικά, ναούς και μνημεία για τα οποία είχες ακούσει ή διαβάσει από παλιά. Θα νιώσεις συγκίνηση και δέος, αντικρίζοντάς τα: π.χ. τις Πυραμίδες των Φαραώ, το Λούξορ, το παλάτι των Δαλάι Λάμα στο Θιβέτ, τις χρυσές παγόδες της Βιρμανίας, τα βασιλικά ερείπια του μυστηριώδους Μάτσου Πίτσου, τις πυραμίδες των Ίνκας, το αιώνιο μνημείο αγάπης Ταζ Μαχάλ, τις κατακόμβες της Ρώμη, τις πηγές του Νείλου στα βουνά της Αιθιοπίας και τις σκαλισμένες στους βράχους εκκλησίες της, την απαγορευμένη πόλη και το Σινικό τείχος στην Κίνα, την πλατεία των θαυμάτων στο Μαρακές, το σμαραγδένιο άγαλμα του Βούδα στην Ταϋλάνδη, τα πήλινα κάστρα στο Μάλι, τους λάκκους που άφησαν οι βόμβες Ναπάλμ στο Βιετνάμ, και τόσα άλλα, όλα αυτά που έστω και αν το ιντερνέτ τους έχει αποστερήσει το μυστήριο και την ατμόσφαιρα – φέρνοντάς τα φάτσα κάρτα, με ένα κλικ, στην οθόνη του υπολογιστή σου – δεν παύουν πάντα να διατηρούν τη γοητεία τους και να σε αιχμαλωτίζει η θωριά τους.

 

Αυτός ήταν εν συντομία, και όχι κάθε χρόνο, ο κόσμος μου τα παλιά Καλοκαίρια, όταν λόγω της έλλειψης χρόνου, πολλές φορές απέφευγα τα ατομικά ταξίδια, και εντασσόμουν σε κάποιο ταξιδιωτικό γκρουπ. Δυστυχώς και αυτός ο κόσμος όσο πάει και λιγοστεύει, το Μνημόνιο στεγνώνει τσέπες, και οι παλιές μαγικές εικόνες μοιάζουν σαν ξεθωριασμένο καρτ ποστάλ, που το ρετουσάρει κανείς στην μνήμη, για να ζήσει τα Καλοκαίρια που έρχονται!

 

ΥΓ: Αυτό απλώς ήταν ένα κείμενο προσωπικής μνήμης. Ελπίζω -μέσα στη γενικευμένη καχυποψία που βιώνουμε- να μην σκεφθεί κανείς ότι …έχω μετοχές σε κάποιο πρακτορείο ταξιδίων και κάνω έμμεση ρεκλάμα!

 

 

Γιάννης Σιδέρης