iporta.gr

Παιχνίδια στο Μελόι,, του Κωστή Α. Μακρή

 

 

 

 

 

 

 

Κωστής Α. Μακρής

 

 

 

 

  

 

 

 

Ήταν καλοκαίρι και είχε πολύ κόσμο στην παραλία μου, στο Μελόι της Πάτμου.


Όσο μπορούσα έδιωχνα την Πέρκα που τσιμπολογούσε τα πόδια μου, κοντά στην είσοδο του θαλαμιού μου.

Όχι τόσο επειδή πονούσα, αλλά επειδή ήξερα, από τις συμβουλές των γεροντότερων, ότι η Πέρκα δείχνει στους Ψαροντουφεκάδες πού είναι η φωλιά μας.

Ήταν μεσημέρι όταν εκεί που χουζούρευα στα ζεστά νερά είδα από πάνω μου το σώμα ενός ανθρώπου.

Χώθηκα και με τα εφτα μου πόδια στο θαλάμι μου και περίμενα να φύγει. Θα πείτε ίσως ότι εμείς τα χταπόδια έχουμε οχτώ πόδια. Εγώ γιατί έχω εφτά; Θα σας πω… Μια φορά έδωσα ένα πόδι για να σώσω τη ζωή μου αλλά αυτό είναι μια παλιά ιστορία.

Χώθηκα λοιπόν στο θαλάμι μου περιμένοντας να φύγει ο άνθρωπος.

Εκείνος όμως τίποτα.

Κάποια στιγμή πλησίασε πάλι η Πέρκα να με τσιμπήσει.

«Φύγε, χαζόψαρο!» της φώναξα σιωπηλά.

Τότε ο άνθρωπος έσκυψε μέσα στο νερό.

Οι τρεις καρδιές μου χτυπήσανε δυνατά.

Είδα ότι φορούσε εκείνο το πράγμα με το τζάμι, μάσκα το λένε οι Ψαροντουφεκάδες. Φορούσε και κείνα τα πτερύγια ―πρασινοκίτρινα ήτανε τα δικά του― που οι Ψαροντουφεκάδες τα λένε βατραχοπέδιλα.

Δεν έχω δει ποτέ μου Βατράχια και έτσι δεν ξέρω πώς είναι τα πέδιλα που φοράνε αυτά τα ζώα.

Περίμενα στριμωγμένος μέσα, όταν είδα το ένα βατραχοπέδιλο να πλησιάζει στην τρύπα του θαλαμιού μου. Κουνιότανε απαλά σαν την ουρά της Σαλιάρας ή άλλων ψαριών και γυάλιζε στο γαλαζωπό φως που ερχόταν από πάνω.

Το βατραχοπέδιλο μου άρεσε πολύ έτσι όπως κουνιότανε.

Μου άρεσε έτσι όπως λαμπύριζε στις αχτίνες του ήλιου. Έριξα μια ματιά με φόβο, να δω αν κρατούσε ψαροντούφεκο ο άνθρωπος.

Είδα τα δυο του χέρια άδεια να σαλεύουν από πάνω μου.

Τους λυπάμαι λίγο τους ανθρώπους. Με δυο πόδια μόνο και δυο χέρια, τι μπορείς να κάνεις; Και χωρίς βεντούζες. Αλλά τέλος πάντων…

Συνέχιζε να φτερουγίζει το βατραχοπέδιλό του μπροστά στη μούρη μου.

«Παιχνίδια θέλεις;» σκέφτηκα τολμηρά.

Έβγαλα δειλά ένα πλοκάμι και ακούμπησα το βατραχοπέδιλο.

Ο άνθρωπος σταμάτησε να το κουνάει. Εγώ φοβήθηκα ότι περιμένει να το πιάσω γερά με τις βεντούζες μου και μετά να πιάσει εκείνος εμένα. Και έτσι το άφησα. Μετά όμως το είδα να ξανακουνιέται μπροστά μου. Ξεθάρρεψα. Έβγαλα τρία πλοκάμια κι άρχισα να χαϊδεύω το βατραχοπέδιλο. Ήταν λείο σαν βότσαλο. Ο άνθρωπος πλησίασε και το άλλο. Είδα τα χέρια του να βγαίνουν από το νερό.

Τον άκουσα να φωνάζει: «Είναι ένα χταποδάκι εδώ και παίζουμε».

Άκουσα μιαν άλλη φωνή να λέει: «Δεν παίζουνε τα χταπόδια!».

Κούνια που την κούναγε την άλλη φωνή! «Δεν παίζουν τα χταπόδια; Τώρα θα δεις…» σκέφτηκα. Και με τον θυμό μου να γίνεται μεγαλύτερος από τον φόβο μου ―ακούς εκεί, να πει ότι δεν παίζουν τα χταπόδια!― άρχισα να παίζω και με τα δυο βατραχοπέδιλα για αρκετή ώρα.

 

Τα βατραχοπέδιλα χορεύανε γύρω μου κι εγώ πότε τα άφηνα και πότε τα έπιανα. Τέσσερα πόδια στο ένα και τρία στο άλλο ή δύο στο ένα και πέντε στο άλλο, ή ένα και έξι.

Ο άνθρωπος έδειχνε να χαίρεται. Έχωνε μάλιστα το κεφάλι του με τη μάσκα μέσα στο νερό και έβλεπα τα μάτια του να με κοιτάζουν. Τα μάτια του μοιάζανε λίγο με τα μάτια του Ροφού.

Σε λίγο άκουσα την άλλη φωνή να λέει δυνατά:

«Βγες έξω, θα σαπίσεις! Δυο ώρες είσαι μέσα. Φεύγουμε, πάμε να φάμε.»

«Σε λίγο…» είπε ο άνθρωπος που μαζί παίζαμε.

Μικρός άνθρωπος ήτανε. Και εγώ ήμουνα στα ρηχά. Σε λίγο έφυγε.

Όταν μετά είπα στους δικούς μου ότι έπαιζα με τα βατραχοπέδιλα ενός μικρού ανθρώπου, εκείνοι γελάσανε.

«Μικρός ήταν. Όταν μεγαλώσει θα ξανάρθει με ψαροντούφεκο και τότε δεν θα παίζει. Θα έρθει να σε σκοτώσει για να σε φάει! Και εσένα και εμάς» μου είπαν.

Εγώ στενοχωρήθηκα. Θα ήθελα να παίζω με τους ανθρώπους. Εκείνοι όμως θα θέλουν να παίζουν μαζί μου; Ή θα με κυνηγάνε πάντα για να με φάνε; Δεν το ξέρω αυτό.

Μετά όμως σκέφτηκα ότι κι εγώ δεν παίζω με το φαΐ μου.

Πού ακούστηκε άλλωστε να παίζει ένα χταπόδι με τα καβούρια, τους αστακούς και τα κοχύλια.

 

Ιούλιος 2017

 

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr