iporta.gr

Όταν ωριμάσεις, του Δημήτρη Μπρούχου

 

Ο Δημήτρης Ι. Μπρούχος είναι ποιητής, στιχουργός. συγγραφέας και Σύμβουλος Επικοινωνίας 

 

Δεν ξέρω γιατί αλλά πάντα τα γενέθλια είναι για μένα μέρα γιορτής και θανάτου.

Τουλάχιστον από τότε που κατάλαβα ότι όλη η ζωή, είναι ένα σύνολο ομόκεντρων κύκλων.

Που ανοίγουν και κλείνουν. ΄Η μάλλον, που ανοίγουν για να κλείσουν.

Το περιεχόμενο του κάθε κύκλου, είναι οι μικρές και μεγάλες στιγμές μας.

Αυτές που ανεξίτηλα μας σημαδεύουν και που πάνω τους αφήνουμε το αποτύπωμά μας.

Στιγμές χαράς, πόνου αγωνίας, απόρριψης, αμφισβήτησης.

Στιγμές ακόρεστου μοιράσματος, όσο κι αδόκητης μοναξιάς. (Πόσο οριστικοί, στ αλήθεια, κάποιοι επιθετικοί προσδιορισμοί!).

Ρίχνοντας ένα γρήγορο (αλλά όχι επιπόλαιο)βλέμμα σε μισόν αιώνα και κάτι, το κυρίαρχο στοιχείο είναι η «προσπάθεια». Οι προσπάθειες. Να γίνεις κάτι. Να φτάσεις κάπου. Να κερδίσεις στα σημεία, στη σύγκριση, στη διεκδίκηση. Να καταρρίψεις ρεκόρ.

Να κατακτήσεις την ωριμότητα. Μιά ωριμότητα που θέλει …

«Τη ζωή γεμάτη σχέδια/με το βλέμμα μυωπικό/τονισμένη στην παραλήγουσα/γεμάτη στερητικά –α-/με την καρδιά μπανταρισμένη πρόχειρα/να μην αιμορραγεί αντιδράσεις/να περιφέρεται ντυμένη ένα πολύχρωμο πένθος/προαγωγεύοντας την ψυχή/μοιράζοντας μάσκες για τη συγκάλυψη του Τίποτα που μας γεμίζει…».

Μικροί και μεγάλοι καθημερινοί θάνατοι μας λαξεύουν ή αποδομούν μέσα μας το μεγαλείο της ξενοιασιάς, που μας έκανε να τρέχουμε ανέμελα στις ρούγες και στις γειτονιές των παιδικάτων μας.

Η αγάπη που ακύρωσε το πρώτο της βλέμμα και το πρώτο μας καρδιοχτύπι, διαλέγοντας… την «ασφάλεια» του βολέματος για το υπόλοιπο. Δόξη και τιμή.

Ο φίλος που «πάτησε τους όρκους της νιότης κι αποτραβήχτηκε».

Τα όνειρα που παρέμειναν όνειρα, γιατί κάπου στο ζύγι, κάποιος (ή αυτά ή εμείς) βγήκε ελλιποβαρής.

Κι έρχονται κάποια γενέθλια, που λες: «Τι έπραξα;», «ποιος είμαι;», «τί θ απογίνω;»…

Βλέποντας όλους γύρω να την έχουν κάνει μ’ ελαφρά πηδηματάκια, αφού στράγγισαν όλη την ενέργεια των αφελών, που νόμιζαν ότι όλα είναι δρόμος με ροδοπέταλα…

Αποφασίζεις λοιπόν-έστω κι αργά- ν αλλάξεις. Μπαίνεις θες δε θες στα ρούχα που σου προτείνουν, χωράς μπορείς δε μπορείς στα παπούτσια που σου δίνουν, ξεχνάς τα ταξίδια κι αρχινάς τα καθημερινά δρομολόγια , γίνεσαι συμβατός δότης στιγμών αναλώσιμων και παύεις ν’ αποπειράσαι να δραπετεύεις από τα πρέπει στα θέλω, μέχρι…

Μέχρι κάποια γενέθλια να σου υπομνήσουν το πεπερασμένο, να σου θυμίσουν έναν θάνατο που σε καθόρισε (για παράδειγμα, του πατέρα, ανήμερα των γενεθλίων σου) και να σε κάνουν να επαναπροσδιοριστείς απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις.

Και τότε, αγαπώντας πάλι τη ζωή, ψάχνεις απεγνωσμένα τον μεγάλο σου έρωτα, να ξεντυθείς μπροστά του την υπόκριση, φωνάζοντάς του αποφασιστικά, με σταθερή φωνή:

«ΟΤΑΝ ΩΡΙΜΑΣΕΙΣ, ΕΛΑ ΝΑ ΜΕ ΒΡΕΙΣ. ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΣΤΙΣ ΚΟΥΝΙΕΣ…».