iporta.gr

Όταν οι φωτογραφίες λένε ιστορίες, της Μαρίας Καρχιλάκη

  

 

 

 

 

Μαρία Καρχιλάκη 

 

 

 

 

 

 

 

Το παράπηγμα από τσίγκο και μουσαμά -ένα μικρομπακαλικάκι από τα εκατοντάδες που βρίσκονται στον αχανή καταυλισμό Ζαατάρι των σύρων προσφύγων στην έρημο της Ιορδανίας- έτσι, όπως το βλέπεις να στέκεται περήφανο, σε απόσταση απ’ όλα τ’ άλλα και να σκορπά το χρυσό του φως κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό του Χασεμιτικού Βασιλείου, χάρισε το εθνικό βραβείο των Sony World Photography Awards για το 2014 στο φωτογράφο Παναγή Χρυσοβέργη.

 

Πως γίνεται μια τόσο θλιβερή κατασκευή μέσα σ’ ένα προσφυγικό στρατόπεδο να μετατρέπεται σε εικόνα υψηλής αισθητικής αξίας; Δεν μπορούσα να σταματήσω να την κοιτάζω. Κάποιες φορές η φωτογραφία, πιστεύω, σε σέβεται και σ’ ανταμείβει με το δικό της μοναδικό τρόπο.

 

Ο Παναγής δεν έχει χρόνια στη φωτογραφία. Αντίθετα, έχει αρκετά περισσότερα ως μηχανολόγος μηχανικός όπως επέβαλε, τρόπον τινά, η οικογενειακή παράδοση των μηχανικών παππού και γιαγιά και του αρχιτέκτονα πατέρα. Η φωτογραφία ήταν πάντα μεγάλη αγάπη αλλά οι σπουδές και το επάγγελμα ήταν σε άλλο αντικείμενο. Αυτά μέχρι το 2008 που η στιγμή τα φέρνει να γραφτεί στην ομάδα φωτογραφίας ενός πολιτιστικού συλλόγου. Ο μαγικός κόσμος που ανακαλύπτει τον οδηγεί αρχικά στο αντίστοιχο τμήμα του ΤΕΙ Αθήνας και στη συνέχεια στο Παρίσι που ζει τώρα, ενώ η κρίση που, εν τω μεταξύ, σαρώνει την Ελλάδα και πρωτίστως πλήττει την οικοδομή, άρα και το επάγγελμά του, τον απελευθερώνει από τα…κληρονομικά δεσμά. Κατά κάποιο τρόπο. Διότι, βλέπεις, ένα από τα μεγάλα του πρότζεκτ, οι Ρομά σε Ελλάδα και Κύπρο, που το δουλεύει σταθερά τα τελευταία δύο χρόνια, “κουβαλά” κάτι απ’ την προηγούμενη επαγγελματική του εμπειρία.

 

“Δούλευα ως επιβλέπων μηχανικός σε ιδιωτικές οικοδομές. Έβλεπα ολόκληρες οικογένειες μέσα στ’ αγροτικά να γυρνάνε τα εργοτάξια και να μαζεύουν παλιοσίδερα κι άχρηστα υλικά για να τα πουλήσουν για ένα κομμάτι ψωμί. Μου κίνησε το ενδιαφέρον κι άρχισα να τους φωτογραφίζω. Οι φωτογραφίες μου των Ρομά είναι ένα συνονθύλευμα εικόνων από διάφορους καταυλισμούς σε Ελλάδα και Κύπρο. Δεν εστιάζω στη γεωγραφία αλλά στην ομοιογένεια του τρόπου ζωής, στα ήθη και έθιμά τους, όπως και στην περιθωριοποίηση και το ρατσισμό που βιώνουν. Αυτό που επιδιώκω να κάνω είναι μέσα απ’ τη ματιά τους να δείξω τον τρόπο ζωής τους. Γι αυτό και δεν περιορίζομαι σε μια – δυο επισκέψεις στα σπίτια τους. Τρώμε μαζί, ακούω τα προβλήματά τους. Οι εικόνες μου είναι πολύ λιγότερες από τις ώρες που έχω περάσει μαζί τους”.

 

Πες μου για το Ζαατάρι…

 

Με το που φτάνω στην κεντρική είσοδο καταλαβαίνω πως μπαίνω σε μια ολόκληρη πόλη. Ιορδανοί αστυνομικοί τσεκάρουν ποιος μπαίνει, ποιος βγαίνει. Είμαι στον έλεγχο στις 9.00 το πρωί. Η άδεια που δίνουν είναι από τις 10 μέχρι τις 5 το απόγευμα. Παθαίνω σοκ. Το δυνατό φως δεν μου επιτρέπει να φωτογραφήσω τις συγκεκριμένες ώρες ενώ το διάστημα δεν είναι αρκετό για να αναπτύξω σχέση με τους ανθρώπους. Το εξηγώ αλλά δεν βρίσκω ανταπόκριση.

 

Οι κανόνες είναι ίδιοι για όλους τους φωτογράφους, μου λένε.

 

Πρέπει να βρω λύση. Αναζητώ τον Κίλιαν. Είναι ο επικεφαλής του Ζαατάρι. “Δήμαρχο” τον λένε όλοι. Στη διαδρομή για να τον συναντήσω βλέπω παντού εικόνες: βυτιοφόρα να μεταφέρουν πόσιμο νερό όπου υπάρχουν παροχές, παιδιά κάθε ηλικίας σκαρφαλωμένα από πίσω να τα χρησιμοποιούν ως μέσο μετακίνησης, μεγαλύτεροι σε ηλικία πρόσφυγες να πηγαίνουν πάνω κάτω με τα υπάρχοντά τους∙ αρκετοί ανάμεσά τους σε αναπηρικά καροτσάκια. Χάος.

Τον βρίσκω στα γραφεία της Ύπατης Αρμοστείας. Του εξηγώ.

 

Πόσο καιρό θέλεις να μείνεις, με ρωτάει και του απαντώ πως δεν έχω βγάλει εισιτήριο επιστροφής, άρα πολύ.

 

Μου δείχνει ένα κοντέινερ. Αυτό θα είναι το σπίτι μου για τις επόμενες μέρες -όσες κι αν είναι αυτές. Μου δείχνει ακόμη ένα και μου λέει πως εκεί είναι οι τουαλέτες και τα μπάνια. Μου εξηγεί πως οι περισσότεροι από το προσωπικό δεν μένουν μέσα στον καταυλισμό αλλά πηγαινοέρχονται καθημερινά.

 

Το βράδυ να ξέρεις πως θα είσαι μόνος σου εδώ.

 

Η ζέστη είναι ανυπόφορη, έχω πέσει πάνω στο Ραμαζάνι το οποίο τηρούν όλοι με ευλάβεια στον καταυλισμό, άρα δεν πίνουν, δεν τρώνε, δεν καπνίζουν στη διάρκεια της ημέρας, ούτε πολυκυκλοφορούν. Συνειδητοποιώ ότι πρέπει κι εγώ να αντιστρέψω το πρόγραμμά μου. Τον κεντρικό δρόμο τον λένε Champs-Elysées. Παντού μαγαζιά κάθε είδους. Τα μικρά παιδιά με το που βλέπουν φωτογραφική μηχανή σου ζητάνε να τα φωτογραφήσεις. Γενικά ό,τι και να θες να φωτογραφήσεις πετάγονται μπροστά σου για να φανούν στη φωτογραφία. Οι μεγάλοι, άντρες – γυναίκες, με σταματάνε για να με ρωτήσουν αν είμαι απ’ το Αλ Τζαζίρα. Ευγενικοί όλοι σε γενικές γραμμές. Μου κάνει εντύπωση πως είναι δυνατόν να υπάρχει και να λειτουργεί μια πόλη 120.000 ανθρώπων χωρίς αστυνομία.

 

Ο ήλιος έχει ήδη αρχίσει να δύει, εξακολουθώ να περπατώ ανάμεσα σε χιλιάδες σκηνές και κοντέινερ, έχω χάσει τον προσανατολισμό μου. Μια οικογένεια προσφύγων με φωνάζει στο κοντέινερ τους για φαγητό. Πριν μπω βγάζω τα παπούτσια μου όπως κι οι ίδιοι. Επικοινωνούμε με νοήματα. Η μόνη λέξη που κατανοούμε όλοι είναι το όνομα του Άσαντ. Το κοντέινερ μέσα είναι γεμάτο με στρώματα με το λογότυπο της Ύπατης Αρμοστείας, κονσέρβες φαγητού απ’ το Διεθνή Οργανισμό Τροφίμων και αραβικές πίτες που αργότερα διαπιστώνω πως τις μοιράζουν καθημερινά ανάλογα με τον αριθμό των μελών της κάθε οικογένειας. Έχουν μαγειρέψει ένα συριακό φαγητό με βάση το κοτόπουλο. Καθόμαστε κάτω, γύρω-γύρω από μια πολύ μεγάλη πιατέλα. Ο καθένας μας κόβει ένα κομμάτι πίτα και παίρνει μια μπουκιά απ’ την πιατέλα. Ποτήρι υπάρχει μόνο ένα απ’ το οποίο μου δίνουν να πιω πρώτος εγώ νερό.

Προσκεκλημένος, βλέπεις…Παρότι έχω βγάλει τη φωτογραφική μηχανή για να πάρω φωτογραφίες, δεν μπορώ. Δεν θέλω να χαλάσω την ατμόσφαιρα φιλοξενίας. Δεν κάνω ούτε ένα κλικ. Την επόμενη φορά, σκέφτομαι…

 

Βγαίνοντας απ’ το κοντέινερ δεν έχω ιδέα που είμαι. Προσπαθώ να διακρίνω κάποιο σημάδι που θα με οδηγήσει στη Champs-Elysées κι από εκεί στο δωμάτιο μου. Δυο ώρες περπατάω στο σκοτάδι, ώσπου κάτι με χτυπάει στο γιλέκο. Γυρνάω και βλέπω δυο πιτσιρίκια να μου έχουν πετάξει μια ντομάτα!

 

Νάτα μας…

 

Χάρη σ’ αυτά, πάντως, βρίσκω το δρόμο της επιστροφής. Φτάνω στο κοντέινερ, βάζω το ξυπνητήρι 5 το πρωί και πέφτω με τα ρούχα για ύπνο.

 

Παρά την κούραση καταφέρνω να σηκωθώ με το που χτυπάει. Μούσκεμα τα ρούχα μου από την υγρασία. Το ίδιο και η φωτογραφική μηχανή. Ο Κίλιαν μου είχε πει να πάω στη διανομή του ψωμιού στην άλλη άκρη του καταυλισμού. Αποφασίζω να πάω ανάμεσα απ’ τις σκηνές κι όχι απ’ τους κεντρικούς δρόμους για να μη δώσω στόχο με τον εξοπλισμό μου. Δεν κάνει να κυκλοφορούν οι φωτογράφοι αυτές τις ώρες. Επικρατεί απόλυτη ησυχία. Η μια σκηνή είναι υπερβολικά κοντά με την άλλη. Τα σχοινιά που τις στηρίζουν διασταυρώνονται μεταξύ τους. Κάποιες έχουν ανοιχτά τα παράθυρα ή το μπροστινό παραπέτασμα που λειτουργεί ως πόρτα. Μέσα βλέπω τις οικογένειες να κοιμούνται όλοι μαζί με διάφορα μικροαντικείμενα καθημερινής χρήσης να τους περιτριγυρίζουν. Στο βάθος της κάθε σκηνής υπάρχει ένας μικρός χώρος, απομονωμένος. Η τουαλέτα. Ένα αυλάκι καταλήγει σ’ έναν ανοιχτό λάκκο διαμέτρου ενός μέτρου. Βόθρος. Αργότερα, στις νυχτερινές μου βόλτες, θα συνειδητοποιήσω πως κάθε βράδυ, εκεί γύρω στα μεσάνυχτα, οι γυναίκες τον αδειάζουν με κουβάδες…

 

Η ώρα έχει περάσει, βγαίνω στη Champs-Elysées με κατεύθυνση τα σημεία διανομής ψωμιού. Αγχωμένος μήπως αργήσω, κάνω ό,τι και τα πιτσιρίκια: σκαρφαλώνω μαζί τους σ’ ένα βυτιοφόρο και κατευθυνόμαστε σ’ ένα απ’ τα σημεία διανομής. Χιλιάδες περιμένουν απέξω. Μεγάλη η ένταση. Το κτίριο είναι σε σχήμα Π. Απ’ το ανοιχτό του κομμάτι μπαίνουν τα φορτηγά που τροφοδοτούν με ψωμιά ενώ περιμετρικά υπάρχουν συρματοπλέγματα που διακόπτονται όπου υπάρχουν γκισέ για να μοιράζουν οι υπάλληλοι τα ψωμιά στον κόσμο. Απ’ τη μια μεριά είναι οι γυναίκες και τα κοριτσάκια, απ’ την άλλη οι άντρες κι οι γιοι τους. Απίστευτη ένταση, φωνές, σπρωξιές, τσακωμοί.

 

Ίδιο το σκηνικό της έντασης και στη διανομή του νερού. Ένας οδηγός βυτιοφόρου μ’ αφήνει ν’ ανέβω πάνω έτσι ώστε να έχω γενική εικόνα και του καταυλισμού και της διαδικασίας. Κάθε τρεις και λίγο σταματάμε σε πύργους με πλαστικές δεξαμενές και τις τροφοδοτούμε με νερό. Ο κόσμος έρχεται με μπιτόνια και τα γεμίζει. Τσακώνονται για τη σειρά και ξεσπούν κλωτσώντας τα μπιτόνια.

 

Ο ήλιος καίει αφόρητα, συχνά – πυκνά φυσάει πολύ δυνατά και μια ομίχλη από άμμο απλώνεται παντού.

 

Αυτό γίνεται κάθε μέρα.

 

Πες μου για τη φωτογραφία που πήρε το βραβείο…

 

Είμαι πια στην τέταρτη μέρα, έχω γνωρίσει καλά τον καταυλισμό κι αποφασίζω ν’ αρχίσω να φωτογραφίζω νύχτα. Ο Κίλιαν μου είχε πει πως δεν μου το συνιστά.

 

Είναι μια πόλη που μπορεί να συμβεί το οτιδήποτε, μου λέει. Δεν μπορώ να σου εγγυηθώ για 120.000 κόσμο.

 

Του λέω θα είμαι σε κεντρικά σημεία.

 

Κάνω το τελείως αντίθετο απ’ ό,τι του έχω υποσχεθεί. Φορτωμένος με τρίποδο κι εξοπλισμό κι έχοντας για παρέα δύο Σύρους που προφέρθηκαν να με βοηθήσουν παίρνουμε τον περιφερειακό δρόμο, εκεί δηλαδή που είναι το όριο του καταυλισμού. Πιο πέρα αναχώματα και πίσω τους τανκς του ιορδανικού στρατού. Μέσα στο σκοτάδι βλέπω τη μεταλλική κατασκευή. Δεν μπορώ να σταματήσω να την κοιτάζω. Στήνω μηχανή, τρίποδο, η λήψη κρατά δεν κρατά 10 δευτερόλεπτα. Παίρνω το δρόμο της επιστροφής, η ώρα είναι 2 μετά τα μεσάνυχτα. Φτάνω στο κοντέινερ και βάζω το ξυπνητήρι να χτυπήσει στις 5.30 το πρωί…